
81. Λέων καὶ ἀλώπηξ καὶ ἔλαφος
Λέων νοσήσας ἔκειτο ἐν φάραγγι· τῇ προσφιλεῖ δὲ ἀλώπεκι, ᾗ προσωμίλει, εἶπεν· «εἰ θέλεις ὑγιᾶναί με καὶ ζῆν, τὴν ἔλαφον τὴν μεγίστην, τὴν εἰς τὸν δρυμὸν οἰκοῦσαν τοῖς γλυκέσι σου λόγοις ἐξαπατήσασα ἄγε εἰς ἐμὰς χεῖρας· ἐπιθυμῶ γὰρ αὐτῆς ἐγκάτων καὶ καρδίας». Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἀπελθοῦσα εὗρε τὴν ἔλαφον σκιρτῶσαν ἐν ταῖς ὕλαις· προσπαίσασα δὲ αὐτῇ καὶ χαίρειν εἰποῦσα ἔφη· «Ἀγαθά σοι ἦλθον μηνῦσαι· οἶδας ὡς ὁ βασιλεὺς ἡμῶν λέων γείτων ἐστί μοι· νοσεῖ δὲ καὶ ἔστιν ἐγγὺς τοῦ θνῄσκειν. Ἐβουλεύετο οὖν ποῖον τῶν θηρίων μετ’ αὐτὸν βασιλεύσει. Ἔφη δὲ ὅτι σῦς μέν ἐστιν ἀγνώμων, ἄρκτος δὲ νωθρός, πάρδαλις δὲ θυμώδης, τίγρις ἀλαζών· ἡ ἔλαφος ἀξιωτάτη ἐστὶν εἰς βασιλείαν, ὅτι ὑψηλή ἐστι τὸ εἶδος, πολλὰ δὲ ἔτη ζῇ, τὸ κέρας αὐτῆς ὄφεσι φοβερόν. Καὶ τί σοι τὰ πολλὰ λέγω; ἐκυρώθης βασιλεύειν.
Τί μοι ἔσται πρώτῃ σοι εἰπούσῃ; Ἀλλ’ εὖξαί μοι σπευδούσῃ, μὴ πάλιν με ζητήσῃ· χρῄζει γάρ με σύμβουλον ἐν πᾶσιν. Εἰ δὲ ἐμοῦ τῆς γραὸς ἀκούσῃς, συμβουλεύω καὶ σὲ ἐλθεῖν καὶ προσμένειν τελευτῶντι αὐτῷ». Οὕτως εἶπεν ἡ ἀλώπηξ. Τῆς δὲ ὁ νοῦς ἐτυφώθη τοῖς λόγοις, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σπήλαιον μὴ γινώσκουσα τὸ μέλλον. Ὁ λέων δὲ ἐφορμήσας αὐτῇ ἐν σπουδῇ τὰ ὦτα μόνον τοῖς ὄνυξιν ἐσπάραξεν. Ἡ δὲ ταχέως ἔσπευδεν ἐν ταῖς ὕλαις. Καὶ ἡ μὲν ἀλώπηξ τὰς χεῖρας ἐκρότησεν, ὅτι εἰς μάτην ἐκοπίασεν. Ὁ δὲ λέων μέγα βρυχώμενος ἐστέναξεν· λιμὸς γὰρ αὐτὸν εἶχε καὶ λύπη· καὶ ἱκέτευε τὴν ἀλώπεκα ἐκ δευτέρου τι ποιῆσαι καὶ δόλῳ πάλιν ταύτην ἀγαγεῖν. Ἡ δὲ εἶπεν· «Χαλεπὸν καὶ δύσκολον ἐπιτάττεις ἐμοὶ πρᾶγμα, ἀλλ’ ὅμως ὑπουργήσω σοι». Καὶ δὴ ὡς ἰχνευτὴς κύων ἐπηκολούθει, πλέκουσα πανουργίας· ποιμένας δὲ ἐπηρώτα εἰ εἶδον ἔλαφον ᾑμαγμένην. Οἱ δὲ ἔδειξαν ἐν τῇ ὕλῃ. Εὗρε δὲ αὐτὴν καταψυχομένην, καὶ ἔστη ἀναιδῶς. Ἡ δὲ ἔλαφος χολωθεῖσα καὶ φρίξασα τὴν χαίτην εἶπεν·
«Ὦ κάθαρμα, ἀλλὰ οὐκέτι χειρώσῃ με· εἰ δὲ καὶ πλησιάσεις μοι, οὐ ζήσεις ἔτι. Ἄλλους ἀλωπέκιζε τοὺς ἀπείρους, ἄλλους ποίει βασιλεῖς καὶ ἐρέθιζε». Ἡ δὲ εἶπεν· «Οὕτως ἄνανδρος εἶ καὶ δειλή; Οὕτως ἡμᾶς τοὺς φίλους ὑποπτεύεις; Ὁ μὲν λέων τοῦ ὠτὸς κρατήσας ἤμελλε συμβουλεύειν καὶ ἐντολάς σοι δοῦναι περὶ τῆς τηλικαύτης βασιλείας ὡς ἀποθνῄσκων· σὺ δὲ οὐδὲ κνίσμα χειρὸς ἀρρώστου ὑπέστης. Καὶ νῦν ὑπὲρ σὲ πλεῖον ἐκεῖνος θυμοῦται, καὶ βασιλέα τὸν λύκον θέλει ποιῆσαι· οἴμοι, πονηρὸν δεσπότην. Ἀλλ’ ἐλθὲ καὶ μηδὲν πτοηθῇς καὶ γενοῦ ὡς πρόβατον. Ὄμνυμι γάρ σοι εἰς τὰ φύλλα πάντα καὶ πηγὰς μηδὲν κακὸν παθεῖν παρὰ τοῦ λέοντος· ἐγὼ δὲ μόνῃ σοι δουλεύσω». Οὕτως ἀπατήσασα τὴν δειλαίαν ἔπεισε δεύτερον ἐλθεῖν. Ἐπεὶ δὲ εἰς τὸ σπήλαιον εἰσῆλθεν, ὁ μὲν λέων δεῖπνον εἶχε, πάντα τὰ ὀστᾶ καὶ μυελοὺς καὶ ἔγκατα αὐτῆς καταπίνων. Ἡ δὲ ἀλώπηξ εἱστήκει ὁρῶσα· καρδίαν δὲ ἐκπεσοῦσαν ἁρπάζει λαθραίως, τοῦ κόπου κέρδος ταύτην φαγοῦσα. Ὁ δὲ λέων ἅπαντα ἐρευνήσας μόνην καρδίαν ἐπεζήτει. Ἀλώπηξ δὲ μηκόθεν σταθεῖσα ἔφη· «Αὕτη ἀληθῶς καρδίαν οὐκ εἶχεν· μὴ ἔτι ζήτει· ποίαν γὰρ καρδίαν αὕτη εἶχεν, ἥτις δὶς εἰς οἶκον καὶ χεῖρας λέοντος εἰσῆλθεν».
