Αισώπου μύθοι μέρος 33ο

Παρ, 01/12/2023 - 18:07
Λεωνίδας Πυργάρης

331. Κύων ἑστιώμενος

Ἄνθρωπός τις δεῖπνον ἡτοίμαζεν εἰς τὸ καλέσαι φίλον αὐτοῦ οἰκεῖον, ὁ δὲ κύων αὐτοῦ ἄλλον φίλον ἐκάλει λέγων· «ὦ φίλε, δεῦρο. δείπνησον ὧδέ μοι». ὁ δὲ προσελθὼν καὶ ἰδὼν τὸν μέγαν ἐκεῖνον δεῖπνον ἵστατο καὶ διελογίζετο· «βαβαί, πόση μοι χαρὰ ἄρτι ἐφάνη. ἐξαπίνης γάρ με αὕτη κατέσχε καὶ εἰς κόρον μέλλω τρυφῆσαι». τοῦτο καθ᾽ ἑαυτὸν στρέφων ὁ κύων καὶ σείων τὴν κέρκον ἑώρα πρὸς τὸν φίλον τὸν κεκληκότα ἐπὶ τὸν δεῖπνον. ὁ οὖν μάγειρος ἰδὼν αὐτὸν τὴν κέρκον ὧδε κἀκεῖσε περιστρέφοντα κατασχὼν ἐκ τοῦ σκέλους ἔρριψεν αὐτὸν διὰ τῆς θυρίδος. ὁ δὲ κατιὼν ἀπῄει κράζων. τῶν δὲ κυνῶν προσυπαντώντων καὶ ἐρωτώντων αὐτόν· «πῶς ἐδείπνησας;» ὑπολαβὼν ἔφη πρὸς αὐτούς· «ἐξ ὧν ἔπιον μεθυσθεὶς ὑπὲρ κόρον οὐδὲ τὴν ὁδὸν εἶδον, ὅθεν ἐξῆλθον».

Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ θαρρεῖν τοῖς μηδὲν ἀνύουσιν.

[Κάποιος άνθρωπος ετοίμαζε τραπέζι και λογάριαζε να καλέσει έναν αγαπημένο του φίλο. Ο σκύλος εκείνου τού ανθρώπου προσκάλεσε κι αυτός το δικό του φίλο, έναν άλλο σκύλο, με τα εξής λόγια: «συνάδελφε, έλα στο σπίτι μου, να φας κι εσύ εδώ πέρα μαζί μου!».

Πράγματι ο επισκέπτης σκύλος κατέφθασε στο σπίτι, είδε το πλούσιο φαγοπότι, στάθηκε έκθαμβος και συλλογιζόταν: «πω πω, τι ανέλπιστη χαρά μού φανερώθηκε τώρα μόλις! Εντελώς ξαφνικά έπεσε πάνω μου μια τέτοια τύχη! Θα καλοπεράσω και θα φάω μέχρι σκασμού!». Όλες αυτές τις σκέψεις στριφογύριζε μέσα στο μυαλό του ο λιμασμένος σκύλος ενώ ταυτόχρονα κουνούσε χαρούμενος την ουρά του κι έψαχνε με τα μάτια του να εντοπίσει τον άλλο σκύλο, αυτόν που τον είχε προσκαλέσει στο φαγοπότι.

Όμως, εκείνη τη στιγμή, ο μάγειρας τον είδε που στριφογύριζε την ουρά του πέρα δώθε. Τον αρπάζει απ’ το πόδι και τον πετά έξω απ’ το παράθυρο. Ο κακόμοιρος ο σκύλος γκρεμοτσακίζεται στο έδαφος, και παίρνει δρόμο σκούζοντας.

Στο δρόμο τον συναντούσαν κάποιοι άλλοι σκύλοι, και τον ρωτούσαν: «φιλαράκο, πώς πήγε το δείπνο; Χόρτασες καλά;». Εκείνος τότε απαντούσε: «Ήπια τόσο – μέχρι σκασμού! – που, μόλις βγήκα έξω, δεν έβλεπα ούτε το δρόμο απ’ το μεθύσι!».

Δίδαγμα: ας μη βασιζόμαστε ούτε να δίνουμε εμπιστοσύνη σε φρούδες υποσχέσεις ανθρώπων αφερέγγυων κι αναξιόπιστων.

