
Εκείνο το απόγευμα, που η μαμά είπε πως πρέπει να ξεστολίσουν πια το σπίτι από τα Χριστουγεννιάτικα, ο Νικολάκης στενοχωρήθηκε πολύ. Γιατί, κάθε χρόνο, έπρεπε η γιορτινή ατμόσφαιρα να χάνεται και να κλείνεται, μέσα στα κιβώτια, στο πατάρι;
Η μαμά του, με πολλή υπομονή, του εξήγησε πως έτσι μόνο θα είχαν νόημα τα Χριστούγεννα.
«Η προσμονή είναι το πιο σημαντικό, αγάπη μου!» του είπε.
Απρόθυμα βοήθησε το αγοράκι να μαζευτεί το δέντρο, να μπουν όλα τα στολίδια, οι χρυσαφιές γιρλάντες κι η φάτνη μέσα στα κιβώτια, να τυλιχτούν τα χρωματιστά φωτάκια σε κουβάρια, κι όλα τα διακοσμητικά που ομόρφαιναν το κάθε δωμάτιο. Τι άδειο που φαινόταν τώρα το σπίτι! Τι μονότονο…
Όταν έπεσε στο κρεβάτι του, ένοιωθε την καρδούλα του βαριά. Ο μπαμπάς ήρθε κοντά του, όπως κάθε βράδυ, να του διαβάσει ένα παραμύθι μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
«Θέλω ένα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι απόψε, μπαμπά!» είπε ο Νικολάκης. «Έτσι, για ν’ αποχαιρετήσω τις διακοπές…» κι ο μπαμπάς δεν του χάλασε το χατίρι. Του διάβασε εκείνο που περιέγραφε το ξεκίνημα του Άγιου Βασίλη για το ταξίδι της διανομής των δώρων σε όλα τα καλά παιδάκια του κόσμου. Ήταν το αγαπημένο του.
Και να, που βρέθηκε το αγοράκι, μες το όνειρό του, στο σπίτι του Άγιου Βασίλη! Να τος κι ο Άγιος, καθισμένος στην βαθειά πολυθρόνα του, δίπλα στο τζάκι όπου τα κούτσουρα τριζοβολούσαν και χάριζαν τη ζεστασιά τους σε όλο το δωμάτιο. Είχε πιεί το τσάι του, φορούσε τις ριγωτές πιτζάμες του, κι ένας ύπνος βάραινε στα βλέφαρά του.
Ευκαιρία βρήκε το παιδί, να ρίξει μια ματιά στη μισάνοιχτη πόρτα του εργαστηρίου. Τα ξωτικά δούλευαν γρήγορα και με τάξη, ετοιμάζοντας τα πακέτα με τα δώρα: πολύχρωμα χαρτιά περιτυλίγματος και σακούλες, γυαλιστερές κορδέλες και φιόγκοι, οι ετικέτες με τα ονόματα γραμμένα με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα. Άραγε, ποιο ήταν το δικό του πακέτο; Γιατί, ήταν σίγουρο το παιδάκι πως και το δικό του όνομα ήταν στη λίστα του Άγιου Βασίλη. Δεν είχε κάτι καμιά σοβαρή αταξία στη χρονιά που πέρασε.
Γύρισε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο Άγιος. Κάθισε σε ένα χαμηλό σκαμνάκι και τον κοιτούσε, χωρίς να μπορεί να καταλάβει, μέσα σε τούτο το όνειρο, το πώς βρέθηκε να είναι εκεί. Κατά κάποιο τρόπο ένοιωθε πως ήταν αόρατος, πως κανείς δεν μπορούσε να τον δει που βρισκόταν στο σπίτι του Άγιου Βασίλη. Στα όνειρα, άλλωστε, όλα γίνονται. Τότε, μπήκε στο δωμάτιο η γυναίκα του Άγιου Βασίλη. Τον είδε να κοιμάται και κούνησε το κεφάλι της. Πήγε κοντά του και τον έσπρωξε σιγανά.
«Ξύπνα!» του είπε. «Είναι ώρα να ξεκινήσεις. Τα ελάφια είναι έτοιμα από ώρα. Θα αργήσεις! Ντύσου!»