Ὅτι ὁ τῆς φιλοδοξίας ἔρως τὸν ἀνθρώπινον νοῦν ἐπιθολοῖ καὶ τὰς τῶν κινδύνων συμφορὰς οὐ κατανοεῖ.
[Ένα λιοντάρι αρρώστησε. Ήταν κατάκοιτο μέσα σ’ ένα φαράγγι. Είχε «κολλητή» φίλη μια αλεπού κι έκαναν μαζί στενή παρέα. Λέει λοιπόν στη φίλη του την αλεπού: «αν θέλεις πραγματικά να με δεις να ξαναστέκομαι στα πόδια μου και να ξανάβρω την υγειά μου, θέλω μια χάρη από σένα: θέλω να πας βαθιά στο δάσος και να εντοπίσεις το πιο μεγαλόσωμο ελάφι που ζει εκεί πέρα. Και θέλω, με τα γλυκά σου λόγια και τις κατεργαριές σου, να το κοροϊδέψεις και να μου το φέρεις εδώ! Θέλω να φάγω τού ελαφιού τα σπλάχνα και την καρδιά!».
Η αλεπού δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει. Βρίσκει το ελάφι να χοροπηδά μέσα στα δάση. «Κουτούλησε» πάνω του, δήθεν τυχαία, όπως όταν στο δρόμο συναντούμε κάποιον γνωστό μας, και του είπε: «έχω πολύ καλά νέα για σένα, και ήρθα να σου τα πω. Ξέρεις, ο βασιλιάς μας, το λιοντάρι, ο γείτονάς μου, είναι βαριά άρρωστος, και κοντεύει να «ταξιδέψει». Λογάριαζε ποιο από τα ζώα να ανακηρύξει διάδοχό του να βασιλέψει ύστερα από τον ίδιο. Σκέφτηκε λοιπόν το λιοντάρι πως κανένα ζώο δεν κάνει για διάδοχός του: ο χοίρος είναι «χοίρος», δηλαδή δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που του γίνεται, πλάσμα αχάριστο. Η αρκούδα πάλι είναι μια χοντροκώλα, βραδυκίνητη και τεμπέλα. Η λεοπάρδαλη είναι οξύθυμη και επιθετική. Η τίγρη έχει εγωισμό και «μύτη». Άρα κανένα από τα παραπάνω ζώα δεν κάνει για βασιλιάς. Εσύ μονάχα είσαι το ιδανικό άτομο για βασιλιάς. Γιατί είσαι ψηλό και με επιβλητικό παράστημα, ζεις πολλά χρόνια και τα κέρατά σου είναι ο φόβος και τρόμος τών φιδιών. Αλλά γιατί να πολυλογώ; Εσένα, τέλος πάντων, ο λέοντας επέλεξε για διάδοχό του στη βασιλεία. Η θέση έχει κατοχυρωθεί σε σένα. Τελεία! Τι δώρο θα μού κάμεις που πρώτη εγώ σού έφερα τα καλά μαντάτα; Αλλά τώρα ευχήσου μου να γυρίσω γρήγορα κοντά του, μη με ξαναζητήσει. Γιατί, βλέπεις, μ’ έχει για σύμβουλό του στο καθετί. Λοιπόν, αν θέλεις και τη γνώμη εμένα, της γριάς, σε συμβουλεύω νά ’ρθεις κι εσύ μαζί μου, νά ’σαι δίπλα στο λιοντάρι τώρα στα τελευταία του, αφού πρόκειται κιόλας να σου παραδώσει τη βασιλεία».
Έτσι λοιπόν η αλεπού, με τις γαλιφιές και μαλαγανιές της, ξεγέλασε το ελάφι. Και το ελάφι πήγε στη σπηλιά τού λιονταριού χωρίς να υποψιάζεται τι θα επακολουθούσε. Το λιοντάρι ορμά πάνω στο ελάφι να το κατασπαράξει. Αλλά μονάχα τ’ αυτιά μπόρεσε να του γδάρει με τα νύχια του, γιατί το ελάφι, με μεγάλη ταχύτητα, τό ’σκασε προς τα δάση. Τότε η αλεπού, χτυπώντας τη μια παλάμη της με την άλλη, είπε: «κρίμα στους κόπους μου!!». Το λιοντάρι, εκείνη την ώρα, μούγκρισε δυνατά από τα νεύρα του κι από την πείνα του. Και παρακαλούσε την αλεπού να κάνει μια δεύτερη προσπάθεια και να ξαναφέρει πίσω το ελάφι, με κάποιο άλλο τέχνασμα. – «Μου ζητάς πράμα δύσκολο κι ακατόρθωτο. Παρόλ’ αυτά θα κάμω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου, προκειμένου να σ’ εξυπηρετήσω» είπε η αλεπού.