Παροιμίες: «Ακούγω λάδια, τηγανίτες δεν βλέπω!» (Βουνός). «Των ζαρζαλουδιών[1] τα μέσα και των καρυδιών τ' απόξω./Φάε, κοιμήσου κι ο μύλος ας μην αλέσει» (Αμοργός). «Κλώθει κι ανεκλωθαρίζει και τ' αγράττι δε γεμίζει» (Κάρπαθος). Νεοελληνικές: «Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε./Λάδια πολλά κι από τηγανίτα τίποτα./Πολλά μουνιά τριγύρω μου, στον πούτσο μου κανένα./Όλο μέλια ακούγω, τηγανίτες δε βλέπω». Ποντιακή: «Τουζ τουζ και νε μέλ’ νε κερίν» (Τουζ τουζ και ούτε μέλι ούτε κερί): για τον επιδεικτικά και με θόρυβο, όπως η μέλισσα, εργαζόμενο, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ιταλική: «Tanto fumo e poco arrosto» (Πολύς καπνός και λίγο ψητό)].

332. Κυνόδηκτος

Δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον. Εἰπόντος δέ τινος οὕτως ὡς ἄρα δέοι αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν, ὑποτυχὼν ἔφη· «Ἀλλ’ ἐὰν τοῦτο πράξω, δεήσει με ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ πόλει κυνῶν δάκνεσθαι».

Οὕτω καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων πονηρία δελεαζομένη ἔτι μᾶλλον ἀδικεῖν παροξύνεται.

[Ένας άνθρωπος δέχτηκε δάγκωμα σκύλου. Έψαχνε λοιπόν να βρει γιατρειά στο πρόβλημά του. Κάποιος βρέθηκε και του πρότεινε: «πάρε ένα κομμάτι ψωμιού και βάλ’ το πάνω στην πληγή τής δαγκωματιάς, ώστε το ψωμί ν’ απορροφήσει το αίμα σου! Και μετά πάρε αυτό το ψωμί, το βουτηγμένο στο αίμα, και δώσ’ το να το φάει ο σκύλος που σε δάγκωσε!».

Κι ο άνθρωπος, ο δαγκωμένος απ’ το σκύλο, γεμάτος έκπληξη απάντησε: «μα, αν κάνω αυτό που μου προτείνεις, όλα τα σκυλιά τής πόλης θα μαζευτούν πάνω μου και θα με τρελλάνουν στις δαγκωματιές!».

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, όταν το κακό, αντί να τιμωρείται, ανταμείβεται κιόλας].

333. Κύνες λιμώττουσαι

Κύνες λιμώττουσαι, ὡς ἐθεάσαντο ἔν τινι ποταμῷ βύρσας βρεχομένας, μὴ δυνάμεναι αὐτῶν ἐφικέσθαι, συνέθεντο ἀλλήλαις ὅπως πρῶτον τὸ ὕδωρ ἐκπίωσι, εἶθ’ οὕτως ἐπὶ τὰς βύρσας παραγένωνται. Συνέβη δὲ αὐταῖς πινούσαις διαρραγῆναι πρὶν ἢ τῶν βυρσῶν ἐφικέσθαι.

Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων δι’ ἐλπίδα κέρδους ἐπισφαλεῖς μόχθους ὑφιστάμενοι φθάνουσι πρότερον καταναλισκόμενοι ἢ ὧν βούλονται περιγενόμενοι.

[Κάποια πεινασμένα σκυλιά είδαν μέσα σ’ έναν ποταμό κάτι βοδινά τομάρια βουτηγμένα στο νερό. Τα είχαν δεμένα εκεί οι βυρσοδέψες για να μαλακώσουν, προκειμένου κατόπιν να τα επεξεργαστούν. Οι σκύλοι λοιπόν ήθελαν να πλησιάσουν εκείνα τα δέρματα για να τα φάνε, αλλά δε μπορούσαν να τα φτάσουν.

Έκαναν λοιπόν μεταξύ τους σχέδιο να πιουν πρώτα όλο το νερό τού ποταμού, κι έτσι να φτάσουν κοντά στα βοδινά δέρματα. Αποτέλεσμα: προσπαθώντας να ρουφήξουν όλο τον ποταμό, έσκασαν, και φυσικά δεν πλησίασαν στα τομάρια.

Το ίδιο παθαίνουν και μερικοί: από επιθυμία για κέρδη ρίχνονται σε παρακινδυνευμένες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται, προτού βέβαια προλάβουν να κατακτήσουν όσα προσδοκούσαν.

Παροιμίες: «Μεγάλη φασαρία για το τίποτι» (Βουνός). «Χίλια κλήματα δέκα σταφύλια» (Γιάννενα). «Αὕτη ἡ μήρινθος[2] οὐδὲν ἔσπασεν[3]: ἀπὸ τῶν ἁλιευτῶν εἴρηται» (Γρηγορίου τού Κυπρίου). Γερμανική: «Viel Laerm um nichts» (Πολύ κακό για το τίποτα). (Βλέπε και το μύθο Περιστερά διψῶσα)].

