Αιώνιο μνημόσυνο και τιμή στους προγόνους μας, της μεγάλης οικογένειας με το επώνυμο «Λίλικας», στις τρεις γενιές: Καριάμη ή Καρυάμη, Κουτσοβάσιλου και Πούπαλου που προήλθαν από αυτήν και αποτελούν την Αδελφότητα της Ποταμιάς, «Παναγιά Δέσποινα», του όρους Αμανή.
« Η παράδοση θέλει ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Πισπιλούντας προέρχονταν από την Ποταμιά. Το αυτό δε συνέβαινε και με τους «Αμαρκούσους». «Τα Μάρκου, χωρίδιον ανήκον το πλείστον εις Ποταμούσους και Μεσπιλουντιανούς». Σύμφωνα με τον Ι. Ν. Γιούργαλι, κάθε χειμώνα οι κάτοικοι του οικισμού Αμάρκου άφηναν τα σπίτια τους για να πάνε στις πατρογονικές τους εστίες. Οι μεν στην Ποταμιά, οι δε υπόλοιποι στην Πισποιλούντα. Σύμφωνα με τον αείμνηστο Δημήτριο Μαρκέλλου Πουλή, οι γενάρχες και πρώτοι κάτοικοι του οικισμού «Tα Μάρκου», ήταν οι οικογένειες Πυλενού και Χαμαριά, προερχομένων από την Ποταμιά. Πανελλήνια παράδοση θέλει όπου παλιά εκκλησιά της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από κάτω να υπάρχει χωροχρονική πύλη. Σύμφωνα με τα όσα γνώριζαν οι παλαιοί κάτοικοι του οικισμού, κάτω από την Παναγιά «Τα Μάρκου» η οποία είναι σε μικρή απόσταση από τον ομώνυμο πύργο, καταλήγει μεγάλη σπηλιά. Ο ναός της Κοίμησης σύμφωνα με όσα λέγουν, είχε τοιχογραφίες. Δυστυχώς λόγω ζημιών από τον χρόνο και τους σεισμούς, το 1905 τον κατεδάφισαν και έκτισαν τον υπάρχοντα έως σήμερα ναό. «Στα Μάρκου», «Η Πισπιλουντα της Χίου», Ι. Γιούργαλι. : «Η Ιστορία της Χίου» Γ. Ζολώτα Τόμος Α1.
Υπήρχε η αντίληψη ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος με πολλά κακά πνεύματα, φαντάσματα, ξωτικά και δαιμόνια, τα οποία έσπερναν αρρώστιες και θανατικό στους κατοίκους. Λόγω δε του ότι πεθαίνανε κυρίως τα νέα αντρόγυνα, το χωριό δεν μεγάλωσε ποτέ, καθ όλη την διάρκεια της υπάρξεώς του. Γι αυτό, τελικά ρήμαξε. Το 1928, ο οικισμός εγκαταλείφθηκε οριστικά. Για να εξευμενίσουν λοιπόν το κακό και τα στοιχειά, γκρέμισαν ένα μέρος από την βορεινή πλευρά του πύργου και με τις πέτρες του έκτισαν το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Οι ναοί της εν λόγω αγίας, συνήθως είναι σε μέρη δύσβατα ή απομονωμένοι και λόγω του ονόματος σχετίζουν την αγία με την σκοτεινή θεά Εκάβη, η οποία είχε κοινή λατρεία με τους πελασγικούς μεγάλους θεούς Κάβειρους. Στην περιοχή υπάρχει τοπωνύμιο Καβειρούση (στου Κα ειρούση). Πιθανά εδώ κάπου να υπήρχε Καβείριον, χώρος ιερός των προπατόρων μας, σε συνδυασμό με Ο πύργος «Τα Μάρκου» και το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής » .....
Την εποχή την οποία περιγράφουμε, όλο το νησί ήταν μοιρασμένο σε τιμάρια φεουδαρχών όπως των: Αγαλάστου, Αγγέλου, Βασιλείου, Βρανά, Βαγιάνου, Βεστάρχη, Βυρίνου, Γαλάτου, Γορδάτου, Ζυβού, Καναβούτση, Κουλαλά, Μάρκου, Μαύρου, Μαργουνά, Πατρικίου, Πέτρου, Ρακινού, Φαλερού, Φράγκου και τόσων άλλων. Και αφενός ήταν αυτοί που απομυζούσαν το αίμα των αδύναμων υποτακτικών τους, αφετέρου, αυτοί οι ίδιοι, αποτελούσαν πληγή και διαρκή απειλή, για το κύρος και την υπόσταση, ακόμα και αυτής της αυτοκρατορίας, η οποία κατάντησε υποχείριο συμφερόντων των φεουδαρχών. Εφοδιασμένοι με επικυρωμένα από Βασιλείς δικαιώματα και κατέχοντας αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, μέσα από οχυρούς πύργους και με τους ισχυρούς ιδιωτικούς στρατούς που είχαν υπό την εξουσία τους, έκαναν ότι ήθελαν. Καταδυνάστευαν, όχι μόνο τους χωρικούς της περιοχής που διαφέντευαν, αλλά έβαζαν χέρι ακόμα και σε ισχυρά βασιλικά ιδρύματα, όπως για παράδειγμα