Fever gate: Για την αμηχανία που μπορεί να αισθανόμαστε σήμερα, κατά την έξοδό μας από την καραντίνα

Η συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου γράφει για τη σημερινή μέρα που για πολλούς αποτελεί ένα επιθυμητό και ταυτόχρονα φοβογόνο ορόσημο.
Κυρ, 07/06/2020 - 05:04
loneliness

ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟ και ανεξήγητο που συμβαίνει στις φυλακές. Το ονόμασαν ο πυρετός της ανοιχτής πύλης. Fever gate. Αφορά τους μακροχρόνια έγκλειστους που πρόκειται να απολυθούν. Ο πόθος κάθε φυλακισμένου είναι να έλθει μια ώρα νωρίτερα η στιγμή της απελευθέρωσης. Χαράζουν στον τοίχο τα χρόνια, τους μήνες, τις μέρες που απομένουν: Τρεις, δυο, μια, καμία.

Πώς γίνεται όμως και όταν πλησιάζει η πολυπόθητη στιγμή, πώς γίνεται και όλα αλλάζουν; Πού πάει η επιθυμία της απελευθέρωσης; Την τελευταία μέρα ο έγκλειστος βρίσκεται σε μια ταραχή. Τη νύχτα δεν μπορεί να κοιμηθεί. Βλέπει εφιάλτες. Κάθιδρος πετάγεται στο κρεβάτι του. Κάποιοι ανεβάζουν πυρετό. Τώρα που έφτασε η στιγμή είναι σαν να μη θέλει να βγει έξω. Φοβάται την «έξω κοινωνία». Συνήθισε τη ζωή στο κλειστό ίδρυμα. Μέσα εκεί, η ζωή λειτουργούσε σαν οχυρό. Ο εγκλεισμός είναι κουκούλι. Κι ο άνθρωπος ένας μεταξοσκώληκας. Το ονόμασαν ιδρυματισμό. Μια ανομολόγητη συναισθηματική συγχώνευση με το ίδρυμα. Τίποτα λοιπόν δεν είναι αυτό που φαίνεται. Αλλιώς ο κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός.

Το ήθος (ethos) είναι συνυφασμένο με τη συνήθεια. Δεν είναι παράδοξο, δεν είναι τρέλα, δεν είναι προϊόν ταραγμένου νου να φοβάσαι την επόμενη μέρα. Ο εγκλεισμός ανακαλεί μνήμες μιας ουτοπικής αδιατάρακτης ζωής, ενός φαντασιακού γενέθλιου τόπου. Πόσοι θα νιώσουν άβολα με τον ερχομό της Δευτέρας 4 Μαΐου; Αμήχανοι. Διστακτικοί. Πόσοι θα νοιώσουν ανοχύρωτοι; Ανυπεράσπιστοι μπροστά στο επικείμενο τέλος του εγκλεισμού; Πόσοι θα θελήσουν να το αναβάλλουν για λίγο ακόμα;

Δεν αναφέρομαι βέβαια σε όλους εκείνους που δεν σταμάτησαν στιγμή να δουλεύουν δίνοντας τον εαυτό τους στην πρώτη γραμμή του πυρός. Αναφέρομαι στους «Μένουμε σπίτι».

Αυτό που λέμε άνθρωπος δεν είναι καμωμένο από υπάκουα και προβλέψιμα υλικά. Αυτό που λέμε άνθρωπος είναι καμωμένο από τα υλικά αμείλικτων και απρόβλεπτων αντιφάσεων. Τηρουμένων χιλιάδων αναλογιών οι αρχές Μαΐου θα σημάνουν για κάποιους από αυτούς ένα επιθυμητό και ταυτόχρονα φοβογόνο ορόσημο. Το τέλος ενός προστατευμένου τρόπου ζωής, που φαντάζει ακόμα πιο επιθυμητό όταν, εκεί-έξω, καιροφυλακτεί ο θάνατος και μάλιστα στην πιο άγρια μορφή.

Ζωή όμως δεν νοείται χωρίς το εκεί-έξω. Ζωή δεν νοείται χωρίς την ελευθερία από τα δεσμά του φόβου που γεννά το εκεί-έξω.

Ένα crash test η πανδημία. Φανερώνει ότι κανένας άνθρωπος δεν εντάσσεται σε μηχανιστικά σχήματα συμπεριφοράς. Αυτό που λέμε άνθρωπος δεν είναι καμωμένο από υπάκουα και προβλέψιμα υλικά. Αυτό που λέμε άνθρωπος είναι καμωμένο από τα υλικά αμείλικτων και απρόβλεπτων αντιφάσεων.

Η ελευθερία θέλγει αλλά και τρομάζει. Μυρίζει μοναξιά. Θέλεις πολλά; Nαι, θέλεις πολλά. Στην πραγματικότητα τα θέλεις όλα. Θέλεις να νιώθεις ασφαλής κι ελεύθερος. Προστατευμένος κι αυτόνομος. Κι όμως σε περιόδους κρίσης κινδυνεύεις να εκχωρήσεις την αυτονομία σου στη θαλπωρή μιας ασφάλειας. Κι άλλοτε πάλι είσαι έτοιμος για χάρη της ελευθερίας σου να θυσιάσεις μια ισχυρή επιθυμία που από παλιά επιμένει να φωλιάζει μέσα σου. Την επιθυμία για προστασία και σιγουριά.

«Δεν είσαι μόνος», όλοι και όλα γύρω σου σε καθησυχάζουν. Είναι το προσφιλές σύνθημα των ημερών. Κι όμως «είμαι μόνος», αντιτείνεις. Και προσθέτεις χαμηλόφωνα «θέλω να είμαι μόνος». Για λίγο μόνος χωρίς συμβουλές, χωρίς συνταγές, χωρίς πυξίδες πλοήγησης. Για λίγο μόνος.

Δευτέρα 4 Μαΐου.

Η πόρτα ανοίγει. Βγαίνεις έξω. Τέλος η πρώτη φάση του εγκλεισμού. Η μάσκα κρύβει το πρόσωπό σου. Τα γάντια καλύπτουν τα δάχτυλά σου. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω. Κάποιοι είναι καχύποπτοι, προσέχουν μήπως και τους πλησιάσεις. Οι περισσότεροι είναι θαρρετοί. Άνετοι. Μαντεύεις το χαμόγελό τους πίσω από τις μάσκες. Μοιάζει να απολαμβάνουν αυτή την ξεχωριστή μέρα.

Ένας δυνατός ήλιος σε τυφλώνει. Συνεχίζεις όμως να περπατάς για ώρα πολύ. Πρώτη μέρα ελεύθερης διακίνησης. Ο ήλιος πέφτει. Επιστρέφοντας, συλλογίζεσαι τον Σεφέρη*

 

Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας πάμε στο σπίτι μας ν' ανάψουμε το φως * Γ. Σεφέρης, H τελευταία μέρα

Πηγή: www.lifo.gr