334. Κύνες δύο

Ἔχων τις δύο κύνας, τὸν μὲν θηρεύειν ἐδίδασκε, τὸν δὲ οἰκουρὸν ἐποίησε. Καὶ δή, εἴ ποτε ὁ θηρευτὴς ἐξιὼν ἐπ’ ἄγραν συνελάμβανέ τι, ἐκ τούτου μέρος καὶ τῷ ἑτέρῳ παρέβαλλεν. Ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ καὶ τὸν ἕτερον ὀνειδίζοντος, εἴ γε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ’ ἕκαστα μοχθεῖ, ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς αὐτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ, ἐκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὸν δεσπότην, ὃς οὐ πονεῖν με ἐδίδαξεν, ἀλλοτρίους δὲ πόνους κατεσθίειν».

Οὕτω καὶ τῶν παίδων οἱ ῥᾴθυμοι οὐ μεμπτέοι εἰσίν, ὅταν αὐτοὺς οἱ γονεῖς οὕτως ἄγωσιν.

[Ένας άνθρωπος είχε δυο σκύλους. Τον ένα τον προπονούσε για το κυνήγι ενώ τον άλλον τον εκπαίδευσε ως φύλακα τού σπιτιού. Έτσι λοιπόν, όποτε το κυνηγόσκυλο έπιανε κάποιο θήραμα στο κυνήγι, ένα μέρος από ’κείνο το θήραμα έδινε ο αφέντης και στο άλλο σκυλί, στον φύλακα.

Κάποτε ο κυνηγόσκυλος θύμωσε μ’ όλη εκείνη τη συμπεριφορά τού αφέντη, κι άρχισε να «τα ψάλλει για τα καλά» στον άλλο σκύλο, τον σπιτικό: «εγώ συνεχώς τρέχω κι αγωνίζομαι για να πιάσω κανένα θήραμα. Εσύ κοπροσκυλιάζεις όλη τη μέρα, τρως απ’ τα έτοιμα που εγώ κουβαλώ, και δε βγαίνεις ποτέ για κυνήγι! Το βρίσκεις σωστό κάτι τέτοιο, να δουλεύω μόνο εγώ κι εσύ να είσαι ξάπλα και να ζεις από μένα;».

Κι ο σκύλος-φύλακας απάντησε: «για την κατάσταση αυτή μην κατηγορείς εμένα, τ’ αφεντικό να κατηγορείς! Εκείνος εκπαίδευσε εσένα να δουλεύεις και να κυνηγάς, ενώ εμένα μέ δίδαξε να είμαι ξάπλα όλη τη μέρα και να τρώγω τών αλλωνών τούς κόπους».

Δίδαγμα: όποια παιδιά είναι τεμπέλικα και «άχρηστα», την ευθύνη δεν έχουν τα ίδια αλλά οι γονείς που τα ανάθρεψαν και τα διαπαιδαγώγησαν με τέτοιες αρχές.

Πολλοί γονείς επιφυλάσσουν άλλη μεταχείριση στο ένα τους παιδί κι άλλην στο άλλο. Συμβαίνει συχνά να υποχρεώνουν το ένα παιδί τους, απ’ τη μικρή του ηλικία να εργάζεται και με το δικό του κόπο να συντηρεί το άλλο. Όμως, με μια τέτοια συμπεριφορά, οι γονείς δημιουργούν δύο διαφορετικούς τύπους παιδιών: τον προκομμένο και τον ακαμάτη ή – σε άλλη ερμηνεία – το θύμα και τον θύτη. Εξαναγκάζοντας ο γονιός το ένα παιδί του στην εργατικότητα και το άλλο στην οκνηρία, όχι μόνο φέρει ο ίδιος μελλοντικά την ευθύνη για το δρομολόγιο τού κάθε παιδιού αλλά κυρίως σπέρνει, μ’ αυτό τον τρόπο, από πολύ νωρίς, τη διχόνοια και το μίσος ανάμεσα στα παιδιά του. Συνεπώς, ορθή αγωγή εκ μέρους τού γονιού προς τα παιδιά είναι η ομοιόμορφη μεταχείριση: ό,τι μήνυμα περνάς στον έναν, το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να περνάς και στον άλλον. Ειδεμή, «σήμερα σπέρνεις ανέμους και αύριο θερίζεις θύελλες!».

Παροιμίες: «Τα παιδιά και τα σκυλιά όπως τα μάθεις από μικρά» (Χίος). «Παιδάκιν και σκυλάκιν ως το μάθεις» (Αμοργός). «Παιΐ τσαι 'ουρουνάτσι κατά πως το μάθεις» (Κάρπαθος). «Το κοπέλι και το γουρούνι ως το μάθεις» (Κρήτη). «Παιδί τσαι στσύλε όπους τ'ς μάθεις» (Σκύρος). «Το σσυλλίσ σου, το καττίσ σου, όπως το μάθεις έσεις το» (Κύπρος)].