την Νέα Μονή, της οποίας άνευ ντροπής, σεβασμού ή θείου φόβου, καταπάτησαν και σφετερίστηκαν αρκετά από τα κτήματα, σε διάφορα σημεία της Χίου. Οι πύργοι τους, απόρθητα κάστρα, όπως των Αγγέλων, Βρανάδων, Βυρίνων, Καλογεράδων, Μαύρων κ. λ. π., πολλές φορές φρούρια ισχυρά, όπως αυτόν «Τα Μάρκου» και τον σε καλύτερη κατάσταση διατηρούμενο στα Δώτια. Κάποιοι, στην μέση των οικισμών, με τρεις ορόφους. Το συνολικό ύψος του κτίσματος έφθανε γύρω στα δεκαπέντε μέτρα. Είχαν επάλξεις και πολεμίστρες. Στο ισόγειο ήταν η αποθήκη των τροφίμων και των άλλων αναγκαίων εφοδίων. Γύρο από τον πύργο υπήρχε περιμετρικό τείχος με ένα πυργάκι σε κάθε γωνιά της οχύρωσης. «Άνδρες ικανοί τον αριθμόν ενέμοντο ως ιδιοκτήται μερίδας δημοσίων κτημάτων, εξ ων ηδύναντο να επαρκώσι εις την πρώτην αυτών αποσκευήν προς εκστρατείαν κατά ξηράν ή θάλασσαν, διότι άπαξ στρατεύσαντες εμισθοδοτούντο υπό του δημοσίου καθ όλην την διάρκειαν της ενεργητικής αυτών υπηρεσίας». 26 Φεουδάρχες και στρατιωτικοί οίκοι της Χίου είχαν λάβει σα δωρεά μεγάλη μερίδα γης σαν στρατιωτοτόπια, το υπόλοιπο τμήμα της αρόσιμης και καλλιεργήσιμης γης του νησιού μας, μοναστηριακές γαίες και μετόχια...
Ως γνωστόν στο φεουδαρχικό σύστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο κάθε πύργος, εκτίζετο από τον τοπικό άρχοντα, φεουδάρχη και τον συντηρούσε από τις εισφορές, αυτών των οποίων είχε υπό την προστασία του. «Το ανωτέρω αμυντικόν σύστημα προϋπέθετε τεραστίας δαπάνας, τόσον διά κατασκευάς, όσον και δια την συντήρησιν των οχυρωματικών έργων, δι ο και αναγιγνώσκομεν εις το χρυσόβουλλον του Κωνσταντίνου Μονομάχου του Ιανουαρίου 1044 περι της καστροκτισίας, η οποία εξηκολούθησε να επιβάλλεται εις τους κατοίκους της Χίου». Αυτές οι ειδικές εισφορές «καστροκτησίας» των χωρικών για να συντηρηθούν οι βίγλες και οι βιγλάτορες, υπήρχαν εν ισχύ έως το πρόσφατο παρελθόν. Αυτό πιστοποιείται από αχρονολόγητη επιστολή των Γερόντων των Κουρουνίων η οποία αναφέρει, «οι Γέροντες Κουρουνίων έδωκαν εις τον Βολισσιανόν που εγύριζε διά τες βίγλες παράδες 20». Επίσης στο Μερσινίδι (Ιερά Μονή Μυρσινιδίου), το ονομαζόμενο και σαν Μοναστηράκι υπάρχει γραπτή συμφωνία των Γερόντων της Βολισσού [μεταξύ των οποίον και ο Παπά Θωμάς Λίλικας] και των παροίκων «Τα Μάρκου», η οποία μας πληροφορεί ότι «αποφάσισαν να δίνουν τον καθέκαστον χρόνον με χέρι των ευρισκομένων γερόντων ασλάνια έξι, αεί και πάντοτε» Η Χίος είχε στα παράλιά της πάνω από πενήντα βίγλες. Στο νότιο τμήμα της σώζονται αρκετές σε καλή κατάσταση. Όπως αυτές του Τραχηλιού, Ελίντας, Αγ. Ελένης, Παχύ, Μεστά. Οι βίγλες στο βόρειο τμήμα είναι κατεστραμμένες Λίγα ερείπια βάσεων έχουν απομείνει από τις βίγλες της Αγ. Μαρκέλλας, Δαμαλά (στα Λιμιά), Πραστιών (Σιδηρούντας). Τις θέσεις των υπολοίπων τις γνωρίζουμε από χάρτες και γκραβούρες της εποχής, όπου είναι σημειωμένα τα μέρη στα οποία υπήρχαν τα κάστρα, οι πύργοι και οι βίγλες της Χίου. Τέτοιες αναφορές υπάρχουν στα χειρόγραφα «Isulario de Tuto El Mara meditereneo de Antonio Milo, Armiralgio di Candia A. D. 1591» και στο «Isulario de Antonio Milo con tutte quelle di mar Egieo overo Arcipelago Anon Domino M. D. LXXXVII». Αυτά έως το 1778, χρονολογία κατά την οποία έπαυσαν να λειτουργούν οι κάθε είδους βίγλες. «Ο Οικανομικός Βίος της Νήσου Χίου», Α. Δαμαλά, 1998, τ. Β σ «Χιακά Μελετήματα», Αντ. Π. Στεφάνου, Τόμος Β σελίδα 7 66
* * * *
Αποσπάσματα από το βιβλίο μου...: «ΔΕΣΠΟΙΝΑ – ΑΦΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΑ ΤΗΣ ΑΜΑΝΗΣ»