
Aφιερωμένο σε ΟΛΟΥΣ με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ΑμΕΑ
Τὸν ἐπετροβολοῦσαν οἱ μάγκες τῆς ἀγορᾶς, τὸν ἐχλεύαζον τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς, τὸν ἐφοβοῦντο τὰ νήπια καὶ τὰ βρέφη. Τὸν ἔλεγαν κοινῶς «ὁ Ταπόης» ἢ «ὁ Μανώλης τὸ Ταπόι».
―Ὁ Ταπόης! Νά, ὁ Ταπόης ἔρχεται…
Φόβος καὶ τρόμος ἐκολλοῦσε τὰ ἄκακα βρέφη εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τούτου. Ἡ νεολαία τοῦ χωρίου, οἱ θαμῶνες[2] τῶν μαγαζειῶν καὶ τῶν καφενείων, δὲν ἔπαυαν ποτὲ νὰ τὸν πειράζουν.
― Εἶσ᾽ ἕνα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· εἶσαι χταπόδι.
Κ᾽ ἐκεῖνος, μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν δεμένην διὰ γλωσσοδέτου μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὀδόντων, ἀπήντα:
― Ναί, εἶμι ταπόι!… Ἰσὺ εἶσι ταπόι. (Ναί, εἶμαι χταπόδι. Ἐσὺ εἶσαι χταπόδι.)
Εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον ἀμετρήτους ἐχθρούς, εἰς μέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ἢ διακριτικός τις τὸν ὑπερήσπιζεν ἐναντίον τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀγυιοπαίδων[3]. Εἰς ἐκεῖνον ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ᾽ ἐξετέλει δι᾽ αὐτὸν διακονήματα προθύμως, μετὰ βίας δεχόμενος φίλευμα ἢ κέρασμα. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους δὲν ὑπῆρχε φιλία οὔτε σπονδή.
Μόνον τὴν μητέρα του εἶχεν εἰς τὸν κόσμον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν ἐλάτρευεν. Ἀδελφὴν δὲν εἶχεν. Ὁ ἕνας ἀδελφός του εἶχε χαθῆ εἰς τὴν Ἀμερικὴν πρὸ χρόνων καὶ δὲν ἠκούσθη. Ὁ ἄλλος, χασομέρης ἄχρηστος, ὡς μόνον ἐπάγγελμα εἶχε τὸ νὰ πηγαίνῃ κάθε χρόνον μέσα εἰς τὴν μεγάλην στερεάν, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχον ἄφθονα θέρη, καὶ νὰ κάμνῃ τὸ ἔργον τῆς σβάρνας· ἦτο δὲ ἡ σβάρνα[4] βαρεῖα σανίς, τὴν ὁποίαν ἔσυρον ἄλογα ἢ βόδια εἰς τὸ ἁλώνι· καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὴν σανίδα, ἔμψυχον βάρος, διὰ νὰ γίνεται τέλειον τὸ ἁλώνισμα· ἐκεῖ εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ τρίτος ἐγύριζε ναυτικὸς εἰς τὰ ξένα. Ὁ Μανώλης ἄλλην στοργὴν δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὕτη ἦτο ἤδη γραῖα, καὶ αὐτὸς εἶχε μεγαλώσει πολύ.
Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ, τὸν εἶχον ἀκούσει ἐπανειλημμένως ν᾽ ἀπειλῇ καὶ νὰ λέγῃ μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν νηπιώδη:
― Τάνῃ Γιὰ πέτου ᾽γὼ πιιγῶ μέτα Μπούτι! (Σὰν πεθάνῃ ἡ Γριά, θὰ πέσω ἐγὼ νὰ πνιγῶ μὲς στὸ Μπούρτσι[5]).
Ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄχρηστον. Ἐξαιρουμένης τῆς γλώσσης τὸ ἥμισυ τοῦ ἀνθρώπου ἦτο ὑγιές. Ὁ δεξιὸς ποὺς ἐσύρετο κατόπιν τοῦ ἀριστεροῦ, δὲν ἐκινεῖτο ἐλευθέρως. Ἡ δεξιὰ χεὶρ ἂν καὶ χονδρὴ καὶ δυσανάλογος, καὶ σχεδὸν παράλυτος φαινομένη, εἶχε τεραστίαν ρώμην. Ὡμοίαζε μὲ μάγγανον[6] ἢ μὲ ὀδόντας ταυροσκύλου. Διὰ νὰ δράξῃ[7] ἓν πρᾶγμα, συνήθως βραχίονα ἢ πλάτην κανενὸς παιδίου ὀχληροῦ, ἐχρειάζετο κόπον· ἔπρεπε νὰ τὴν βοηθήσῃ ἡ ἄλλη χείρ, νὰ ψαύσῃ δηλαδὴ τὸν γρόνθον[8] τῆς δεξιᾶς, καὶ νὰ τὸν διευθύνῃ· ἀφοῦ ὅμως ἅπαξ ἔδραττε τὸ ἀντικείμενον, ἡ τεραστία χεὶρ δὲν τὸ ἄφηνε πλέον, σχεδὸν καὶ ἂν ἤθελε νὰ τὸ ἀφήσῃ. Ἀλλοίμονον τότε εἰς τὸν βραχίονα, εἰς τὴν ὠμοπλάτην, ἀλλοίμονον εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ αὐθάδους!
Ἦτο χωλὸς[9] καὶ κυλλὸς[10] καὶ μογιλάλος[11]. Ἦτο ὁ Μανωλιὸς τὸ Ταπόι.
*
Τέσσαρες ἢ πέντε ἄνθρωποι ἐγνώριζον καλῶς τὴν γλῶσσάν του εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Οὗτοι ἐκαλοῦντο, καθὼς τοὺς εἶχεν ὀνοματίσει ὁ ἴδιος, ὁ Γωμέος, ὁ Παγιώτας καὶ ὁ Παπαγᾶς. Τὰ καθαυτὸ ὀνόματά των ἦσαν, Λαμιαῖος καὶ Μιχαλιὸς καὶ Παπαγιάννης. Ἀλλὰ πῶς ἐκ τοῦ Μιχαλιός, ἐσχημάτισε τὸ Παγιώτας; Ἄπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβὴν ἢ μετέθετε τὸν τόνον. Ἡ φθογγολογία του ἦτο περιεργοτάτη, καὶ ἐν αὐτῇ ἐπλεόναζον τὰ λαρυγγόφωνα, ὡς καὶ τὰ σκληρὰ καὶ ψιλὰ ἐκ τῶν ἀφώνων.
Γατὶ ὠνόμαζε τὸ γαττί, γατὶ τὸ γιατί, γατὶ τὸ χαρτί.