Τώρα η αλεπού αναζητούσε σχολαστικά τα ίχνη τού ελαφιού μέσα στο δάσος, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος μυρίζει τις πατημασιές. Και στο νου της έκανε σχέδια πώς θα καταφέρει πάλι να το ξεγελάσει. Μέσα στο δάσος συναντά κάτι βοσκούς και τους ρωτά: «μπας και είδατε πουθενά κάποιο ελάφι τραυματισμένο με γρατσουνιές στ’ αυτιά;». – «Ναι, είδαμε ένα» απάντησαν οι τσοπάνηδες «είναι στο τάδε σημείο!».
Πήγε η αλεπού, βρήκε το ελάφι να δροσίζεται δίπλα σε μια πηγή, και στάθηκε μπροστά του εντελώς ξετσίπωτα και ξεδιάντροπα. Το ελάφι σαν την είδε έγινε πυρ και μανία, σηκώθηκαν οι τρίχες τής χαίτης του, κι είπε: «κάθαρμα! Δεν πρόκειται να με ξαναβάλεις στο χέρι! Και μη με πλησιάζεις! Γιατί θα πεθάνεις επιτόπου! Ψάξε νά ’βρεις άλλους, αφελείς κι απονήρευτους, να κοροϊδέψεις με τις αλεπουδιές σου! Άλλους βρες να ξεσηκώσεις και να στέψεις βασιλιάδες!».
Η αλεπού όμως, εντελώς ατάραχη, είπε: «Α, δεν τό ’ξερα πως είσαι τόσο φοβητσιάρικο ζώο! Ακόμα κι εμάς, τους φίλους σου, υποψιάζεσαι; Μάλλον θα παρεξήγησες τη χειρονομία τού λιονταριού: το καημένο το λιοντάρι ήθελε μονάχα να σε πιάσει από τ’ αυτί για να σου ψιθυρίσει τα πιο εμπιστευτικά μυστικά που πρέπει να ξέρεις ως μελλοντικός διάδοχος, τώρα που αυτός πεθαίνει. Και συ δεν ανέχτηκες ούτε μια γρατσουνιά, που την έκαμε κατά λάθος με το τρεμάμενο κι αδύναμο χέρι του. Τώρα βέβαια, αν εσύ είσαι θυμωμένο, ξέρε πως κι ο λέων είναι θυμωμένος μαζί σου, και μάλιστα σκέφτεται να ορίσει διάδοχό του στη βασιλεία το λύκο. Κι αλίμονό μας αν έχομε εμείς τα ζώα μελλοντικό βασιλιά τον κακό λύκο! Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, λογικέψου! Έλα ξανά στη φωλιά τού λιονταριού και μη φοβηθείς τίποτα! Φέρσου ταπεινά σαν πρόβατο για να σε συχωρέσει! Κι εγώ ορκίζομαι σ’ όλα τα φύλλα τού δάσους και σ’ όλες τις πηγές με τρεχούμενα νερά πως κανένα κακό δεν έχεις να φοβάσαι απ’ το λιοντάρι. Σου δίνω το λόγο μου ότι, ακόμα κι αν απειληθεί η ζωή σου από τον λέοντα, εγώ θα είμαι δίπλα σου και θα σε σώσω!».
Έτσι λοιπόν η αλεπού, με το «πες πες» και με το «ψηστήρι» που έκαμε στο ελάφι, κατάφερε να το φέρει για δεύτερη φορά στο «στόμα» τού λιονταριού. Και μόλις μπαίνει το ελάφι στη σπηλιά, το λιοντάρι το κάνει μια χαψιά: δεν άφησε ούτε τα κόκκαλά του ούτε τα μεδούλια του ούτε τα σπλάχνα του. Η αλεπού καθόταν σε μια άκρια και κοιτούσε το λιοντάρι. Κάποια στιγμή, ενώ το λιοντάρι κατασπάραζε το σώμα τού ελαφιού, η καρδιά τού ελαφιού πέφτει κάτω στο έδαφος. Η αλεπού τρέχει γρήγορα γρήγορα, την αρπάζει στα κρυφά και την τρώει σαν ανταμοιβή της, για τον τόσο κόπο της να «καταφέρει» το ελάφι.
Το λιοντάρι μάταια έψαχνε μέσα στα εντόσθια να εντοπίσει την καρδιά για να τη φάει. Η αλεπού στάθηκε λίγο παράμερα και του λέει: «Καρδιά; Ποια καρδιά γυρεύεις; Αποκλείεται αυτό το ελάφι να είχε καρδιά! Αν είχε καρδιά, θα αισθανόταν φόβο. Κι αν ένοιωθε φόβο, δεν θα ερχόταν – και μάλιστα δυο φορές – στο στόμα τού λιονταριού!».
Δίδαγμα: κάποιοι άνθρωποι έχουν τέτοια λύσσα για εξουσία και αξιώματα που θολώνει η κρίση τους και δεν αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που τους απειλούν].
82. Ὄρνις καὶ χελιδών
Ὄρνις ὄφεως ὠὰ εὑροῦσα, ταῦτα ἐπιμελῶς ἐθέρμαινε καὶ μετὰ τὸ θερμᾶναι ἐξεκόλαψε. Χελιδὼν δὲ θεασαμένη αὐτὴν ἔφη· «Ὦ ματαία, τί ταῦτα ἀνατρέφεις ἅπερ, ἂν αὐξηθῇ, ἀπὸ σοῦ πρώτης τοῦ ἀδικεῖν ἄρξεται;»
Οὕτως ἀτιθάσσευτός ἐστιν ἡ πονηρία, κἂν τὰ μάλιστα εὐεργετῆται.
