
Ώρες γλυκές και φωτεινές είναι που αυτή η λιτή, καλοφτιαγμενη πόρτα, μισή ουρανός, μισή θάλασσα, το ίδιο χρώμα, είναι μισάνοικτη.
Στην σωστή την ώρα την βρίσκεις ανοικτή, όταν ο πατέρας Βικέντιος, σιωπηλός, ατάραχος, σκουπίζει αφοσιωμένος ωσάν να προσεύχεται.
Θέλει ώρες που να ακούγονται μόνο τα βήματα των προσκυνητών.
Παναγία Μυρτιδιώτισσα αλλά και θαλασσινή αφού τα πλοία με Χιώτες ναυτικούς πάντα σφυρίζουν όταν πλέουν ελάχιστα μίλια από την Μονή. Την προσκυνάνε από την γέφυρα, την μηχανή.
Τις ημέρες...
Στην καλή ώρα ο πατέρας Βικέντιος σπάει την σιωπή του και αφηγείται ιστορίες για τα αγαπημένα του ηρωικά Ψαρά που τον γέννησαν και τα νοσταλγεί...
Άλλοτε, στην καλή την ώρα, μιλάει, και σε καθηλώνει όταν μιλάει χωρίς ερωτήσεις, για τις μερσινιες της Παναγίας που τον " μεθυσαν " και τον οδήγησαν στον ανηφορικό δρόμο του μοναχισμου. Εκεί.
Προσκύνημα στο Μερσινίδι στο φως της ημέρας... Φεύγοντας παίρνεις μαζί σου, ότι άκουσες στην σιωπή, ότι είδες στο φως των κεριών.
Στάσου και μέτρησε τα αναμένα κεριά σιμά στην εικόνα Της. Μόνο αυτά μετριούνται γιατί αμέτρητος ο ανθρώπινος πόνος.
Προσκύνημα στην Παναγία στο Μερσινίδι. Ημέρα πάνε οι πονεμένοι. Νύχτα οι απελπισμένοι...
Που είναι βέβαιοι ότι θα βρούνε τούτη την πόρτα κλειστή.
Ούτε κερί, ούτε παπάς. Σιγά σιγά κατηφορίζουν.
Παρκάρουν απέξω δίπλα στις καλαμιές και βγαίνουν από το αμάξι για να πάρουν μια ανάσα.
Πνίγονται. Δεν φτάνει το οξυγόνο. Τα δάκρυα έχουν στερέψει καιρό πολύ.
Γιατί εδώ; Μες στην νυχτιά;
Ταιριάζει μάλλον με την αξημέρωτη νυχτιά της ζωής τους.
Κάνουν να φύγουν. Τι νόημα έχει; Δεν έχουν πούθε να στραφούν... Που να απαγκιάσουν.
Να είναι άραγε αλήθεια ο στίχος του Ελύτη " απελπισία είναι η άπω ελπις;"
Δεν το ξέρουν πολλοί, αλλά τέτοιες ώρες έξω από κλειστές πόρτες μοναστηριών, εκπέμπουν SOS ανθρωποι που βυθίζονται στην στεριά.
Άνθρωποι σαν ακυβέρνητα πλοία, με χαλασμένη πυξίδα.
Μα η Παναγία η θαλασσινή ξαγρυπνά. Είναι πού έχει τον Υιό Της στην αγκαλιά...
Στην ποδιά Της, θλίψεις, αρρώστιες, ζωές μπερδεμένες σαν κουβάρια...
Ξαγρυπνά!
Κάθε βράδυ, όταν οι πονεμενοι κοιμούνται, προσμένει τους απελπισμένους.
Τέτοιες ώρες Την αναζητούν πιο πολύ από τις ώρες της ημέρας. Όταν νυχτώνει...
Τους προσμένει.
Κάθονται λίγο, σαν μια κουκίδα ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα και φεύγουν άπραγοι θαρρούν...
Ούτε κερί, ούτε παπάς.
Να ήταν ο θορυβώδης ανεμοστρόβιλος της Ψυχής τους; Ίσως...
Μπαίνουν ξανά στο αυτοκίνητο. Με βαριά καρδιά. Μάταιο. Το νυχτερινό Προσκύνημα δεν τους λάφρυνε. Ούτε ένα δάκρυ άφησαν έστω στο χαλί μπροστά στην εικόνα Της ούτε μια σταγόνα από το πέλαγο της θλίψης τους.
Είναι που φυσούσε δυνατά μέσα τους και δεν Την άκουσαν που τους ψιθύρισε τρυφερά, μητρικά.
" Πήγαινε ξεκουράσου. Σε άκουσα. Όλα στην ώρα τους"
Έτσι και έγινε...
Σε ένα νυχτερινό προσκύνημα. Από καιρό εις καιρόν στο αέρα μια αδιόρατη ευωδιά μυρσινιάς θυμίζει...







