Ἀλλ᾽ ἔξαφνα μίαν ἡμέραν ἐξέφερε φράσιν ἐν ᾗ ὑπῆρχεν ἡ λέξις αὕτη, πλὴν δὲν ἔβγαινε νόημα οὔτε ὡς γαττί, οὔτε ὡς γιατί, οὔτε ὡς χαρτί. Ἡ φράσις ἦτο:
«Πότε τῇ Γουτοῦ, Γουπατοῦ, μὰμ γατί». (Πότε νὰ ᾽ρθῇ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ, νὰ φᾶμε…) Καταρχὰς οἱ τρεῖς γνῶσται τῆς γλώσσης ἐνόμισαν ὅτι ἀπεκάλει μυκτηριστικῶς γαττιὰ τὰ κρέατα τὰ ὁποῖα ἐπωλοῦσαν οἱ κρεοπῶλαι τοῦ χωρίου. Οἱ τρεῖς προειρημένοι, καὶ μάλιστα ὁ Παγιώτας, ἦσαν δυνατοὶ εἰς τὴν γλῶσσαν, καὶ τὴν ὡμίλουν οἱ ἴδιοι. Ἀλλ᾽ ὅταν προσέτρεξαν εἰς τὰ ἀνώτερα φῶτα τοῦ κὺρ Γιωργῆ τοῦ Λαυκιώτη, διευθυντοῦ τοῦ μεγάλου καφενείου, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ἐπίσημος προστάτης τοῦ Ταπόη, καὶ οἱονεὶ[12] ἐπίτιμος καθηγητὴς τῆς ἰδιαιτέρας γλώσσης, χωρὶς νὰ τὴν ὁμιλῇ ὁ ἴδιος, οὗτος ἀπεφάνθη ὅτι τοιαύτη πικρὰ εἰρωνεία δὲν θὰ ἥρμοζεν εἰς τὰ αἰσθήματα τοῦ πτωχοῦ, τοῦ Μανώλη, ἀλλ᾽ ὅτι ἴσως ὠνόμαζεν ἁπλῶς γατὶ καὶ τὸ κατσίκι, καὶ τὸ ἀρνί. Ὣς τόσον τὸ πρᾶγμα ἔμεινεν ἀμφίβολον ἄχρι τῆς ὥρας ταύτης.
*
Ἐπερίμενε πράγματι ἀνυπομόνως «πότε νά ᾽ρθῃ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ», καὶ ἅμα ἔμβαινε τὸ Σαρανταήμερον, ὄπισθεν τῆς θύρας τοῦ καφενείου τοῦ κὺρ Γιωργῆ, ἐσημείωνεν ἰδιοχείρως, μὲ ἓν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιῶτες, ὅσας ἡμέρας ἔχει ἡ Σαρακοστή· καὶ κάθε πρωί, πρὶν τοῦ δώσῃ ὁ Γιωργὴς τσιγάρον νὰ καπνίσῃ, ἢ καφὲν νὰ πίῃ, ἔσπευδε νὰ σβήσῃ μίαν ἰῶτα, καὶ τὰς ἔβλεπε μὲ χαρὰν νὰ ὀλιγοστεύουν. Πλὴν οἱ μοσχομάγκες τῆς ἀγορᾶς, λαθραίως, ἐπήγαιναν κ᾽ ἔγραφαν ἄλλες τόσες γιῶτες, ὅσες εἶχε σβήσει ἐκεῖνος, κ᾽ ἔτσι ἡ Σαρακοστὴ ἐφαίνετο ὅτι δὲν θὰ εἶχε ποτὲ τελειωμόν.
Ὁ Ἅις Νικόλας εἶχεν ἀσπρίσει ἤδη τὰ γένεια του[13] πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἦτον ἡ σειρὰ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ν᾽ ἀσπρίσῃ τὰ ἰδικά του· δὲν ἔμενον πλέον εἰμὴ δώδεκα ἡμέραι ἕως τὰ Χριστούγεννα.
―Ἔχουμε χαβὰ[14] ἀκόμα, βρὲ χταπόδι! τοῦ ἐφώναζεν ὁ Νικολὸς ὁ Μπαλαλᾶς· εἰκοσιδυὸ μέρες ἀκόμα θέλουμε.
― Ναί, ταπόι! ἐψέλλιζεν ὁ Μανώλης· τὰ κότη κότα τύ. (Νὰ μαζώξῃς τὴ γλῶσσά σου σύ).
― Σὲ γελοῦν, βρὲ Μανιέ· δώδεκα μέρες ἀκόμα, τὸν ἐπαρηγόρει ὁ Γιωργής.
Καὶ ἤρχετο ἡ καρδιὰ τοῦ Μανώλη στὸν τόπον της. Εἶχεν ἀναλάβει μίαν ὑποχρέωσιν διὰ τὰς ἑορτάς. Ἐπρόκειτο νὰ συνοδεύῃ μερικὰ ἐκ τῶν παιδίων τῆς Κάτω Γειτονιᾶς, ὅσα ἦσαν τέκνα ἢ ἀνεψίδια φίλων καὶ προστατῶν του, ὅταν θ᾽ ἀνήρχοντο πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, ἀνὰ δύο καὶ τρία, διὰ νὰ τραγουδήσουν τὰ χαρμόσυνα τραγούδια εἰς τὰ σπίτια καὶ εἰς τὰ μαγαζειὰ τῆς Ἐπάνω Ἐνορίας. Διότι δὲν θὰ ἐτόλμων ποτὲ νὰ ἀνέλθουν μοναχά των ἐκεῖ ἐπάνω.
Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ χωρίου ἦσαν διῃρημένα εἰς δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αἱ ἐχθροπραξίαι ἤρχιζον ἀπὸ τὸ φθινόπωρον, διήρκουν καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα, ἐξηκολούθουν τὴν ἄνοιξιν, καὶ δὲν ἔπαυον τὸ θέρος ― εἰμὴ ἐφ᾽ ὅσον μετεφέροντο εἰς τὸν ἐλεύθερον κάμπον, ὅπου ἐκοκκίνιζον ἄωρα καὶ ᾑμωδίαζον[15] τοὺς ὀδόντας προκλητικὰ τὰ μῆλα, τὰ κεράσια, τὰ ἀπίδια, καὶ ὕστερον τὰ σταφύλια. Ὁ ἐπίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ἰδίως τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ πετροπόλεμος ὁ καθημερινὸς ποτὲ δὲν ἐκόπαζε μεταξὺ τῶν δύο φουσάτων.