[Ένα πουλί βρήκε τ’ αυγά ενός φιδιού. Έκατσε και τα κλώσσησε. Μετά την εκκόλαψη, βγήκανε φιδάκια. Ένα χελιδόνι, που είδε όλη αυτή την εικόνα, είπε στο πουλί: «Βλαμμένο και ηλίθιο είσαι; Για ποιο λόγο μεγαλώνεις αυτά τα φιδάκια; Δεν καταλαβαίνεις πως, με το που μεγαλώσουν λίγο και βγάλουν δόντια, εσένα πρώτα θα κατασπαράξουν;».
Δίδαγμα: στον αχάριστο και σκάρτο άνθρωπο, και την ψυχή σου την ίδια να δώσεις, την παλιανθρωπιά και την αφιλοτιμία δεν πρόκειται να ξεριζώσεις απ’ την ψυχή του.
Παροιμίες: «Πλύνεις με, χτενίζεις με, ξέρω ποια είν’ η μάννα μου!», «Ορφανόν ανατρέφεις, το πειρασμό σου γυρεύγεις», «Ορφανό μην ανεθρέψεις, τση γυναίκας σου να μη πιστέψεις, και μεγάλο(ν) άθρωπο να μη κάνεις φίλο». «Έχει την αγάπη τού γάτη» (= όπως η γάτα, παρά την αγάπη και τις θωπείες που δέχεται από τα αφεντικά της, δεν διστάζει κάποια στιγμή να τα «ανταμείψει» δια των ονύχων της, έτσι και πολλά παιδιά, παρότι δέχονται πλησμονή αγάπης από τους γονείς τους, κάποτε τους «ανταμείβουν» με το «νόμισμα» τής αχαριστίας). «Ουδείς αγνωμονέστερος τού ευεργετηθέντος». «ἀλλ’ ὅνπερ εὐεργέτησας πολλὰς εὐεργεσίας,/μυρίοις ἄρτοις ἔθρεψας κατ’ ἐντολὴν κυρίου,/ἐκεῖνος ἐμεγάλυνεν ἀρτίως πτερνισμόν σου,/ἐκεῖνος ἐψιθύρισε κρυφιωδῶς ὡς ὄφις,/καὶ τὸν ἰὸν ἐξέχεε κατὰ τοῦ εὐεργέτου,/κ’ ἐσὲ κακῶς διέθηκεν, ἐξ ὕψους ἔρριψέ σε,/καὶ συγγενῶν ἐστέρησεν, ἐξένωσε φιλτάτων,/ἐν σκοτεινοῖς ἐκάθισε γυμνόν, ἠπορημένον (Μιχαήλ Γλυκάς, στ. 384-391)].
83. Ὄρνις χρυσοτόκος
Ὄρνιν τις εἶχε καλὴν χρυσᾶ ὠὰ τίκτουσαν· νομίσας δὲ ἔνδον αὐτῆς ὄγκον χρυσίου εἶναι καὶ θύσας εὗρεν οὖσαν ὁμοίαν τῶν λοιπῶν ὀρνίθων. Ὁ δὲ ἀθρόον πλοῦτον ἐλπίσας εὑρεῖν καὶ τοῦ μικροῦ κέρδους ἐστερήθη.
Ὅτι τοῖς παροῦσιν ἀρκείσθω τις καὶ τὴν ἀπληστίαν φευγέτω.
[Ένας άνθρωπος είχε μια όρνιθα η οποία γεννούσε χρυσά αυγά. Ο ιδιοκτήτης τής κότας πίστεψε πως μέσα της η κότα θα είχε κάποιον μεγάλο θησαυρό. Έτσι λοιπόν την έσφαξε. Αλλά διαπίστωσε πως ήταν μια συνηθισμένη κότα σαν όλες τις άλλες. Ήλπιζε πως θα «πιάσει την καλή», όμως έχασε και το ένα χρυσό αυγό που η κότα τού γεννούσε κάθε μέρα.
Ας αρκούμαστε σε ό,τι έχουμε κι ας αποφεύγουμε την απληστία.
Παροιμία: «Πολλούς η πλεονεξία εις όλεθρον ήγαγε»].
84. Οὐρὰ καὶ μέλη ὄφεως
Οὐρά ποτε ὄφεως ἠξίου πρώτη προάγειν καὶ βαδίζειν. Τὰ δὲ λοιπὰ μέλη ἔλεγον· «Πῶς χωρὶς ὀμμάτων καὶ ῥινὸς ἡμᾶς ἄξεις, ὡς καὶ τὰ λοιπὰ ζῷα;». Ταύτην δὲ οὐκ ἔπειθον, ἕως τὸ φρονοῦν ἐνικήθη. Ἡ οὐρὰ δὲ ἦρχε καὶ ἦγε, σύρουσα τυφλὴ πᾶν τὸ σῶμα, ἕως, εἰς βάραθρον πετρῶν ἐνεχθεῖσης, <ὁ ὄφις> τὴν ῥάχιν καὶ πᾶν τὸ σῶμα ἐπλήγη. Σαίνουσα δὲ ἱκέτευε τὴν κεφαλὴν λέγουσα· «Σῶσον ἡμᾶς, εἰ θέλεις, δέσποινα· τῆς γὰρ κακῆς ἔριδος ἐπειράθην».
Ἄνδρας δολίους καὶ κακοὺς καὶ τοῖς δεσπόταις ἐπανισταμένους ὁ μῦθος ἐλέγχει.
