«Η εικονιζόμενη αρκούδα στο άρθεο μας έκανε τη... Βουγιουκλάκη» αναφέρει σε χρονογράφημα του ο Δημήτρης Τσεσμετζής σημειώνοντας:
«...Στο συνοικισμό Αγίου Ισιδώρου, Νοσοκομείου, περί τά τέλη της 10ετίας του 1950!
Της έδινε, ο αρκουδιάρης, μια τσατσάρα και ένα καθρέπτη και της έλεγε... "πώς χτενίζεται η Βουγιουκλάκη;" Και αυτή έκανε πως χτενιζοταν...
Βέβαια είχαμε και τότε μερικούς φιλόζωους, που φώναζαν του "αρκουδιάρη" να μην τυραννάει τα ζώα, για να τους απαντήσει ο "Κολαράς" ο Νικολής (Λασπάκης), ο μουστακαλής σκουπιδιάρης που αργότερα πήρε DKW- 5 ταχυτήτων (που ήταν ο πρώτος οικολόγος του Συνοικισμού)... "την αρκούδα την λυπάστε! Την γυναίκα του "αρκουδιάρη" που κάνει την πολυθρόνα στην αρκούδα, δεν την λυπάστε; "
(Ο σκουπιδιάρης Νικολής Λασπάκης (!) ήταν από τους πρώτους που έστειλε η Χούντα στα Γιούρα το 1967, αφήνοντας απροστάτευτες τις 6 κόρες του και τη γυναίκα του Χρυσώ, όταν είπε στη "καβαλίνα" -που τον είχε πρήξει με την κατήχηση υπέρ της χούντας- μέσα στο καφενείο της αγοράς, "γαμώ εσένα, τον Πατακό και όλη τη χούντα!" Όταν κάτι άλλοι δημοκράτες έλεγαν τη χούντα... Εθνοσωτήρια κυβέρνηση της 21ης Απριλίου!
Και χρειάστηκε να βάλει όλος ο συνοικισμός υπογραφές σε επιστολή προς τον Πατακό ότι "όλα ήταν συκοφαντίες και ότι θα πεθανουν 6 παιδιά από την πείνα..." για να τόν αφήσουν ελεύθερο δύο μήνες αργότερα!)...
Για όσους θέλουν περισσότερα για αρκούδες, άς διαβάσουν το κάτωθι ποίημα τού Σικελιανού. Ιερά Οδός! (Που μου θύμισε ο φίλος μου Χρίστος Φαράκλας!)
"Μα να·στην ησυχία αυτή απ' το γύρο τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι. Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν, και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
Και να·ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου και μ' είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω να τον κοιτάξω, τράβηξε απ' τον ώμο το ντέφι και, χτυπώντας το με το 'να χέρι, με τ' άλλον έσυρε με βία τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία, (ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη, με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να 'ταν ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας, αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη, με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη, για τον καημό της κόρης της λεγόνταν Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι, σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα του πόνου του το μάκρος και την πίκρα της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
Αλλ' ως από τον κάματον εκείνη οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ' ένα επιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο ακόμα απ' το χαλκά που λίγες μέρες φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο, να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της...".