335. Κύκνος καὶ δεσπότης

Τοὺς κύκνους φασὶ παρὰ τὸν θάνατον ᾄδειν. Καὶ δή τις περιτυχὼν κύκνῳ πωλουμένῳ καὶ ἀκούσας ὅτι εὐμελέστατόν ἐστι ζῷον, ἠγόρασε. Καὶ ἔχων ποτὲ συνδείπνους προσελθὼν παρεκάλει αὐτὸν ᾆσαι ἐν τῷ πότῳ. Τοῦ δὲ τότε μὲν ἡσυχάζοντος, ὕστερον δέ ποτε, ὡς ἐνόησεν ὅτι ἀποθνῄσκειν ἔμελλεν, ἑαυτὸν θρηνοῦντος, ὁ δεσπότης αὐτοῦ ἀκούσας ἔφη· «Ἀλλ’ εἰ σὺ οὐκ ἄλλως ᾄδεις, ἐὰν μὴ ἀποθνῄσκῃς, ἐγὼ μάταιος ἦν, ὃς τότε σε παρεκάλουν, ἀλλ’ οὐκ ἔθυον».

Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων, ἅ μὴ ἑκόντες χαρίσασθαι βούλονται, ταῦτα ἄκοντες ἐπιτελοῦσιν.

[Λένε πως οι κύκνοι, όταν νοιώσουν πως πλησιάζει ο θάνατός τους, τραγουδούν. Μια φορά λοιπόν ένας άνθρωπος έπεσε πάνω στην πώληση ενός κύκνου. Κι επειδή πληροφορήθηκε πως ο κύκνος είναι μελωδικότατο πουλί, τον αγόρασε. Κάποτε αυτός ο αγοραστής τού κύκνου είχε στο σπίτι του προσκεκλημένους σε δείπνο. Για να συμπληρώσει λοιπόν τη διασκέδασή τους πάνω στο γλέντι και στο ποτό, πλησίασε τον κύκνο και του ζήτησε ν’ αρχίσει να τραγουδά. Όμως ο κύκνος δεν τό ’χε σκοπό να τραγουδήσει, και δεν άνοιγε το στόμα του. Ο οικοδεσπότης τότε νευρίασε που το πουλί δεν συνεργαζόταν. Πάνω στο θυμό του έπιασε τον κύκνο και πήγε να τον σφάξει. Τότε το πουλί, καταλαβαίνοντας πως θα πεθάνει, άρχισε το θρήνο του, το «κύκνειο άσμα» του. Έκπληκτος τότε ο οικοδεσπότης αναφώνησε: «απ’ ό,τι φαίνεται, εσύ για να τραγουδήσεις, πρέπει να νοιώσεις πως θα πεθάνεις! Μεγάλος βλάκας είμαι που τόσην ώρα σε θερμοπαρακαλούσα ν’ ανοίξεις το στόμα σου και δεν σ’ έσφαζα».

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: αυτά που δεν θέλουν να κάνουν από μόνοι τους, τα κάνουν μια χαρά άμα εξαναγκαστούν. Όταν οι νουθεσίες και συστάσεις απευθύνονται εις ώτα μη ακουόντων, επιβάλλεται η υιοθέτηση δραστικότερων μέτρων προς συμμόρφωση τών παρεκτρεπομένων.

Παροιμίες: «Ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ὡς σκεύη κεραμέως συντρίψεις αὐτούς» (Ψαλμός Δαυΐδ, 2. 9). Κεφαλλονίτικες: «Χωριάτης εγεννήθηκε, ματσούκα πελεκιέται./Το στανιό και τη βία ο Θεός τά ‘δωκε». «Το φρόνιμο παιδί φοβάται τον λόο, το κακό μηδέ το ξύλο» (Αμοργός). «Καλός ο αγιασμός μα πάρε και μια γάτα» (Σάμος). «Όπου δε ππέφτει λό(γ)ος ππέφτει ράβδος» (Κως). «Άμαν έχεις ένα ραβδί με μια στρωτή ματσούκα, πες πως έχεις δέκα συdρόφοι» (Νάξος). Γερμανική: «Wer nicht hören will, muss fühlen» (Όποιος δεν θέλει να ακούσει, πρέπει να αισθανθεί). Και η αντίθετη άποψη: Βλάχικη: «Όμλου σ' πιλιξιάστι κου ζμπόρλου σ' όχι κου ταπόρλου» (Ο άνθρωπος «πελεκιέται» με το λόγο κι όχι με το τσεκούρι)].