[Μια φορά κι έναν καιρό η ουρά τού φιδιού σήκωσε ανταρσία και πρόβαλε την απαίτηση αυτή να έχει το προβάδισμα στο δρόμο και να καθοδηγεί αυτή τα άλλα μέλη, και όχι το κεφάλι. – «Από δω κι εμπρός εγώ, η ουρά, θα σας δείχνω το δρόμο και θα είμαι ο αρχηγός, κι όχι η κεφαλή!». Τα άλλα μέλη τού σώματος απόρησαν: «καλά, και πώς θα τα καταφέρεις να μας καθοδηγείς σωστά, όπως κάνουν όλα τα ζώα, αφού δεν έχεις αισθητήρες, δηλαδή δεν έχεις μάτια να βλέπεις και μύτη για να μυρίζεις;».
Δεν κατάφεραν τα άλλα μέλη, με τις ενστάσεις τους, ν’ αλλάξουν τη γνώμη τής ουράς. Έτσι η λογική και η φρόνηση νικήθηκε, και υπερίσχυσε η παράνοια. Η ουρά λοιπόν πήρε την εξουσία κι άρχισε να κυβερνά. Περπατούσε στο δρόμο στα τυφλά και κουτουρού, κι έσερνε το υπόλοιπο σώμα όπου λάχει κι όπου να ’ναι. Κάποια στιγμή, κωλόσυρε και το υπόλοιπο σώμα σ’ έναν γκρεμό με κοφτερές πέτρες. Εκεί μέσα ολόκληρο το σώμα τού φιδιού σακατεύτηκε. Τότε, όταν ήρτε στα δύσκολα η ουρά, άρχισε τα «γλειψίματα» και τις κολακείες προς την κεφαλή: «σώσε μας, αν θέλεις, αφεντικό! Ο διάολος με σκούντησε κι ήθελα αρχηγιλίκια!».
Ο μύθος υπαινίσσεται τούς ουτιδανούς οι οποίοι τολμούν και ορθώνουν ανάστημα απέναντι στους άξιους. Δηλαδή υπονοούνται οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τις τύχες τόσο μικρότερων ομάδων όσο και κρατών, εάν σε ηγετικές πολιτικές θέσεις αναρριχώνται άνθρωποι ανίκανοι και τυχαίοι, των οποίων μοναδικό κίνητρο είναι η ικανοποίηση τής ατομικής τους ματαιοδοξίας.
Παροιμίες: «Τα ποδάρια χτυπούνε το κεφάλι», «Στον καταραμένο τόπο οι μαϊμούδες προεστοί», «Μπήκαν τα σκατά στο πιάτο κι ήρτανε», «Εσηκώθη ο άθρωπος, να κάτσει ο γάδαρος», «Δε μπορώ ν’ ακούω τον νεκρό να κείτεται να κλάνει» (=δεν ανέχομαι να κυβερνούν οι ανάξιοι), «Σηκωθήκανε τ’ αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη», «Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω», «Εσηκωθήκαν τα σκαμνιά και πολεμούν τούς θρόνους», «Κατάντησαν τα πρόβατα να τα πατούν τα γίδια», «Εκαβαλλίκεψε το μουλάρι το γάδαρο» (=η επίβαση ημιόνου σε όνο ή σε ίππο είναι αδιανόητη, επειδή ο ημίονος είναι ερωτικά ανενεργός), «Σηκώνουνταιν οι πέτρες οι μικρές να δείρουν τις μεγάλες», «Εγυρίσανε τα πίτερα να φαν το σιμιγδάλι», «Ο κόρακας κοροϊδεύγει τον αετό», «Καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύγει πρόβειο γάλα» (=το κουρκούτι είναι απλό και φτηνό σκεύασμα από νερό κι αλεύρι και δεν χρειάζεται την προσθήκη γάλακτος)].
85. Ὄνος καὶ ὀνηλάτης
Ὄνος ὑπὸ ὀνηλάτου ἀγόμενος, ὡς μικρὸν τῆς ὁδοῦ προῆλθεν, ἀφεὶς τὴν λείαν ἀτραπὸν διὰ κρημνῶν ἐφέρετο. Μέλλοντος δὲ αὐτοῦ κατακρημνίζεσθαι, ὁ ὀνηλάτης ἐπιλαβόμενος τῆς οὐρᾶς, ἐπειρᾶτο μεταπεριάγειν αὐτόν. Τοῦ δὲ εὐτόνως ἀντιπίπτοντος, ἀφεὶς αὐτὸν ἔφη· «Νίκα· κακὴν γὰρ νίκην νικᾷς».
Πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος.
[Ένας γάιδαρος, μαζί με το αφεντικό του (τον ονηλάτη), βάδιζαν σ’ έναν φαρδύ δρόμο. Κάποια στιγμή ο γάιδαρος ξεστράτισε, δηλαδή βγήκε απ’ τον ίσιο δρόμο και τράβαγε ντουγρού για το γκρεμό. Επειδή σίγουρα θα γκρεμοτσακιζόταν, ο ονηλάτης τόν άρπαξε απ’ την ουρά και προσπαθούσε να τον τραβήξει προς τα πάνω. Όμως ο γάιδαρος συνέχιζε την κατρακύλα του στο γκρεμό. Ο ονηλάτης δεν άντεξε άλλο να τον σέρνει απ’ την ουρά, τα χέρια του κουράστηκαν, και τον παρατά να κατρακυλήσει: «Εντάξει, με νίκησες! Αλλά μια τέτοια νίκη είναι για το κακό σου».
Το παραμύθι αυτό ταιριάζει για άνθρωπο ξεροκέφαλο, δύστροπο και σερέτη.
Παροιμίες: «Ο κόσμος είν’ απλόχωρος, για το λωλό στενόχωρος», «Σερετόκορμο!», «Γεμάτος αίρεσες!», «Ξυέται στη γκλίτσα τού τσοπάνη», «Τον τρώ’ η πλάτη του», «Τον τρώ’ ο κώλος του», «Με το κερί γυρεύγει τον καυγά!», «Όταν θα πάρει καέναν ο διάολος, παίρνει πρώτα τον νουν του», «Δεν ήθελεν κι η κατσίκα να σφαγεί, μα γίνεται παστρουμάς»].