Εἰς τὴν Ἐπάνω Ἐνορίαν, ἐκεῖ ἄνωθεν τοῦ Βράχου, ἐβασίλευεν ὁ φοβερὸς Τσηλότατος. Ἦτο ὑψηλός, ὅσον καὶ ὁ Βράχος ἐφ᾽ οὗ εἶχε τὸν θρόνον του, σγουρομάλλης, ἀκτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, καὶ ἀποτρόπαιος. Ἦτο αὐτὸς ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀρχηγὸς τῶν μαγκῶν τῆς Ἄνω Ἐνορίας καὶ ὅλου τοῦ χωρίου. Τὰ δύο ποδάρια του ἦσαν χονδρά, μελαψὰ καὶ πλατέα, ὡς δύο κατάρτια. Ἐφόρει παρδαλὴν φανέλαν, ἥτις ἦτο ἅμα τὸ ὑποκάμισον καὶ τὸ ἐπανωφόρι του, καὶ κοντὸν πανταλόνι, χειμῶνα καὶ θέρος. Ἄδειαν δὲν εἶχε παιδὶ ἢ νέος ἢ γέρος νὰ περάσῃ ἀπ᾽ ἐκεῖ σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ἐξουσίαν δὲν εἶχε γριὰ ἢ νέα νὰ πάγῃ εἰς τὴν βρύσιν μὲ τὴν στάμναν της. Ἦτο ὡς δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ ἦτο φοβερὸς σκιὰς[16] ἤδη. Ἐφορολόγει τὰς γραίας, τὰς οἰκοκυράς, τὰς πτωχὰς χήρας. Ἂν δὲν τοῦ ἔδιδε μερδικὸ ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα ἡ Γαρουφαλιά, ἡ φουρναρού, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ψήσῃ τὰ ψωμιά. Ἔβαλλε φωτιὰ εἰς τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ ἔκαιεν, εἰς τὸ προαύλιον τοῦ φούρνου· κι ἐφώναζε τ᾽ ἄλλα τὰ παιδιά, νὰ πηδήσουν ἐκ τρίτου ἀπ᾽ ἐπάνω ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς φωτιᾶς, ὡς νὰ ἦτο ἤδη τ᾽ Ἁι-Γιαννιοῦ στὸ Λιοτρόπι. Ἀπὸ τὴν μίαν γειτόνισσαν ἀπῄτει νὰ τοῦ φέρῃ τυρόπιτταν ποὺ νὰ πλέῃ στὸ βούτυρο διὰ νὰ φάγῃ, ἀπὸ τὴν ἄλλην λαδόπιτταν μὲ λάδι πολύ, ἢ καμμίαν γριὰ (μεγάλην τηγανίταν, ἴσην μὲ τὸ τηγάνι), ἀπὸ τὴν ἄλλην τυλιχτὸ (εἶδος κολοκυθόπιττας) ἢ μπομπότα[17] μὲ πολὺ πολὺ μέλι.
Εἶχεν ἀκούσει τοὺς παλαιοὺς μύθους διὰ τὰ θεριά, τὰ ὁποῖα ἐφώλευαν σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὑδρεύετο τὸ χωρίον. Ἐὰν ἐπέζη ὥστε νὰ γίνῃ εἴκοσιν ἐτῶν, ἐμελέτα νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς κατοίκους, ὡς ἐτήσιον φόρον, ἕνα κορίτσι τοὐλάχιστον. Καὶ ὁ Σουλτάνος, καθὼς ἤκουσε νὰ λέγουν, μίαν φορὰν παντρεύεται τὸν χρόνον.
Δυστυχῶς ὑπῆρξε πολὺ βραχύβιος, δὲν ἐπρόφθασε νὰ φθάσῃ εἰς ἡλικίαν. Καὶ ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος τῆς γενεᾶς του. Παιδίον ὅταν ἦτο, εἰς τὸν ἀνεμόμυλον ὅπου εἶχεν ἀνατραφῆ, εἶχον ἀποθάνει τὰ δύο ἀδελφάκια του. Κατόπιν ἀπέθανεν ἡ γριά, ἡ μάννα του, ὕστερον ὁ γέρος. Τοῦ ἐφάνη ὅτι εἶχε πέσει ἀπ᾽ ἐπάνω τους ὁ ἀνεμόμυλος καὶ τοὺς ἐπλάκωσε, καὶ πράγματι ἔπεσεν, ἀφοῦ ὁ γέρος δὲν ἐζοῦσε πλέον διὰ νὰ τὸν ἀλέθῃ. Ἀπὸ τὸν μύλον ἕως τὰ Μνημούρια, τὸ κοιμητήριον τοῦ χωρίου, ἦτο πολὺ σιμά.
Οἱ γονεῖς του ἦσαν καλοὶ χριστιανοί, ἐσκέφθη, καὶ δὲν ἐπέβαλαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεγάλην ἀγγαρείαν, νὰ τοὺς κουβαλοῦν μακρὰν διὰ νὰ τοὺς θάψουν. Πλὴν καὶ αὐτός, ἀρκετὰ ἐτάισε τοὺς πεθαμένους, εἶπε, καὶ ἦτον καιρὸς πλέον ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ βυζαίνῃ τοὺς ζωντανούς. Καὶ ἀφοῦ ὁ πεσμένος ἀνεμόμυλος δὲν ἦτο πλέον καλὸς διὰ νὰ κατοικῇ τις μέσα, ἐκουβαλήθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς ὑψηλῆς συνοικίας, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἐκεῖ ἔστησε τὸν θρόνον του.
Ἦτο ἀνεγνωρισμένος ἡγεμὼν ὅλων τῶν μαγκῶν καὶ φοβερὸς πολέμιος ὅλων τῶν παιδίων τοῦ σχολείου. Ὅλα τὰ παιδιὰ «τοῦ ἔκαναν τὸ σκῆμα»[18]. Ἦτο ὁ Μῆτρος ―ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος― ἢ «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν καὶ διατί ὠνομάσθη οὕτω; Ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτο παιδικὴ ἀντίληψις τοῦ «ὑψηλότατος» ἢ τοῦ «ἐξοχώτατος». Ἀγνοῶ.
Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου, «ἐκπληρῶν καὶ τὰ ἀστυνομικά», συνέβη νὰ περάσῃ μίαν ἡμέραν ἀπ᾽ ἐκεῖ, σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν βρύσιν, ἔνθα εἶχε τὸ στραταρχεῖόν του ὁ Τσηλότατος. Αἱ πτωχαὶ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς εἶχον παραπονεθῆ πικρῶς ἐναντίον τῆς μάστιγος. Ὁ δήμαρχος ἔσεισε τοὺς ὤμους, ἐμειδίασεν, ἀπηύθυνεν ἠπίας ἐπιπλήξεις εἰς τὸν Μῆτρον καὶ εἰς ὅλην τὴν δωδεκαμελῆ συμμορίαν τῶν μαγκῶν ―ὁ Τσηλότατος εἶχεν ἀκριβῶς μίαν δωδεκάδα, ὅσους συμβούλους εἶχε καὶ ὁ δήμαρχος― καὶ ἀπεφάνθη:
― Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν, καλέ, αὐτὸ δὲν βλάπτει. Φτάνει νὰ μὴν τὸ παρακάνουν.