Ο Άγιος Βασίλης, με ροδαλά μάγουλα από τον ύπνο και τη ζεστασιά του τζακιού, σηκώθηκε, τεντώθηκε και μπήκε στο υπνοδωμάτιο για να ντυθεί με την κατακόκκινη φορεσιά του, τις γυαλιστερές μαύρες μπότες του, τη μαύρη φαρδιά ζώνη του και το ζεστό του κόκκινο σκουφί με την άσπρη φούντα στην άκρη. Αλλά…
«Πού είναι ο σκούφος μου;» ρώτησε τη γυναίκα του, βγάζοντας το κεφάλι του από την πόρτα.
«Ο σκούφος σου; Δεν είναι εκεί, με τη στολή σου ολόκληρη;» είπε εκείνη.
«Όχι, δεν είναι πουθενά. Κοίταξα και κάτω από το κρεβάτι, μέσα στο μπαούλο, ακόμα και μέσα στα συρτάρια, αλλά δεν είναι πουθενά!»
Περίεργο! Κάθε χρονιά, όταν ο Άγιος τελείωνε τη βόλτα του στον κόσμο, η γυναίκα του καθάριζε καλά τη στολή του και την ταχτοποιούσε μέσα στο μπαούλο που ήταν στα πόδια του κρεβατιού τους. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο να δει κι εκείνη, αλλά…
Ο σκούφος ήταν άφαντος!
«Τι θα κάνω τώρα; Δεν γίνεται να πετάξω στον ουρανό χωρίς το σκούφο μου. Θα πουντιάσω!» είπε θυμωμένα ο Άγιος Βασίλης.
Έξω, ο Ρούντολφ με τα υπόλοιπα ελάφια είχαν αρχίσει να ανυπομονούν, και χτυπούσαν τις οπλές τους στο χώμα. Δεν θα προλάβαιναν! Κάποια παιδιά θα έμεναν χωρίς τα δώρα τους. Μα, γιατί αργούσε τόσο ο Άγιος;
Ο Νικολάκης παρακολουθούσε, μέσα στο όνειρό του, την αγωνία ολονών. Σκέφτηκε να βγει και να καθησυχάσει τα ελάφια-αν και δεν ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσαν να τον δουν. Έξω όλα ήταν κάτασπρα. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα με το κατάλευκο στρώμα του. Το έλκηθρο έλαμπε και τα ελάφια, ήδη στη θέση τους, ρουθούνιζαν ανυπόμονα. Τότε το παιδάκι είδε κάτι κόκκινο μέσα στο κοτέτσι που ήταν δίπλα στο σπίτι. Πλησίασε και…να ο σκούφος του Άγιου Βασίλη! Μια παρδαλή κότα τον είχε πάρει και τον είχε κάνει φωλιά για να κλωσήσει τα αυγουλάκια της! Ήταν τόσο ζεστός και μαλακός…
Βρέθηκε σε δίλημμα το αγοράκι. Τι να κάνει; Να σηκώσει την κότα από τα αυγά της; Μα τότε, ποτέ δεν θα έβγαιναν από αυτά τα κοτοπουλάκια της, θα πάγωναν μονομιάς! Μα κι ο Άγιος δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα τόσο μακρινό ταξίδι χωρίς το σκούφο του!
Εκείνη τη στιγμή, βγήκε στην αυλή ο Άγιος, αποφασισμένος να φύγει χωρίς το κατακόκκινο σκουφί του. Ένα μάλλινο κασκόλ ίσως τον έσωζε από το κρύο. Τότε ήταν που η στενοχωρημένη ματιά του έπεσε στο κοτέτσι κι είδε το σκούφο του!
«Πονηρή Παρδάλλω! Εσύ μου πήρες το σκουφί μου; Σου αξίζει μια τιμωρία, νομίζω!» είπε θυμωμένος.
Αλλά, ένας Άγιος δεν μπορεί να θυμώσει με κανέναν στα σοβαρά. Έτσι κι ο Άγιος Βασίλης, σύντομα χαμογέλασε και, αφού σήκωσε απαλά την κότα και τα αυγά της, έστρωσε στη φωλιά το μάλλινο κασκόλ του. Κότα και αυγά ήταν τώρα ακόμα πιο ζεστά από πριν.
«Εντάξει! Θέλω, ωστόσο, να το θυμάσαι αυτό που έκανες χωρίς να με ρωτήσεις» της είπε. Κι αμέσως, τα αυγουλάκια έγιναν κατακόκκινα!
Ξύπνησε απότομα ο Νικολάκης. Ήταν ιδρωμένος και λαχανιασμένος. Άραγε, σκέφτηκε, έτσι ξεκίνησαν τα κόκκινα αυγά του Πάσχα; Ποτέ δεν θα μάθουμε…