86. Ὄνος καὶ κηπουρός
Ὄνος ὑπηρετούμενος κηπωρῷ, ἐπειδὴ ὀλίγα μὲν ἤσθιε, πλεῖστα δ’ ἐμόχθει, ηὔξατο τῷ Διὶ ὥστε τοῦ κηπωροῦ ἀπαλλαγεὶς ἑτέρῳ ἀπεμποληθῆναι δεσπότῃ. Τοῦ δὲ Διὸς ἐπακούσαντος καὶ κελεύσαντος αὐτὸν κεραμεῖ πραθῆναι, πάλιν ἐδυσφόρει, πλέον ἢ πρότερον ἀχθοφορῶν καὶ τόν τε πηλὸν καὶ τοὺς κεράμους κομίζων. Πάλιν οὖν ἀμεῖψαι τὸν δεσπότην ἱκέτευε, καὶ βυρσοδέψῃ ἀπεμπολεῖται. Εἰς χείρονα τοίνυν τῶν προτέρων δεσπότην ἐμπεσὼν καὶ ὁρῶν τὰ παρ’ αὐτοῦ πραττόμενα, μετὰ στεναγμῶν ἔφη· «Οἴμοι τῷ ταλαιπωρῷ, βέλτιον ἦν μοι παρὰ τοῖς προτέροις δεσπόταις μένειν· οὗτος γάρ, ὡς ὁρῶ, καὶ τὸ δέρμα μου κατεργάσεται».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τότε μάλιστα τοὺς προτέρους δεσπότας οἱ οἰκέται ποθοῦσιν, ὅταν τῶν δευτέρων λάβωσι πεῖραν.
[Ένας γάιδαρος ήταν στην υπηρεσία κάποιου κηπουρού. Στα χέρια εκείνου τού ανθρώπου το ζώο κακοπερνούσε, δηλαδή λίγο φαΐ και πολλή δουλειά. Έτσι, μια μέρα, ο γάιδαρος παρακάλεσε το Δία ν’ αλλάξει αφεντικό: «διώξε με απ’ τα χέρια τού σκληρού κηπουρού και στείλε με σ’ άλλο αφεντικό!».
Ο Δίας πράγματι άκουσε την ικεσία τού όνου κι έδωσε εντολή να αγοραστεί τώρα ο γάιδαρος από έναν κεραμέα (αγγειοπλάστη). Όμως ο γάιδαρος πάλι δυσφορούσε με το νέο του αφεντικό, και μάλιστα πιότερο από πριν, διότι τώρα σήκωνε φορτία βαρύτερα: πηλό, κεραμίδια και τούβλα.
Ξανά παράπονα στο Δία! Τώρα ο Δίας τον στέλλει σε τρίτο αφεντικό, σ’ έναν βυρσοδέψη (κατεργαστή δερμάτων). Όμως αυτό το τρίτο αφεντικό ήταν χειρότερο κι από τους δυο προηγούμενους αφέντες τού ζώου. Εξάλλου ο γάιδαρος έβλεπε τον νέο του αφέντη να γδέρνει σφαγμένα ζώα και να επεξεργάζεται τα τομάρια τους.
Έβγαλε λοιπόν βαθύ αναστεναγμό και είπε: «αλίμονό μου ο δύστυχος! Καλύτερα ήμουν δίπλα στα προηγούμενα αφεντικά μου! Τι τό ’θελα ν’ αλλάξω αφεντικά! Τούτος εδώ, όπως βλέπω τα πράματα, σίγουρα θα με γδάρει και θα κατεργαστεί το τομάρι μου!».
Το παραμύθι διδάσκει ότι οι υπηρέτες αναζητούν τα προηγούμενα αφεντικά τους, όταν δουν πως έχουν πέσει σε χειρότερα χέρια.
Παροιμίες: «Αν δε δεις τα χειρότερα, δεν εκτιμάς τα καλύτερα», «Οι διαόλοι δεν έχουν διαλεμό», «Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη», «Από τον Άννα στον Καϊάφα», «Εβγήκε από τα πηλά κι ήπεσε μες στα σκατά», «Αφ’ τα σκατά στ’ απόσκατα», «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», «Κάθε πέτρα και σκορπιός», «Κι αφ’ το Θεό βρεχάμενος κι απέ τα κεραμίδια», «Αφ’ την όχεντρα στον αλαφιάτη», «Αφ’ τη φωτιά στα κάρβουνα», «Εξέφυγα αφ’ τον κεραυνό και ήπεσα στην αστραπή»].
Ὄνος καὶ κύων συνοδοιποροῦντες
87. Ὄνος καὶ κύων ἐν ταὐτῷ ὡδοιπόρουν. Εὑρόντες δὲ ἐπὶ γῆς ἐσφραγισμένον γραμμάτιον, ὁ ὄνος λαβὼν καὶ ἀναρρήξας τὴν σφραγῖδα καὶ ἀναπτύξας, διεξῄει εἰς ἐπήκοον τοῦ κυνός. Περὶ βοσκημάτων δὲ ἐτύγχανε τὰ γράμματα χόρτου τε, φημί, καὶ κριθῆς καὶ ἀχύρου. Ἀηδῶς οὖν ὁ κύων, τοῦ ὄνου ταῦτα διεξιόντος, διέκειτο· ἔνθεν δὴ καὶ ἔφησε τῷ ὄνῳ· «Ὑπόβαθι, φίλτατε, μικρόν, μή τι καὶ περὶ κρεῶν καὶ ὀστέων εὕρῃς διαλαμβάνων». Ὁ δὲ ὄνος ἅπαν τὸ γραμμάτιον διεξελθὼν καὶ μηδὲν εὑρηκὼς ὧν ὁ κύων ἐζήτει, ἀντέφησεν αὖθις ὁ κύων· «Βάλε κατὰ γῆς, ὡς ἀδόκιμον πάντη, φίλε, τυγχάνον».