*
Πέντε ἢ ἓξ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ἀπ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκυνήγει ἀσπόνδως ὁ Τσηλότατος, εἶχον ἀναβῆ ἐν συνοδίᾳ τοῦ Μανωλιοῦ τοῦ Ταπόη εἰς τὴν ἐπάνω γειτονιάν, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγ. Βασιλείου κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος.
Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, «τό ᾽λεγε ἡ καρδιά του, μιὰ φορά». (Τοιοῦτον σχῆμα συντάξεως, μὲ τὴν ἄδειαν ὅλων τῶν γραμματικῶν, μᾶς φαίνεται παραστατικὸν διὰ τὸν ἄνθρωπον). Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, ἀλλοῦ ἐπήγαιναν τὰ πόδια του, ἀλλοῦ αἱ χεῖρες καὶ ἀλλοῦ τὸ σῶμά του. Πλὴν οἱ μυῶνές του ἦσαν ἰσχυροί, καὶ ὁ γρόνθος τῆς παραλύτου χειρὸς ἐκείνης ἔσφιγγεν ὡς μάγγανος.
Ἀνέβαινον, καὶ εἶχον καὶ τὸν φόβον. Δὲν ἦτον ἡ πρώτη φορά. Κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος μὲ τὸ φουσᾶτον του, ἂν καὶ μικρὸς ἀκόμα, τὸν εἶχε καταρημάξει τὸν πτωχὸν τὸν Ταπόη, μαζὶ μὲ τοὺς προστατευομένους του. Τὴν φορὰν αὐτήν, δύο ἢ τρεῖς ἐκ τῆς συμμορίας τοῦ Μήτρου, ὁποὺ ἐφύλαγαν καραούλι[19], εἶχον κατοπτεύσει εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης μακρόθεν τοὺς ἐρχομένους. Ἦτο ὣς δύο ὥρας μετὰ τὴν δύσιν.
―Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι, ἔρχεται· μᾶς φέρνει κελεπούρια, ἔδωκαν εἴδησιν εἰς τὸν Μῆτρον τὸν Τσηλότατον.
― Εἶναι πολλοί; ἠρώτησεν ἄλλος μάγκας, ὅστις ἵστατο πλησίον τοῦ Μήτρου.
― Εἶναι πέντ᾽ ἕξι ἑφτὰ ὀχτώ· εἶναι καμμιὰ δεκαριά… ὣς μιὰ ντουζίνα[20], εἶπε τὸ καραούλι.
― Σιώπα σύ! ἐπετίμησεν ὁ Μῆτρος τὸν ἐρωτήσαντα· δὲν εἶναι δουλειά σου. Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;
― Κοντεύουν· ζυγώσανε.
― Στὰ πόστα σας, ἐσεῖς! Μαζώξετε πολλὰ βράχια, διέταξεν ὁ Τσηλότατος. Ἂν δὲν σᾶς πῶ ἐγώ, κανένας μὴ ρίξῃ!
Ὅταν ἐπλησίασεν ἡ συνοδία, τὸ φουσᾶτον ἦτον ἀνυπόμονον νὰ χυθῇ ἐναντίον της. Ἀλλ᾽ ὁ Μῆτρος διέταξε νὰ μείνουν κρυμμένοι, «στὰ πόστα[21] τους».
― Θὰ τοὺς πάρουμε κατακοντά[22], ἐξηγήθη ὁ Μῆτρος εἰς τὸν πλησιέστερόν του. Νὰ ψωμώσουν[23] πρῶτα, κ᾽ ὕστερα.
― Ἄ! ἔκαμεν ἐκεῖνος.
Νὰ ψωμώσουν, ἐννοοῦσεν ὁ Μῆτρος νὰ πάρουν λεπτά, ἀφοῦ τραγουδήσουν ἐδῶ ἐκεῖ στὰ σπίτια. Ὕστερον θὰ τοὺς ἐρρίχνοντο, θὰ τοὺς ἔπαιρναν τὰ λεπτά, καὶ θὰ τοὺς ἔδιδαν καὶ ξύλο. Τὰ «βράχια», τὰ ὁποῖα εἶχον μαζέψει, θὰ ἐχρησίμευον μόνον ἂν τυχὸν ἐτρέποντο εἰς ταχεῖαν φυγὴν οἱ ἄλλοι.
Τὰ παιδία τῆς Κάτω Ἐνορίας, μοιρασθέντα εἰς δύο, εἰσῆλθον εἰς δύο μαγαζειὰ καὶ ἤρχισαν νὰ τραγουδοῦν τὸν Ἁι-Βασίλη. Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι ἵστατο εἰς τὸν παραστάτην[24] τῆς θύρας τοῦ ἑνός. Κατόπιν εἰσῆλθον εἰς ἄλλα μαγαζειά, ἀκολούθως ἀνέβησαν εἰς γνώριμα σπίτια. Ὁ Μανώλης πάντοτε φρουρὸς τῆς ἔξω θύρας.
Ἡ συμμορία τοῦ Τσηλότατου πάντοτε ἀφανὴς τοὺς παρηκολούθει ἐξόπισθεν, κρυμμένη εἰς τὰ στενὰ καὶ εἰς τ᾽ ἀγκωνάρια[25] τῶν σπιτιῶν.
Μετὰ ὥραν ἡ συνοδία τοῦ Μανώλη κατέβη πάλιν εἰς τὴν κυρίαν ὁδόν. Ἠκούετο ὁ βρόντος τῆς τσέπης τῶν παιδίων. Ὁ Ταπόης ἐκοίταζεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Εἶχαν ἀκούσει ψιθυρισμοὺς δύο ἢ τρεῖς φοράς. Δὲν ἐγνώριζε καλὰ τὰ κατατόπια[26]. Ὑπωπτεύετο καὶ ἤθελε νὰ ψάξῃ, νὰ βεβαιωθῇ. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ μοναχά τους.
―Ὁ Τσηλότατος τί νὰ γίνεται; εἶπε τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἓν τῶν παιδίων.
― Πῶς δὲ μᾶς θυμήθηκε;
― Νά ὁ Τσηλότατος! ἠκούσθη αἴφνης φοβερὰ φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!
Ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Τσηλότατος, ὅστις ἐξεπήδησεν αἴφνης ἀπὸ ἕνα χάλασμα[27] καὶ κατόπιν του ἔτρεξεν ὅλη ἡ συμμορία[28].
― Τσηλότατος Γιατρός! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ οἱ συμμορῖταί[29] του· κάμετε ὅλοι τὸ σκῆμα! Τσηλότατος Γιατρός!
― Πιάστε σεῖς τὰ κελεπούρια[30]! ἐφώναξεν ὁ Τσηλότατος. Τὸ Χταπόδι τὸ κοπανίζω ᾽γώ!
Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ εὑρέθησαν ἀντιμέτωποι ὁ Τσηλότατος καὶ ὁ Ταπόης.
*
Ἡ μάχη ἤρχισε. Πάραυτα ὁ πτωχὸς ὁ Ταπόης ἔφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεῖς, τέσσαρες ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ φοβεροῦ [τοῦ] Τσηλότατου.
Δὲν ἐφαίνετο ἡ ἐλαχίστη πιθανότης, δὲν ὑπῆρχεν ἐλαχίστη ἐλπὶς ὅτι 〈δὲν〉 ἤθελε τὴν πάθῃ.
Τὸ ἓν τῶν παιδίων, τὸ ὁποῖον ἦτο σχετικώτερον τοῦ Ταπόη, ἐξεγλίστρησεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἑνὸς μάγκα καὶ ἐπλησίασε σιγὰ εἰς τὸν Ταπόην.
Τὸ παιδίον τοῦτο ἐννοοῦσε καλῶς τὴν γλῶσσαν τοῦ Μανώλη. Ὁ προβλεπτικὸς Ταπόης τοῦ εἶχεν εἰπῆ διὰ γλώσσης καὶ διὰ χειρονομίας:
― Ἅα γῇς Τότατο μάμι μίμι, ἔα ντά, χέι τὸ ἀὸ χέι. (Τουτέστιν· ἅμα ἰδῇς τὸν Τσηλότατο νὰ κοντεύῃ νὰ μὲ κάμῃ ψοφίμι, ἔλα κοντὰ νὰ μοῦ βάλῃς τὸ χέρι αὐτὸ (τὸ ἀριστερὸ) εἰς τὸν καρπὸν τοῦ ἄλλου χεριοῦ (τοῦ δεξιοῦ).
Κατὰ τὴν κρίσιμον στιγμὴν τὸ παιδίον αὐτὸ ἐνθυμήθη τὴν σύστασιν, ἐπλησίασεν εἰς τὸν Ταπόην κ᾽ ἐδοκίμασε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν συνταγήν. Ἐπέτυχε.
― Τί τοῦ ἔκαμες, βρέ; Μάγια; ἠρώτησαν οἱ ἄλλοι.
*
Μετὰ μίαν στιγμὴν ὁ λαιμὸς τοῦ Τσηλότατου εὑρίσκετο ὡς ἐν φοβερᾷ ἁρπάγῃ[31] ἐντὸς τοῦ σφιγκτοῦ γρόνθου μὲ τοὺς γαμψοὺς[32] ὄνυχας, τῆς πελωρίας[33] χειρὸς τοῦ Ταπόη. Ὁ Τσηλότατος ἀφῆκε πνιγμένην κραυγήν. Ἤσπαιρεν[34], ἠγωνία, ἐσφάδαζεν[35]. Ὀλίγον ἀκόμη ἂν ἔσφιγγεν ὁ Ταπόης, δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον Τσηλότατος.
― Πόκυλου! ἔκραξε μόνον ὁ Ταπόης. (Χασαπόσκυλο!)
Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας, ἐκρέμασαν τὰ χέρια κάτω, καὶ ἄφησαν τὰ «κελεπούρια». Δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ψάξουν τὰ θυλάκια[36].
Ἡ συνοδία ἀπὸ τὴν Κάτω Ἐνορίαν ἀνεθάρρησε.
― Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!
Ὀλίγον ἀκόμη, καὶ οἱ ἀμυντικοὶ θὰ ἐλάμβανον ἐπιθετικὴν στάσιν. Ὁ Τσηλότατος ἐπνίγετο, ἐρρόγχαζεν[37], ἐξεψυχοῦσε. Τὰ μάτια του εἶχαν πεταχθῆ ἔξω ἀπὸ τὰς κόγχας[38]. Ἡ ἀνταύγεια[39] ἀπὸ τοὺς λύχνους τῶν μαγαζειῶν τὰ ἐδείκνυε τρομερὰ εἰς τὴν νύκτα. Ἡ σελήνη ἔλαμπεν ἐκεῖ ἐπάνω ὑψηλά. Σιωπὴ καὶ τρόμος καὶ ἀγωνία.
Ἓν τῶν παιδίων ἀπὸ τὴν συμμορίαν ἔτρεφεν ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Τσηλότατον. Τὸν ἠγάπα ὡς ἀδελφοποιτόν[40]. Τὸ παιδίον τοῦτο εἶχεν ἀκούσει νὰ λέγουν ὅτι ὁ Ταπόης, ὅταν συνέβη ποτὲ ν᾽ ἀκούσῃ ὅτι ἡ μήτηρ του ἀρρώστησεν ἔξαφνα, ἔτρεξεν ἔξαλλος ἐκ τρόμου καὶ ἀπελπισίας. Αἴφνης τοῦ ἦλθεν ἡ ἐνθύμησις αὐτή. Τὸ παιδίον αὐθορμήτως ἐφώναξε:
― Πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου!
*
Διὰ νὰ σωθῇ τις ἀπὸ τοὺς ὀδόντας τῆς Σκύλλης, τὸν παλαιὸν καιρόν, ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν μητέρα τοῦ τέρατος. «Αὐδᾶν δὲ Κραταιίν, μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν»[41].
Εἰς τοὺς καθ᾽ ἡμᾶς χρόνους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιον Φανούριον, ὀφείλουν νὰ λέγουν: «Θεὸς σχωρέσ᾽ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου! Θεὸς σχωρέσ᾽ την!» Ἡ σύμπτωσις μαρτυρεῖ ἁπλῶς πόσον κοινὴ εἶναι ἡ πρὸς τὴν μητέρα φιλοστοργία, καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους καὶ εἰς τὰ τέρατα.
Ὁ Ταπόης ἐτρόμαξε, κατεπλάγη, ὠχρίασεν. Ἐπίστευσε πρὸς στιγμὴν τὸ ψευδὲς ἄγγελμα· ἡττήθη ἀπὸ τὸ τέχνασμα τὸ παιδαριῶδες. Ἀφῆκε τὸν λαιμὸν τὸν ὁποῖον ἀγρίως ἔσφιγγεν. Ὁ Τσηλότατος ἐγλύτωσεν εὐθηνά[42], τὴν βραδιὰν ἐκείνην.
Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας εἶχον ἀρχίσει νὰ διασκορπίζωνται. Οἱ δύο γείτονες καταστηματάρχαι ἐπῆραν εἴδησιν ἐν τῷ μεταξύ. Ἐξῆλθον μὲ φωνὰς καὶ μ᾽ ἐπιπλήξεις. «Τ᾽ εἶν᾽ ἐδῶ; Τί γίνετ᾽ ἐδῶ;»
Ὁ Τσηλότατος, ζαλισμένος, ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, διὰ νὰ ἀναλάβῃ πνοήν. Καὶ τὰ λοιπὰ παιδία, ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἀφωσιωμένου, ὅστις εἶχεν ἐπινοήσει καὶ ἐκτελέσει τὸ τέχνασμα, ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
Ὁ Μανώλης μετὰ τῆς συνοδίας του κατῆλθον πρὸς τὴν ἐνορίαν των. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν ὑπερήφανα καὶ καμαρωμένα. Αὐτὴν τὴν χρονιάν, ἐξῆλθον νικηταὶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα. Ὁ Μανώλης ἦτον ἐντροπιασμένος, διότι ἐπίστευσε τὸ ψευδολόγον παιδίον.
― Δὲν πειράζει· τὸν ἐπαρηγόρησεν ὁ Βαγγέλης, ἐκεῖνος ὅστις ἐγνώριζε τὴν γλῶσσάν του, καὶ ὅστις εἶχεν ἐκτελέσει τὸ πείραμα τῆς ἐμβολῆς καὶ τῆς κατευθύνσεως τῆς χειρός. ― Καλύτερα ποὺ σὲ γέλασε, παρὰ νὰ σοῦ τό ᾽λεγε ἀλήθεια καὶ νὰ λὲς πάλι, καθὼς τὴν ἄλλη φορά, ―θυμᾶσαι;― ποὺ κινδύνεψε ν᾽ ἀποθάνῃ ἡ μάννα σου: «Πᾶ μένη! †πᾶ-ντα·† μένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!).
(1899)
[Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα/Τόμος 3ος, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1984, σελ. 183-192]
[1] Το συγκεκριμένο διήγημα είναι τού Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Εδώ κεντρικός ήρωας είναι κάποιος νοητικά καθυστερημένος, ο Μανόλης. Λόγω τής νοητικής του υστέρησης αλλά και της κινητικής του αναπηρίας (ημιπληγίας) ανήκει στους περιθωριακούς τής κοινωνίας. Ζει μόνος με τη μητέρα του, με την οποία είναι παθολογικά συνδεδεμένος, εφόσον από τους τρεις αδελφούς του οι δυο έχουν πεθάνει και ο τρίτος είναι ξενιτεμένος ναυτικός. Τα παιδιά τού χωριού τον πετροβολούν, τα κορίτσια τον κοροϊδεύουν, τα νήπια και τα βρέφη τον φοβούνται. Οι περισσότεροι τον περιγελούν και τον χλευάζουν λόγω τής δυσκολίας του στη γλωσσική επικοινωνία, δηλαδή στην εκφορά τού λόγου, στην άρθρωση και στο περιορισμένο λεξιλόγιο. Ωστόσο, παρά τα προβλήματά του, ο ήρωας κατορθώνει να επικοινωνεί. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του άχρηστο. Ελάχιστοι άνθρωποι τού συμπεριφέρονται ανθρώπινα και τον υπερασπίζονται απέναντι στην εχθρότητα που καθημερινά αντιμετωπίζει. Σε όσους τού συμπεριφέρονται με φιλανθρωπία και διακριτικότητα, γίνεται σκλάβος για όλη του τη ζωή και είναι πρόθυμος να τους κάνει παντοτινά θελήματα. Παράλληλα ο ήρωας διατηρεί μια μοναδική αξιοπρέπεια, αφού δεν δέχεται, για τις εκδουλεύσεις που παρέχει, να τον φιλεύουν και να τον κερνούν.
Ο Μανολιός έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν συνομήλικό του, ορφανό, αρχηγό μιας συμμορίας, τον Μήτρο, τον Τσηλότατο Γιατρό. Ο Μήτρος ανήκει κι αυτός στις «ευάλωτες ομάδες τού πληθυσμού», στους κοινωνικά αποκλεισμένους, στους μη ενσωματωμένους στο πολυσύνθετο πεδίο τού κοινωνικού συστήματος. Έτσι οι δυο αντίπαλοι ήρωες αναμετρώνται κατά την παραμονή μιας Πρωτοχρονιάς: όταν μια ομάδα παιδιών, της οποίας φύλακας είναι ο Μανολιός, πηγαίνει να πει τα κάλαντα, στην επιστροφή της, αυτή η ομάδα συμπλέκεται με τη συμμορία τού Τσηλότατου. Τότε ο Μανόλης συμπλέκεται με τον Μήτρο, και ξυλοφορτώνεται άγρια απ’ αυτόν. Όμως, σε κάποια φάση τής συμπλοκής, ο Μανολιός καταφέρνει να «στριμώξει» τον φοβερό του αντίπαλο, σφίγγοντάς τον στο λαιμό και απειλώντας τον με βέβαιο πνιγμό. Η κατάληξη για τον Τσηλότατο θα ήταν μοιραία, αν κάποιο από τα παιδιά τής συμμορίας – που πραγματικά αγαπούσε τον Μανόλη – δεν φώναζε εκείνη τη στιγμή ότι τάχα πέθαινε η μάννα τού Μανόλη. Έτσι ο Μανόλης, πιστεύοντας στο «ιερό ψέμα», αφήνει ελεύθερο τον αντίπαλο, και η συμμορία διαλύεται. Όλα τα παιδιά χαίρονται που αποφεύχθηκε, την τελευταία στιγμή, ένας σίγουρος θάνατος. Όμως ο Μανόλης αισθάνεται βαθιά ντροπιασμένος για την αφέλεια που επέδειξε!
Στο διήγημα αυτό ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει την τραγικότητα τών κεντρικών ηρώων του, οι οποίοι στην ουσία είναι κατασκευάσματα τής ίδιας τής κλειστής κοινωνίας, δηλαδή τού κοινωνικού αποκλεισμού και της χρόνιας περιθωριοποίησης την οποία έχουν εισπράξει.
[2] θαμώνας ο: <θαμ(ών)>ώνας<αρχ. επίρρ. θαμ(ά) (=συχνά)-ών. Γαλλ. fréquantant (les cafés). Ο τακτικός πελάτης.
[3] αλητοπαίδων, παιδιών τού δρόμου, «χαμινιών». [ἀγυιόπαις-αιδος: <ἄγ-υια-ᾶς ἡ (=οδός, λεωφόρος)<ἄγω].
χαμίνι το: <γαλλ. gamin<ιταλ. cammino. Παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι. [ιταλ. cammino (= α. στράτα, οδός, β. εστία, τόπος ανάμματος τής φωτιάς, τζάκι), ιταλ. camminatore (=ο περιπατητής), cammitata (= α. το περπάτημα, β. ο μεγαλύτερος οντάς τού σπιτιού, η σάλα), camminare (=οδεύω, υπάγω, περιπατώ)<cammino]. «χαμίνι το: αλητόπαιδον. Η λ. επλάσθη υπό του εν Χίω γεννηθέντος Ιωάνννου-Ισιδωρίδου Σκυλίτση (1819-1890) κατά την μετάφρασιν τών ‘Αθλίων’ τού Β. Ουγκώ, προκειμένου να αποδώση το γαλλ. gamin (=μάγκας, πιτσιρίκος τού δρόμου)» (Πουλής).
[4] σβάρνα η: <μεσν. σβάρνα<σλαβ. barna. α) γεωργικό εργαλείο με το οποίο ισιώνουν τα οργωμένα χωράφια. Η λεγόμενη θράψα στη Χίο. β) η περιήγηση σε όλα τα μέρη, η επίμονη αναζήτηση. ‘Πήρε σβάρνα τα χωριά’.
σβαρνίζω: <μεσν. σβαρνώ(<σβάρνα) –ώ μεταπλ. –ίζω.
σβάρνισμα το: <σβαρνισ- (σβαρνίζω)+-μα.
[5] μπούρτζι το: <τουρκ. burç (=πύργος, μπούρτζι, εξώκαστρο, κάστρο πάνω σε νησάκι)+-ι<αρχ. πύργος. Γερμ. Burg (=κάστρο, πύργος). Ιταλ. borgo (=προάστειο, εξώκαστρο). Φρούριο που βρίσκεται πάνω σε νησάκι και προστατεύει την είσοδο τού λιμανιού, θαλασσόπυργος.
[6] μέγκενη η: <αντδ. τουρκ. mengen(e)-η<ελνστ. μάγγανον (=δοκάρι τροχαλίας). Ισπ. maquina. α) εργαλείο που συσφίγγει τα ξύλα ή τα μέταλλα την ώρα που τα επεξεργάζονται οι τεχνίτες, σφιγκτήρας. β) όργανο βασανισμού.
[7] αρχ. δράττομαι/δράσσομαι/δράζομαι/σπανίως δράττω (= α. πιάνω κάτι δφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω, β. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω), γ. μεταφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι. ‘Δράττομαι τής ευκαιρίας’. Παράγωγα: δράγμα, δραχμή, δραγμός.
[8] αρχ. γρόνθος ο (=κόνδυλος, γρόθος, συγκεκλεισμένη η παλάμη τής χειρός και σε θέση πυγμής)>ν.ε. γρόθος (=γροθιά, πυγμή). Στα Καρδάμυλα Χίου γλόττος.
[9] χωλός-ή-ό: <αρχ. χωλός. α) κουτσός. β) μεταφ.: ατελής, ανεπαρκής.
[10] αρχ. κυλλός (=κουτσός, παραμορφωμένος, παράλυτος)>μεσν. κουλός. α) ο άνθρωπος που έχει χάσει το ένα ή και τα δύο χέρια του ή που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να το/τα χρησιμοποιήσει. β) μεταφ.: ο αδέξιος.
[11] μογιλάλος: <μογῐ-λάλος-ος-ον<μόγις λαλέων (=αυτός που μόλις μπορεί και μιλεί, ο μετά βίας ομιλών, βουβός)<λαλῶ. Τραυλός, βραδύγλωσσος. ‘‘καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν μογιλάλον καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ αὐτῷ τὴν χεῖρα’’ (Κατά Μάρκον Ευαγγ. 7.32).
[12] οιονεί: «(<οἷον [ουδ. τού αρχ. οἷος «τέτοιος»]+εἰ «εάν»)=κάτι σαν, σαν να, ως εάν.
π.χ. «Αποτέλεσε τη βάση μιας οιονεί συμφωνίας ανάμεσα στην Τρόικα και στο ελληνικό κράτος» (Μπαμπινιώτης).
[13] Ὁ Ἅις Νικόλας εἶχεν ἀσπρίσει ἤδη τὰ γένεια του: είχε ήδη χιονίσει. (Σχήμα μεταφοράς/αλληγορίας).
[14] έχουμε καιρό ακόμα. [χαβάς ο: <τουρκ. hava (=αέρας, ατμόσφαιρα, καιρός, μουσικός σκοπός)+-ς. α) μελωδία. β) μεταφ.: επιμονή στην ίδια άποψη].
[15] μούδιαζαν. [μουδιάζω: <μεσν. μουδι(ώ) μεταπλ. -άζω<αρχ. αἱμωδιῶ (Κοραής, Άτ., 4, 332)]. Αἱμωδιάζω<αἱμωδός<αἷμος (=πόνος) + ιων. ὀδών-όντος (=δόντι)/αττ. ὀδούς-όντος.
[16] σκιάς ο: <τουρκ. eşkıya, eşkiya (=ληστής, συμμορίτης)-ς. α) άνθρωπος τραχύς και απότομος. β) κακοποιός. Επώνυμο Σκιάς εκτός Χίου.
[17] μπομπότα η: <αλβ. bobot και βενετ. bobotta. Tο καλαμποκένιο ψωμί, το οποίο συνήθως έτρωγαν επί Κατοχής.
[18] σκήμα το: <σχήμα<αρχ. σχῆμα.
[19] καραούλι το: <τουρκ. karavul-ι και karakοl (=φρουρά). Σκοπιά, βάρδια, φρουρά, παρατηρητήριο.
[20] ντουζίνα η: <ιταλ. dozzina. Γαλλ. douzaine<douze<λατ. duodecim (=δώδεκα). Η δωδεκάδα.
[21] πόστο το: <ιταλ. posto (=θέση, τόπος)<λατ. positus. Eπίκαιρη θέση, καρτέρι, ενέδρα, θέση στην οποία εκτελεί κάποιος ορισμένη εργασία.
[22] κατακοντά, τοπικό επίρρ.: από κοντινή απόσταση, εκ του σύνεγγυς.
