
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (ΝΟΤΗΣ) ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ: Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εδώ και δύο χρόνια ουσιαστικά η χώρα μας κάνει βήματα πίσω στον τομέα της πραγματικής οικονομίας. Η χώρα μετά την ανάπτυξη του 2014 επέστρεψε στην ύφεση, αυξάνοντας τα προβλήματα των δανειοληπτών.
Πριν από μία εβδομάδα η Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε ένα πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,9%. Επιτρέψτε μου να μη συμμερίζομαι τη χαρά της Κυβέρνησης, γιατί αυτά τα 7 δισεκατομμύρια πρωτογενούς πλεονάσματος μαζί με τα 4 δισεκατομμύρια καθυστερούμενων ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου είναι ουσιαστικά αφαίμαξη της πραγματικής οικονομίας, γεγονός που οδηγεί σε χαμένες επενδύσεις, σε χαμένες θέσεις εργασίας, σε απώλεια κατανάλωσης και σε ρευστοποίηση καταθέσεων.
Και αυτό συνδέεται με αυτό που συζητάμε σήμερα, γιατί ουσιαστικά αποτελεί λόγο για την εκτόξευση των «κόκκινων» δανείων. Είναι ένα πρόβλημα για το οποίο είπατε ότι θα νομοθετήσετε πριν από δυόμισι χρόνια και σήμερα ακόμα το νομοσχέδιο γράφεται στο γόνατο.
Εκλεχθήκατε με συνθήματα εναντίον της λιτότητας και τελικά φέρατε λιτότητα το 2016 οκτώ φορές περισσότερη από όση χρειαζόταν το Πρόγραμμα. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχουν φθάσει πλέον στα όριά τους και αυτό φαίνεται στα στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού.
Και βέβαια, τώρα στη διαπραγμάτευση πέφτουν μία, μία οι «κόκκινες» γραμμές, η «κόκκινη» γραμμή της μη μείωσης κύριων συντάξεων –πλέον είναι δεδομένο ότι θα καταργηθεί η προσωπική διαφορά-, η «κόκκινη» γραμμή της μη μείωσης του αφορολόγητου. Η μείωση του αφορολόγητου επέρχεται. Και η συνολική λύση που είχατε πει ως προαπαιτούμενο έχει φύγει από τον πολιτικό σας λόγο.
Και δεν μας λέτε, αφού υπάρχει πλεόνασμα το 2016, πώς μπορείτε αυτό να το αξιοποιήσετε για την πραγματική οικονομία. Θα μπορούσατε να μειώσετε, παραδείγματος χάριν, την προκαταβολή φόρου του 2017 των επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών, ένα μέτρο το οποίο θα είχε επίδραση στον προϋπολογισμό μόνο για το 2017 και θα έδινε άμεσα μία ένεση ρευστότητας, θα στήριζε την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και θα συνέβαλλε στην αποπληρωμή δανείων από τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο σημερινό δυσμενές κλίμα, υποτίθεται ότι το σημερινό νομοσχέδιο θα ήταν μία ανάσα. Λέω «υποτίθεται», γιατί φέρατε ένα νομοσχέδιο πολύ κατώτερο των προσδοκιών που εσείς συστηματικά καλλιεργήσατε.
Το σημερινό νομοσχέδιο δεν είναι απάντηση στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ μη εξυπηρετούμενων «ανοιγμάτων» των τραπεζών. Φέρατε μία διαδικασία που ούτε σύντομη είναι ούτε απλή ούτε τελικά εξωδικαστική. Συζητάτε σήμερα αλλαγές στο νομοσχέδιο, για τις οποίες μέχρι και εχθές δεν είχατε ενημερώσει τα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Και βέβαια το οξύμωρο είναι ότι το πρωί πολλές από αυτές τις αλλαγές τις προανήγγειλε η εισηγήτρια της Πλειοψηφίας και όχι ο αρμόδιος Υπουργός. Δυόμισι χρόνια μετά, για ένα τόσο μεγάλο και σημαντικό ζήτημα ακόμα γράφεται αυτό το νομοσχέδιο στο γόνατο.
Και βέβαια λείπει από το νομοσχέδιο η πρόβλεψη για τις ευθύνες των τραπεζικών στελεχών και των στελεχών διοίκησης από τις αναδιαρθρώσεις δανείων. Είπατε ότι η σχετική διάταξη θα έρθει σε επόμενο νομοθέτημα.
Φαίνεται, κύριε Υπουργέ, ότι δεν βιάζεστε να εφαρμοστεί ο δικός νόμος. Βέβαια οι κανόνες της καλής νομοθέτησης επιτάσσουν να είναι οι σχετικές διατάξεις συγκεντρωμένες σε ένα ενιαίο κείμενο.