[Ο γάιδαρος με τον σκύλο περπατούσαν μαζί στο δρόμο. Εκεί που βάδιζαν, βρήκαν κάτω στο έδαφος ένα γράμμα (επιστολή) που ήταν κλειστό. Ο γάιδαρος σκύβει και το πιάνει. Ανοίγει τον φάκελλο και ξεδιπλώνει το χαρτί. Αρχίζει και διαβάζει δυνατά «εις επήκοον τού κυνός». Το γράμμα έγραφε μέσα για ταγές, για ξεροτάγια, για γρασίδια, για άχερα, για κριθάρια, και γενικά για ζωοτροφές αλόγων, μουλαριών, γαϊδάρων και φυτοφάγων ζώων. Όλα αυτά που έγραφε το γράμμα ήταν έξω απ’ τα ενδιαφέροντα τού σκύλου. Και ο σκύλος τ’ άκουγε με βαριά καρδιά, με βαρεμάρα και δυσαρέσκεια. Γι’ αυτό και λέει στον όνο: «φίλε μου, κοίτα λίγο πιο προσεκτικά το γράμμα, μήπως και γράφει τίποτα για κρέατα ή για κόκκαλα!».
Ο γάιδαρος πράγματι έκαμε το χατήρι τού σκύλου και «ξεψάχνισε» ξανά όλο το γράμμα. Ωστόσο τίποτα δε βρήκε μέσα στο γράμμα σχετικό με κρέατα και κόκκαλα. Τότε ο σκύλος, απογοητευμένος, είπε: «φίλε μου, το γράμμα είναι για πέταμα! Έτσι κι αλλιώς είναι κάλπικο και νόθο. Τίποτα απ’ όσα ενδιαφέρουν εμένα δεν γράφει μέσα!».
Δίδαγμα: οι άνθρωποι ενδιαφέρονται και συγκινούνται για κάτι, συνήθως όταν αυτό πρόκειται να ικανοποιήσει το στενά ατομικό τους συμφέρον. Απεναντίας, αν κάτι πρόκειται να είναι ωφέλιμο μονάχα για τον διπλανό τους ή για μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα και όχι για τους ίδιους, τότε είτε το προσπερνούν αδιάφορα είτε το μισούν κιόλας].
88. Ὄνος καὶ ἡμίονος (ἐξ ἴσου ἐμπεφορτισμένοι)
Ὄνος καὶ ἡμίονος ἐν ταὐτῷ ἐβάδιζον. Καὶ δὴ ὁ ὄνος ὁρῶν τοὺς ἀμφοῖν γόμους ἴσους ὄντας ἠγανάκτει καὶ ἐσχετλίαζεν, εἴγε διπλασίονος τροφῆς ἠξιωμένη ἡ ἡμίονος οὐδὲν περιττότερον βαστάζει. Μικρὸν δὲ αὐτῶν τῆς ὁδοῦ προϊόντων, ὁ ὀνηλάτης ὁρῶν ὄνον ἀντέχειν μὴ δυνάμενον, ἀφελόμενος αὐτοῦ τὸ φορτίον τῇ ἡμιόνῳ ἐπέθηκεν. Ἔτι δὲ αὐτῶν πόρρω προβαινόντων, ὁρῶν ἔτι μᾶλλον ἀποκάμνοντα, πάλιν ἀπὸ τοῦ γόμου μετετίθει, μέχρι τὰ πάντα λαβὼν καὶ ἀφελόμενος ἀπ’ αὐτοῦ τῇ ἡμιόνῳ ἐπέθηκε. Καὶ τότε ἐκείνη ἀποβλέψασα εἰς τὸν ὄνον εἶπεν· «Ὦ οὗτος, ἆρά σοι οὐ δοκῶ δικαίως τῆς διπλῆς τροφῆς ἀξιωθῆναι;».
Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς προσήκει μὴ ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ τέλους τὴν ἑκάστου δοκιμάζειν διάθεσιν.
[Ένας γάιδαρος κι ένα μουλάρι βάδιζαν μαζί στο δρόμο. Ο γάιδαρος είδε πως ο ίδιος σήκωνε το ίδιο ακριβώς φορτίο με το μουλάρι και άρχισε τη γκρίνια: «είναι σωστό εγώ, ένας γάιδαρος, να κουβαλώ το ίδιο βάρος με το μουλάρι, το οποίο τρώει διπλάσια τροφή από μένα; Το μουλάρι, που τρώει διπλάσιο φαγητό από μένα, δεν βλέπω να σηκώνει περισσότερο βάρος από μένα!».
Τα δυο ζώα συνέχιζαν φορτωμένα το δρόμο τους. Ο ονηλάτης έβλεπε, κατά τη διάρκεια τής διαδρομής, πως ο γάιδαρος είχε αποκάμει από την κούραση και δεν ήταν σε θέση να βαστάζει το φορτίο του. Έτσι λοιπόν ο ονηλάτης αφαίρεσε ένα μέρος τού φορτίου από τον γάιδαρο και το μεταφόρτωσε στις πλάτες τού μουλαριού. Τα ζώα συνέχιζαν πάλι το δρόμο τους. Ο γάιδαρος, αν και τώρα ήταν πιο ξαλαφρωμένος από τα φορτία του, πάλι σε λίγο απόκαμε και «τα είχε φτύσει». Ξανά ο ονηλάτης τού αφαιρεί φορτίο και τον ξαλαφρώνει περισσότερο. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να φορτώσει όλο το φορτίο τού γαϊδάρου στις ράχες τού μουλαριού.