[23] ψωμώνω: <ψωμ(ί)-ώνω. Μεστώνω.
[24] παραστάτης ο: <ελνστ. παραστάτης (=αυτός που στέκεται δίπλα σε κάτι ή κάποιον)<παρίσταμαι. Η παραστάδα. Και παραστάς-άδος η (=οτιδήποτε στέκεται δίπλα, οι παραστάδες τής θύρας, τα φύλλα τής θύρας).
[25] αγκωνάρι το: <μεσν. αγκωνάριν<αρχ. ἀγκων+-άριν. α) μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθως στις γωνίες τών οικοδομών: Tοίχος χτισμένος με αγκωνάρια. β) γωνία ενός κτίσματος: Tα τέσσερα αγκωνάρια τού σπιτιού. γ) μεταφ.: στήριγμα, θεμέλιο: H γυναίκα είναι το αγκωνάρι του σπιτιού.
[26] κατατόπι το: <μεσν. κατατόπιον<φράση: κατά τόπον.
[27] χάλασμα το: <χάλασμα<χαλῶ. Ερείπιο.
[28] συμμορία η: <αρχ. συμμορία (=ομάδα, σωματείο)<αρχ. μόρα η<μείρομαι. [αρχ. συμ-μορία ἡ (μέρος): συνεταιρισμός ή εταιρεία, σωματείο· στην Αθήνα, μετά το 377 π.Χ., οι 1.200 πλουσιότεροι πολίτες διαιρούνταν σε είκοσι σωματεία (συμμορίαι), δύο σε κάθε φυλή· καθεμιά εκαλείτο να πληρώσει με τη σειρά της ένα υπέρογκο ποσό για έκτακτες πολεμικές δαπάνες, ως φόρο επί της περιουσίας της]. Παράγωγα τού μείρομαι (=λαμβάνω το μερίδιό μου): μέρος, μερίς, μερίδιον, μερίζω, μέρισμα, μερισμός, μεριστέον, μεριστής, μεριστικός, μεριστός, μερικός, μέροψ (=αυτός που διαιρεί τη φωνή, που είναι προικισμένος με έναρθρη φωνή), μοῖρα, μοιραῖος, μοιράω-ῶ, μοιρίδιος (=πεπρωμένος), μόρα (=τάγμα στρατιωτικό στη Σπάρτη), μορίαι (ἐλαῖαι=ιερές ελιές), μόριον, μόρος (=η τύχη, το πεπρωμένο), μόρσιμος/μόριμος (=πεπρωμένος), μορτή (=μερίδιο), ἐπίμορτος γῆ (=που μοιράζεται ανάμεσα στον καλλιεργητή και στον ιδιοκτήτη), ἔμμορος (=που παίρνει μέρος σε κάτι), εἰμαρμένη (=η μοίρα), συμμορία.
[29] συμμορίτης ο: <συμμορία. Μέλος συμμορίας.
[30] κελεπούρι το και κελεπίρι το: <τουρκ. kelepir-ι. α) ανέλπιστο εύρημα, απόκτημα, ευκαιρία. β) ειρων.: ο ανέντιμος ή παλιάνθρωπος. ‘Ο φίλος σου ο Γιώργης αποδείχτηκε μεγάλο κελεπούρι!’. Επώνυμο στη Λέσβο Κελεπερτζής.
[31] ἁρπάγη[ᾰ] ἡ: <ἁρπάζω. Γάντζος, τσουγκράνα.
[32] γαμψός-ή-όν: <κάμπτω. Καμπυλωτός, κυρτός. (Λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια: γαμψῶνυξ).
[33] πελώριος-α-ο: <αρχ. πελώριος<πέλωρ (=τέρας).
[34] ἀ-σπαίρω (α ευφωνικό, σπαίρω): ασθμαίνω, αγκομαχώ, τινάζομαι σπασμωδικώς, σπαρταρώ. (Λέγεται για κάποιον που πεθαίνει).
[35] αρχ. σφᾰδάζω/σφαδᾴζω: κινούμαι σπασμωδικά, σπαράζω, σπαρταρώ, χτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι. (Λέγεται για άλογα).
[36] θυλάκι το: <αρχ. θυλάκιον τό (=μικρός σάκκος, πήρα. Λατ. bulga-ae)<αρχ. θύλακος ο (=σάκκος από δέρμα).
[37] ρογχάζω: αναπνέω με δυσφορία. [μεσν. ροχαλίζω<ελνστ. ῥογχαλίζω<αρχ. ῥόγχος<ῥέγχω (=ροχαλίζω). Αναπνέω με ρόγχο καθώς κοιμούμαι. Παράγωγα: ρέγκος/ρέγχος (=ροχάλισμα), ρέγξις, ρόγχος, ρογχάζω, ρογχασμός].
[38] κόχη η (=ακμή μιας δίεδρης γωνίας σε έναν τοίχο, σε ένα έπιπλο κτλ.)<ελνστ. κόγχη (=κοιλότητα)<αρχ. κόγχη ἡ (=μυς, στρείδι), λατ. concha.
[39] αρχ. ἀνταυγεία ἡ: αντανάκλαση φωτός.
[40] αδερφοποιτός ο: <αδελφοποιτός<μεσν. αδελφοποιτός<αδελφοποιητός<αδελφοποιη- (αδελφοποιώ) –τός (=φίλος δι’ όρκου). α) ο συνδεόμενος με κάποιον με δεσμούς αδελφοποίησης, σταυραδελφός, βλάμης, μπουραζέρης, μπράτιμος, αρκαντάσης, μακαντάσης. β) φίλος ή συγγενής τού γαμπρού ή της νύφης ο οποίος κατά την τελετή του γάμου στέκεται δίπλα τους, παράνυμφος.
[41] ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, βωστρεῖν δὲ Κράταιϊν,/μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν (Οδύσσεια μ, στ. 125-126). Μετάφραση: αλλά κουπί τραβάτε γρήγορα, και στην Κραταιή, της Σκύλλας τη μάννα, φώναζε, που τη γέννησε κατάρα στους ανθρώπους.
[42] φτηνά (επίρρ. τροπικό): <φτηνός. [φτηνός-ή-ό: <μεσν. φτηνός<ευτηνός<ελνστ. εὐθηνός (=άφθονος)>εὐθενέω/εὐθηνέω (=ευημερώ, έχω αφθονία, ευδοκιμώ, ακμάζω)//λατ. florere, vigere. α) αυτός που αποκτιέται με μικρό κόστος, ο πωλούμενος σε χαμηλή τιμή, εύωνος. β) μεταφ.: ο χαμηλής ποιότητας: ‘φτηνό θέαμα’, ‘φτηνός άνθρωπος’].