Η καθυστέρηση στο να οριστούν τα όρια ευθύνης των τραπεζικών στελεχών, να οριστούν κανόνες γι’ αυτούς που διαχειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις δανείων έχει προκαλέσει εδώ και δύο χρόνια μεγάλη ζημιά στην αγορά. Όλες οι σχετικές διαδικασίες έχουν «παγώσει», δεν κινείται τίποτα στην τραπεζική αγορά και εσείς τον τελευταίο καιρό έχετε δημιουργήσει ένα κλίμα εκφοβισμού στελεχών, καλλιεργείτε μια ανασφάλεια στα τραπεζικά στελέχη, με αποτέλεσμα τελικά κανείς να μην αναλαμβάνει την ευθύνη της αναδιάρθρωσης των χρεών, με σοβαρές συνέπειες τόσο για τις τράπεζες, αλλά κυρίως για τις ίδιες τις εταιρείες, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν ήδη εξυγιανθεί και για τις οποίες ο παράγοντας «χρόνος» σε μια οικονομία που παραμένει στην ύφεση είναι ο πλέον σημαντικός.
Γενικά, όμως, ο παράγων «χρόνος» γι’ αυτήν την Κυβέρνηση φαίνεται δεν ήταν σημαντικός. Δεν δείχνετε να σας ενδιαφέρει να κινηθείτε γρήγορα για τα θέματα που απασχολούν την πραγματική οικονομία. Σιγά σιγά! Όλα με τον καιρό τους!
Το παράδοξο σε αυτό το θέμα είναι ότι από τη μία μιλάτε για διακανονισμούς δανείων και από την άλλη -το έχω αναδείξει και στις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής- εκφράζεται ένα κλίμα διωγμού αδιακρίτως κάθε τραπεζικού στελέχους που τόλμησε να αναδιαρθρώσει ένα δάνειο. Γι’ αυτό πιστεύω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι η σχετική διάταξη πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να έρθει το συντομότερο δυνατόν στη Βουλή.
Άμεσα επίσης πρέπει να έρθει και η τροποποίηση του άρθρου 12, που αφορά την επικύρωση από δικαστήριο του συμβιβασμού, ώστε να απλοποιηθεί η διαδικασία. Άκουσα ότι το εξετάζετε. Σήμερα, όμως, έχουμε φτάσει στην Ολομέλεια και πρέπει να δοθεί μία συγκεκριμένη λύση.
Συνειδητοποιείτε το παράδοξο του τρόπου που νομοθετείτε, όταν πριν ψηφιστεί ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο έχετε ήδη προαναγγείλει δύο σοβαρές τροποποιήσεις, που δεν τις έχετε όμως τελικά νομοθετήσει;
Το σημερινό νομοθέτημα κινδυνεύει να γίνει ένας νόμος που μέσα στους επόμενους έξι μήνες αναγκαστικά θα υποβληθεί σε αμέτρητες τροποποιήσεις, όπως έχετε ήδη κάνει στο ασφαλιστικό με τον νόμο Κατρούγκαλου. Σχεδόν σε κάθε νομοσχέδιο έρχεται και μία τροπολογία του Υπουργείου Εργασίας.
Ο άλλος κίνδυνος είναι να μετεξελιχθεί το νομοσχέδιο αυτό σε έναν νέο νόμο Κατσέλη και οι υποθέσεις θα εξετάζονται από τη δικαστική εξουσία μετά από δεκαπέντε χρόνια.
Αντιθέτως, η Νέα Δημοκρατία έχει καταθέσει μία ολοκληρωμένη πρόταση για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, με γρήγορες και καθαρές διαδικασίες. Πρόκειται για πραγματικά εξωδικαστικό μηχανισμό και με δικλίδες ασφαλείας κατά της δημιουργίας νέων στρατηγικών κακοπληρωτών.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η οικονομία χρειάζεται εργαλεία. Εργαλεία, όμως, απλά και εύκολα στην εφαρμογή τους, για να μπορεί να πάρει μπροστά. Τα πραγματικά αντίμετρα στη λαίλαπα των νέων μέτρων που σύντομα έρχονται είναι να δοθεί η ευκαιρία στην παραγωγική Ελλάδα, στις ελληνικές επιχειρήσεις να ανακάμψουν και να αρχίσουν να δραστηριοποιούνται και πάλι.
Δυστυχώς, φοβάμαι ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι άλλη μια χαμένη ευκαιρία στην προσπάθεια που έπρεπε να είχε γίνει για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.






