Τότε το μουλάρι στρέφει το πρόσωπό του προς τον γάιδαρο και λέει: «τώρα τι λες; Εξακολουθείς να πιστεύεις πως δεν αξίζει να τρώω διπλάσια μερίδα φαγητού από σένα;».
Συμπέρασμα: πρέπει να αποτιμάται τού καθενός η αποδοτικότητα, με βάση την όλη πορεία του, και ο καθένας να ανταμείβεται κατά την προσφορά και αποδοτικότητά του. Διότι η ισότητα στην ανταμοιβή προϋποθέτει και ισότητα στην παροχή υπηρεσιών].
89. Ὄνος καὶ βάτραχοι
Ὄνος ξύλων γόμον φέρων λίμνην διέβαινεν· ὀλισθὼν δέ, ὡς κατέπεσεν, ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν. Οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ τῶν στεναγμῶν ἔφασαν· «Ὦ οὗτος, καὶ τί ἂν ἐποίησας, εἰ τοσοῦτον ἐνταῦθα χρόνον διέτριβες ὅσον ἡμεῖς, ὅτε πρὸς ὀλίγον πεσὼν οὕτως ὀδύρῃ;».
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ῥᾴθυμον ἐπ’ ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα, αὐτὸς τοὺς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος.
[Ένας γάιδαρος ήταν φορτωμένος μ’ ένα γομάρι ξύλα. Επρόκειτο να διαβεί μέσα από μια λίμνη. Την ώρα που τη διάβαινε, γλίστρησε κι έπεσε μέσα στα νερά. Δε μπορούσε να σηκωθεί πάνω. Έπιασε τις κλάψες, τους θρήνους και τους αναστεναγμούς.
Οι βάτραχοι τής λίμνης άκουσαν τις κλάψες τού γαϊδάρου και είπαν: «Ε, φίλε, γιατί γκρινιάζεις; Άρχισες τις κλάψες επειδή έπεσες για λίγο μέσα στο νερό; Για πες μας τι θα έλεγες αν όλη σου τη ζωή την πέρναγες μέσα στα νερά και τις λάσπες, όπως, καλή ώρα, συμβαίνει μ’ εμάς τούς βατράχους;».
Αυτό το παραμύθι θα μπορούσε κανείς να πει σε άνθρωπο που βαρυγκομά και δυσανασχετεί για τα παραμικρά δικά του βάσανα, χωρίς να βλέπει πως υπάρχουν κι άλλα βάσανα, σοβαρότερα απ’ τα δικά του, τα οποία κάποιοι άλλοι τα σηκώνουν αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα.
Παροιμία: «Τον Άγιο οπού θα λουστείς μην τον παρακαλεστείς!» (=όποιος Άγιος τύχει να σ’ έχει υπό την προστασία του, δέξου τον αδιαμαρτύρητα και μην τον παρακαλείς επιπλέον!). Ερμηνεία: ο συνετός και σώφρων άνθρωπος υπομένει καρτερικά και υπομονετικά τις αντιξοότητες που του επιφυλάσσει η ζωή και δεν «κλαψουρίζει»].
90. Ὄνος καὶ κόραξ καὶ λύκος
Ὄνος ἡλκωμένος τὸν νῶτον ἔν τινι λειμῶνι ἐνέμετο. Κόρακος δὲ ἐπικαθίσαντος αὐτῷ καὶ τὸ ἕλκος κρούοντος, ὁ ὄνος ἀλγῶν ὠγκᾶτό τε καὶ ἐσκίρτα. Τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόρρωθεν ἑστῶτος καὶ γελῶντος, λύκος παριὼν ἐθεάσατο καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη· «Ἄθλιοι ἡμεῖς, οἵ, κἂν αὐτὸ μόνον ὀφθῶμεν, διωκόμεθα, τούτους δὲ καὶ προσιόντας προσγελῶσιν».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ κακοῦργοι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν προσώπων καὶ ἐξ ἀπροόπτου δῆλοί εἰσιν.
[Ήταν ένας γάιδαρος με πληγιασμένη ράχη. Έβοσκε σ’ ένα λιβάδι. Ένας κόρακας πήγε κι έκατσε πάνω στη ράχη του και του τσιμπολογούσε την πληγή. Φυσικά το ζώο γκάριζε σαν τρελλό κι από τους πόνους τιναζόταν ολόκληρο. Ο αγωγιάτης και ιδιοκτήτης τού όνου, σε πλήρη απάθεια και αναισθησία, στεκόταν μακρύτερα, έβλεπε εκείνο το θέαμα, και το διασκέδαζε κιόλας.
Όλο εκείνο το σκηνικό το πρόσεξε ένας λύκος, που έτυχε να περνά από εκεί δίπλα. Ο λύκος συλλογίστηκε μέσα του: «Τι γκαντεμιά δέρνει εμάς τούς λύκους! Και μόνο που θα μας δούνε κάπου, μας παίρνουν στο κυνήγι! Τώρα ετούτο το κερατένιο πουλί, ο κόρακας, έκατσε πάνω στην πληγή τού γαϊδάρου και την τσιμπολογά. Κι όμως οι περαστικοί, ενώ βλέπουν το έγκλημα, σφυρίζουν αδιάφορα!».
Δίδαγμα πρώτο: οι εγκληματίες και κακούργοι ξεχωρίζουν από μακριά.
Δίδαγμα δεύτερο: οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν όλους τους παραπτωματίες με την ίδια αυστηρότητα. Εξαντλούν την αυστηρότητά τους συνήθως απέναντι σε άτομα τού λεγόμενου «περιθωρίου», ενώ, για τη διάπραξη ανάλογων ολισθημάτων, άτομα ή ομάδες τής λεγόμενης «καλής κοινωνίας» παραμένουν στο απυρόβλητο].