336. Κύκνος ἀντὶ χηνὸς ἀπαχθείς

Ἀνὴρ εὐπορῶν χῆνά τε ἅμα καὶ κύκνον ἔτρεφεν, οὐκ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς μέντοι· τὸν μὲν γὰρ ᾠδῆς, τὸν δὲ τραπέζης ἕνεκεν. Ἐπεὶ δὲ ἔδει τὸν χῆνα παθεῖν ἐφ’ οἷς ἐτρέφετο, νὺξ μὲν ἦν, καὶ διαγινώσκειν ὁ καιρὸς οὐκ ἀφῆκεν ἑκάτερον. Ὁ δὲ κύκνος, ἀντὶ τοῦ χηνὸς ἀπαχθείς, ᾄδει τι μέλος θανάτου προοίμιον, καὶ τῇ μὲν ᾠδῇ μηνύει τὴν φύσιν, τὴν δὲ τελευτὴν διαφεύγει τῷ μέλει.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις ἡ μουσικὴ τελευτῆς ἀναβολὴν ἀπεργάζεται.

[Ένας πλούσιος άνθρωπος στο σπίτι του εξέτρεφε μια χήνα κι έναν κύκνο. Το κάθε πουλί για άλλο σκοπό το είχε: τον κύκνο για να τραγουδά, τη χήνα για να τη σφάξει και για να κάμει τραπέζι με το κρέας της.

Έφτασε λοιπόν η στιγμή να σφαχτεί η χήνα και να γίνει έδεσμα. Ήταν νύχτα, ο άνθρωπος στα σκοτεινά έπιασε ένα πουλί χωρίς όμως να καταλάβει ποιο απ’ τα δυο έπιασε. Είχε πιάσει τον κύκνο κι όχι τη χήνα. Και, καθώς τον κρατούσε απ’ το λαιμό, ήταν έτοιμος να τον πνίξει.

Ο κύκνος, καθώς λένε, άμα καταλάβει πως πλησιάζει το τέλος του, τραγουδά το πιο ωραίο του τραγούδι, το «κύκνειο άσμα», τον προάγγελο τού θανάτου του.

Απ’ το τραγούδι τού πουλιού κατάλαβε ο άνθρωπος πως κόντευε να πνίξει τον κύκνο, κι έτσι τον άφησε ζωντανό. Ο κύκνος, χάρη στο τραγούδι του, γλύτωσε το χαμό του.

Δίδαγμα: η δύναμη τής μουσικής είναι τεράστια. Μπορεί αυτή να σταματήσει ακόμα και την εκτέλεση κάποιου σε θάνατο!

Παροιμία: «Κύκνειον ᾆσμα: ἐπὶ τῶν ἐγγὺς θανάτῳ ὄντων. οἱ γὰρ κύκνοι θνήσκοντες ᾄδουσιν» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].

337. Κοχλίαι

Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτα· ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη· «Ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον.

[Ο γιος ενός γεωργού είχε μαζεμένα κάμποσα σαλιγκάρια, τα είχε πάνω σε μια φωτιά και τά ’ψηνε. Την ώρα που εκείνα ψήνονταν, έβγαζαν έναν χαρακτηριστικό ήχο.

Το παιδί εξέλαβε εκείνο τον ήχο ως τραγούδι, κι είπε: «ελεεινά κι αναίσθητα πλάσματα, τα σπίτια σας καίγονται κι εσείς τραγουδάτε!».

Δίδαγμα: καθετί που γίνεται έξω απ’ την ώρα του είναι κατακριτέο και επονείδιστο. Κάποιοι άνθρωποι είναι σε υπέρμετρο βαθμό αναίσθητοι και ανεύθυνοι: ακόμα και σε στιγμές καθολικής καταστροφής, κοιτάζουν το στενά ατομικό τους συμφέρον και την καλοπέρασή τους. Ένα παράδειγμα: έστω ότι σε μια οικογένεια υπάρχει πένθος λόγω τού θανάτου ενός μέλους της. Αν οι υπόλοιποι, μέσα στις συνθήκες πένθους, πάνε σ’ ένα πανηγύρι ή σ΄ ένα κέντρο νυχτερινής διασκέδασης, τότε σίγουρα είναι ξεδιάντροποι και, γι’ αυτό το λόγο, δικαιολογημένα κατακριτέοι. Έτσι έμεινε παροιμιώδης η φράση: «τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε;».

