

Σαν σήμερα το βράδυ (6 προς 7 Ιουνίου), πριν 203 χρόνια το 1822 ο γενναίος Ψαριανός πυρπολητής (και μετέπειτα πρωθυπουργός) Κωνσταντής Κανάρης, εκδικούμενος τους Τούρκους για τη Σφαγή της Χίου, ανατίναξε έξω από το λιμάνι της Χίου τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή.
Προσκυνώντας την εικόνα του Άγιου Νικόλα στην ομώνυμη Εκκλησία των Ψαρών, επικεφαλής ενός πυρπολικού, μαζί τον Ανδρέα Πιπίνο από την Ύδρα, διείσδυσαν στο λιμάνι όπου ναυλοχούσε ο οθωμανικός στόλος. Με αθόρυβους ελιγμούς μέσα στο σκοτάδι κατάφερε να κολλήσει το πυρπολικό στην πλευρά της τουρκικής ναυαρχίδας. Χωρίς δισταγμό, έδωσε το σύνθημα για την πυροδότηση, προκαλώντας μια εκκωφαντική έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη που συγκλόνισε το λιμάνι.
Η τουρκική ναυαρχίδα καταστράφηκε ολοσχερώς, συμπαρασύροντας στο θάνατο το ναύαρχο Καρά Αλή και πολλούς αξιωματικούς και ναύτες. Ο Κανάρης και οι άντρες του, έχοντας πετύχει τον στόχο τους, διέφυγαν με ασφάλεια με τα συνοδευτικά πλοία, αναπτερώνοντας το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων.
Η επιτυχία του τολμηρού εγχειρήματος ξεπέρασε τα όρια μιας στρατιωτικής νίκης. Η ανατίναξη της ναυαρχίδας έγινε σύμβολο αυτοθυσίας και αποφασιστικότητας. Η είδηση του κατορθώματος ενέπνευσε τους Έλληνες αγωνιστές και προκάλεσε θαυμασμό στην Ευρώπη, ενισχύοντας το φιλελληνικό κίνημα.
Ο Κωνσταντής Κανάρης, που ο ανδριάντας του κοσμεί τον κεντρικό Δημοτικό κήπο της πόλης της Χίου, αναδείχθηκε σε εθνικό ήρωα, ο οποίος με την πράξη του σημάδεψε την Ελληνική Επανάσταση.
Επί του θέματος παρενέβη ο σεβαστός μας Καθηγητής Κωνσταντίνος Φραγκομίχαλος με το παρακάτω σημείωμα:
ΚΑΙΡΙΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΥΡΠΟΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΝΑΥΑΡΧΙΔΑΣ
Κύριε Διευθυντά,
Σε άρθρο σας, με τίτλο «Η ναυαρχίδα και ο Καρά Αλής … στον αέρα», ορθώς επισημαίνετε ότι «η τουρκική ναυαρχίδα καταστράφηκε ολοσχερώς, συμπαρασύροντας στο θάνατο το ναύαρχο Καρά Αλή και πολλούς αξιωματικούς και ναύτες. Ο Κανάρης και οι άντρες του, έχοντας πετύχει τον στόχο τους, διέφυγαν με ασφάλεια με τα συνοδευτικά πλοία, αναπτερώνοντας το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων».
Στην ως άνω επισήμανσή σας, επιτρέψετέ μας να προσθέσουμε δύο καίριες πτυχές του εν λόγω κατορθώματος, οι οποίες όμως, ακόμα και από την ιστορική έρευνα, δεν τονίζονται επαρκώς ή και παραθεωρούνται.
Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι ο τουρκικός στόλος, με την τεράστια ζημιά που υπέστη, εμποδίστηκε να πλεύσει στην Πελοπόννησο και να εφοδιάσει με τροφές τον Δράμαλη, ο οποίος με την πανίσχυρή του στρατιά θα κατέπνιγε αφεύκτως την εκεί Επανάσταση, όπως και ο ίδιος σχεδίαζε και η Πύλη ανέμενε, κάτι που αποφεύχθηκε, διότι η στρατιά του αυτή εξοντώθηκε ολοσχερώς από τον λιμό.
Η δεύτερη αφορά το γεγονός ότι η πυρπόληση και η συνακόλουθη αυτής σωτηρία της Επανάστασης, είχε τίμημα την ολοκληρωτική καταστροφή και της υπόλοιπης Χίου (των Μαστιχοχωρίων) με εκατόμβες νεκρούς, πρόσφυγες και αιχμαλώτους. Δεν πρέπει, επομένως, επ’ ουδενί να λησμονείται ότι η εθνική μας παλιγγενεσία επιτεύχθηκε και με τη Χιακή σταυρική θυσία.
Κ.Ε. Φραγκομίχαλος
Η ποίηση για την πυρπόληση της Ναυαρχίδας
Κανάρης
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Tη νύχτα που παράδερνες μ’ ένα δαυλί ’ς το χέρι
K’ εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ’ έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Tη ματωμένη επλεύρονες, Kανάρη, ναυαρχίδα,
Aν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Mέσα ’ς τη μαύρη τη σπηληά του Kαραλή του σκύλου,
Kανένας μάντις σώλεγε ότι θα να ’λθη ώρα
Nα ιδής, Kανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρευ’ ετοιμοθάνατη, ― ότ’ ήθελες φωτίσει
M’ αυτό τ’ αστροπελέκι σου Aνατολή και Δύση,
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
Kαι χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλη,
Kανάρη, ’ς τ’ απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ’ η χάρη
Nα ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ’ ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν’ αναβράνε
Mέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια του κι’ αθάνατα θα να ’ναι,
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός ’ς τα λείψανά σου
Nα σε φιλήση εγκαρδιακά, Kανάρη, ο Bασιλειάς σου, ―
Aν ένας μάντις τα ’λεγε ποιός ήθε’ τον πιστέψει;…
Mόνος εσύ, πού γνώριζες ότ’ είχανε φυτέψει
Bαθειά, βαθειά ’ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Bοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
Tην πίστη την ακλόνητη ’ς του έθνους σου την τύχη…
Aυτή, Kανάρη, σώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
K’ έδωσε ’ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη…
Σήμερα ποιός την έχει;…
Aχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ’ είδ’ ακόμα
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον ’ς το φτωχικό σου στρώμα
Σαν κοιμισμένη θάλασσα ’ςε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ’ ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγγρίση φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…
Έγυρα τότ’ εφίλησα τ’ ανδρεία σου, Kανάρη,
Tα λιοκαμμένα δάχτυλα κ’ ένοιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ’ έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Mου τίμησες το μέτωπο μ’ ένα θερμό φιλί σου
Kαι μου ’πες, λειονταρόκαρδε, ―«Mην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».
Kι’ απέθανες! κ’ εσβύστηκες!… Tα ριζιμιά, οι βράχοι
Δε σκιάζονται γεράματα και ’ς του βουνού τη ράχη
Oλόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Kαι μάχεται με τα στοιχειά… Kαι συ και συ, Kανάρη,
Που ’λθες ’ς τη γη θεόχτιστος κι’ όπ’ όταν εθεωρούσε
Tο χιόνι ’ς το κεφάλι σου κανείς π’ ασπροβολούσε,
Eπίστευεν ότ’ έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Mε την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Eσύ σωριάζεσαι με μιας;… Mέσα ’ς τα χώματά σου
Θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;…
Kατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
Nα ’ν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, να ’ν’ η ζωή μας στείρα.
(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)