Παροιμίες: «Ο κόσμος ποντίζεται και η γριά χτενίζεται» (Σιδηρούντα Χίου). «Κάηκε το δάσος και μια μάννα που γέννησε φίδι είπε «αλίμονο σε μένα, θα καεί το φίδι μου!». Ποντιακή: «Εκάεν υλέε κι είνας μάνα π’ εγέννεσεν οφίδ’ είπεν, αϊλλοί εμέν, θα καίγεται τ’ οφίδ’ -ι-μ’» (Κάηκε το δάσος και μια μάνα που γέννησε φίδι είπε  «αλλοίμονο σε μένα, θα καεί το φίδι μου»). Βωμολοχικές παραλλαγές: «Εδώ ο κόσμος καίγεται, και το μουνί χτενίζεται!/Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί ξυρίζεται!/Εδώ το χωριό καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται!». «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν!». «Δαμαί ο κόσμος κρούζει, τζι ο αλουπός στρώνει γάμο» (Κύπρος). «Η γη καταποντίζεται κι η κόρη μας στολίζεται./Να, κερά, τις έγνοιες μου κι εγώ πάω στο χορό./Ο κόσμος εποντίζουνταν κι η γριά χτενίζουνταν./Το σπίτι καίεται λ' εγώ κρατώ τα κλειδιά» (Αμοργός). «Αφέd'ς μου κλαίει το γάδαρο τσ' η μάννα μ' το σομάρζι!/Ο γέρος δέρνεται τσ' η γρζά ξεροχτενίζεται» (Σκύρος). «Όλοι γυρεύαν το σεισμό κι’ ο μαραγκός γυναίκα[4]» (Κρήτη)].

338. Κορώνη καὶ κύων

Κορώνη Ἀθηνᾷ θύουσα κύνα ἐφ’ ἑστίασιν ἐκάλεσεν. Ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτήν· «Τί μάτην τὰς θυσίας ἀναλίσκεις; ἡ γὰρ δαίμων οὕτως σε μισεῖ ὡς καὶ τῶν σῶν οἰωνῶν τὴν πίστιν περιελέσθαι». Καὶ ἡ κορώνη ἀπεκρίνατο· «Ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦτο αὐτῇ θύω, διότι οἶδα αὐτὴν ἀπεχθῶς διακειμένην, ἵνα διαλλαγῇ».

Οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τοὺς ἐχθροὺς εὐεργετεῖν οὐκ ὀκνοῦσιν.

[Μια κουρούνα έκανε θυσία στην Αθηνά, και προσκάλεσε στη γιορτή κι έναν σκύλο. Ο σκύλος τής είπε: «Για ποιο λόγο κάνεις μάταια έξοδα για θυσίες στη θεά Αθηνά; Ξέρεις πως η θεά σε μισεί τόσο που έχει αφαιρέσει κάθε αξιοπιστία απ’ τους οιωνούς σου».

Κι η κουρούνα απάντησε: «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τής προσφέρω θυσίες κι εγώ: ξέρω πως με σιχαίνεται. Θέλω λοιπόν να την κάμω να συμφιλιωθεί μαζί μου».

Έτσι κάνουν πολλοί: από φόβο απέναντι στους εχθρούς τους δε διστάζουν ακόμα και ευεργεσίες να τους προσφέρουν.

Παροιμίες: «Χέρι που δε μπορείς να δαγκάσεις, σκύβε και φίλα το!» (Χίος). «Χέρι που δε μπορείς να το δακάεις, φίλησέ το να περάεις» (Πυργί). «Αντάν να κατεβαίν' ο ποταμός, ό,τι βρίσκει μπροστά του παίρνει το./Κάμε τοδ δκιάολογ κουμπάρον, να περάσης το γιοφύριν./Το σέριμ πομ μπορείς να δακκάσης, γλείψε το» (Κύπρος). (Βλέπε και το μύθο Μύες καὶ γαλαῖ)].

339. Κορώνη καὶ κόραξ

Κορώνη φθονήσασα κόρακι ἐπὶ τῷ διὰ οἰωνῶν μαντεύεσθαι ἀνθρώποις καὶ τὸ μέλλον προφαίνειν καὶ διὰ τοῦτο ὑπ’ αὐτῶν μαρτυρεῖσθαι, ἐβουλήθη τῶν αὐτῶν ἐφικέσθαι· καὶ δὴ θεασαμένη τινὰς ὁδοιπόρους παριόντας ἧκεν ἐπί τινος δένδρου, καὶ στᾶσα μεγάλα ἐκεκράγει. Τῶν δὲ πρὸς τὴν φωνὴν ἐπιστραφέντων καὶ καταπλαγέντων, εἷς τις ὑποτυχὼν ἔφη· «Ἀλλ’ ἀπίωμεν, ὦ φίλοι· κορώνη γάρ ἐστιν, ἥτις κεκραγυῖα οἰωνὸν οὐκ ἔχει».

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς κρείττοσιν ἀνθαμιλλώμενοι πρὸς τῷ τῶν ἴσων μὴ ἐφικέσθαι, καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.

[Η κουρούνα ζήλεψε τον κόρακα, επειδή οι άνθρωποι λογαριάζουν τον κόρακα ως μαντικό οιωνό, για να κάνουν προβλέψεις στο μέλλον, και γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο επικαλούνται κιόλας τον κόρακα στις μαρτυρίες τους. Θέλησε λοιπόν η κουρούνα όλα αυτά να τα πετύχει καί η ίδια.

Μια φορά είδε κάτι οδοιπόρους που περνούσαν από ’κεί κοντά. Αμέσως η κουρούνα ανέβηκε πάνω σ’ ένα δέντρο, κούρνιασε εκεί, κι άρχισε να κράζει δυνατά. Οι οδοιπόροι τρόμαξαν και στράφηκαν προς το μέρος που ακουγόταν η φωνή.

Ένας τους πήρε το λόγο κι είπε: «φίλοι, μην ανησυχείτε! Μπορούμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Κουρούνα είναι κι όχι κόρακας! Ας κράζει όσο θέλει. Έτσι κι αλλιώς οιωνό δε δίνει».

Κάτι παραπλήσιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους: όσοι επιχειρούν να ξεπεράσουν τούς καλύτερούς τους, όχι μόνο δεν καταφέρνουν ανάλογες επιδόσεις μ’ εκείνους αλλά επιπλέον γίνονται καί καταγέλαστοι.

Παροιμίες: «Κουνιούνται τα σιδερικά, κουνιούνται κι οι βελόνες!», «Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες». (Βλέπε και το μύθο Ζεὺς καὶ Ἀπόλλων)].

340. Κορυδαλός

Κορυδαλὸς εἰς πάγην ἁλοὺς θρηνῶν ἔλεγεν· «Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ καὶ δυστήνῳ πτηνῷ· οὐ χρυσὸν ἐνοσφισάμην τινός, οὐκ ἄργυρον, οὐκ ἄλλο τι τῶν τιμίων· κόκκος δὲ σίτου μικρὸς τὸν θάνατόν μοι προὐξένησεν».

Ὁ μῦθος πρὸς τοὺς διὰ κέρδος εὐτελὲς μέγαν ὑφισταμένους κίνδυνον.

[Ένας κορυδαλλός πιάστηκε σε παγίδα. Θρηνούσε κι έλεγε: «Αλίμονό μου τού δύστυχου και κακόμοιρου! Ούτε χρυσάφι καταχράστηκα ούτε ασήμι έκλεψα ούτε κανένα άλλο πολύτιμο πράγμα! Για έναν τόσο δα κόκκο σιταριού παγιδεύτηκα, και χάνω τη ζωή μου!».

Ο μύθος απευθύνεται σε ανθρώπους που μπαίνουν σε μεγάλο κίνδυνο για κέρδος ασήμαντο.

Παροιμίες: «Αν είναι να κλέψεις, κλέψε!» (Αν έχεις σκοπό να παρανομήσεις, τότε η παρανομία σου ας «πιάσει τόπο», ώστε να μη σου μείνει μόνο το στίγμα!)  (Χίος). «Αν αρτυθείς να είν΄ αρνί, αν κλέψεις νά ‘ν’ χρυσάφι, κι αν αγαπήσεις και καμιά να τη ζηλεύει η γειτονιά./Αν αρτυθώ να φάω αρνί, αν κλέψω νά ‘ναι ψάρι, κι αν αγαπήσω και κανεί να είναι παλληκάρι. Αν μααρίσ' ας είν' λαρδί[5], κι' αν κλέψ' ας είν' λοάρι,[6] κι' αν με φιλήση και κανείς ας είναι παλληκάρι» (Αμοργός). «Αν μαγαρίσω, νά ’ν λαρδί, κι αν κλέψω νά ’ν λογάρι, κι αν πάρω και γυναίκα μου νά ’νε παπαδοπούλα[7]» (Κρήτη). «Καλώς τονε το Θοδωρή, άνε βαστά και πήτα, περίτου[8] νάνε σίτινη[9] και νάχει και μυζήθρα[10]»  (Κρήτη). «Αν κλέψεις να 'ναι μάλαμα, αν φας να 'ναι περδίκι, κι αν κάνεις αγαπητικιά ή να 'ναι ή να λείπει» (Λέσβος). «Αν είναι για να τουρκέψω, να γίνω αγάς./Αν είναι για ζαπτιές[11], καλά κάθομαι» (Λέσβος). «Σα θα ναρτυθώ, 'α φάγ' λαβράtchι'[12], σαν είνι για σμαρίδα[13] tchι καλουγρηγιές[14] ας λείπ'» (Λέσβος). «Α gατελύσου[15], ναν αρνί, τσ' α φάου, νάναι ψάρζι. Τσ' α gάνου τσ' αγαπητ'κό, νάναι παλλ'κάρζι» (Σκύρος). «Σικελὸς ὀμφακίζεται: ἐπὶ τῶν τὰ μηδενὸς ἄξια κλεπτόντων λέγεται ἡ παροιμία. Μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Σικελῶν, τὰς ἀβρώτους ὄμφακας κλεπτόντων. Μέμνηται ταύτης Ἐπίχαρμος» (Ζηνοβίου)].


[1] ζαρταλούδι το (Βολισσός) και τζεσταλούδι (Ν. Χίος): <τουρκ. zerdali<ινδ. zardalu. Καΐσι, βερύκοκκο. Στη Βολισσό το επώνυμο Ζαρταλούδης.

[2] αρχ. μήρινθος η: σπάγγος, κλωστή, αλιευτική ορμιά, πετονιά. Λατ. linea-ae. Η αρχαία παροιμία «η μήρινθος ουδέν έσπασεν» (=η πετονιά δεν έπιασε ψάρι) σημαίνει «η προσπάθεια απέβη άκαρπη».

[3] αρχ. σπάω: σύρω, τραβώ, ανασύρω.

[4] Απόδοση: όλοι γύρευαν να σωθούν από το σεισμό κι ο μαραγκός γύρευε γυναίκα. Για ανθρώπους στο έπακρον ιδιοτελείς και ατομιστές, οι οποίοι ακόμα και σε στιγμές καθολικής δυστυχίας αποσκοπούν στην προώθηση τού στενά ατομικού τους συμφέροντος.

[5] λαρδί το: <μεσν. λαρδίον<μεσν. λάρδος<λατ. lar(i)dum<αρχ. λαρινός (=παχύς, καλοθρεμμένος, σιτευτός)<αρχ. λαρός-ά-όν (=ο γλυκύς-ευχάριστος στη γεύση)<αρχ. λάω (=θέλω, επιθυμώ). Παστό χοιρινό κρέας, χοιρινό λίπος, σίαλος. (Επώνυμο Λάρδας στη Χίο).

[6] λογάρι το: <μεσν. λογάριν<αρχ. λογάριον<λόγος. Το χρήμα, ο θησαυρός. «Κατά Κοραήν, τα συναθροισμένα και πεφυλαγμένα χρήματα, κατά μεταφοράν ως φαίνεται, διότι εις αυτό μάλιστα γίνονται οι συχνοί λογαριασμοί και αι καταριθμήσεις» (Πασπάτης).

[7] παπαδοπούλα: οι θυγατέρες τών ιερέων εθεωρούντο επιτυχημένη επιλογή ως μελλοντικές σύζυγοι, αφενός διότι αυτές ως τέκνα ιερέων είχαν τύχει υγιούς και χρηστής ανατροφής, αφετέρου δε επειδή, λόγω τής ιδιότητας τού πατέρα τους, διέθεταν μια κάποια οικονομική άνεση.

[8] περίτου επίρρ. ποσοτικό και τοπικό (Κύπρος): α) περισσότερο, πάρα πολύ. β) μακρύτερα.

[9] σίτινη: σιταρένια, από αλεύρι σίτου. Το σιταράλευρο είναι το ποιοτικότερο όλων τών αλεύρων.

[10] μουτζήθρα η: <ουσ. ζυμήθρα<ουσ. ζύμη+κατάλ. –θρα (Κριαράς). Κατά Κουκουλέ: μυζήθρα<Μυζηθράς>Μυστράς (ίσως από τον τόπο προέλευσης). Τυροκομικό προϊόν που προκύπτει μετά την πήξη και παραλαβή τού τυριού, μυζήθρα.

[11] ζαφτιές ο: <τουρκ. zaptiye (=αστυνόμος, ζαπτιές)-ς. Αστυνομικός, χωροφύλακας.

[12] λαβράκι το: <λαβράκιον<αρχ. λάβραξ ο<επίθ. λάβρος (=ορμητικός). Είδος ψαριού.

[13] σμαρίδα η: <αρχ. σμαρίς, αιτ. –ίδα.

[14] καλογριά η (Χίος): α) είδος μαυριδερού κοχλία, β) είδος ψαριού με μαύρο χρώμα.

[15] κατελώ: <κατελυώ<καταλύω. Καταστρέφω, αφανίζω, καταναλώνω, ασωτεύω, ξοδεύω.

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη