
Το εγχείρημα διερεύνησης ενόσω εξελίσσεται ένα γεγονός δεν είναι εύκολο. Όμως, όταν όλα πλέον έχουν διαμορφωθεί δεν καταθέτεις άποψη, αλλά συνάγεις αποτελέσματα. Το BREXIT, όταν μόλις σήμερα το πρωί (Παρασκευή) έχει γίνει γνωστή η απόφαση των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ), είναι μία τέτοια περίπτωση. Επιπλέον για πρώτη φορά πιθανώς να έχουμε έξοδο Κράτους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαδικασία που δεν έχει προηγούμενο γι’ αυτό περιγράφεται ως «αχαρτογράφητα νερά» κάνει τη στάθμιση των γεγονότων ακόμη πιο δύσκολη.
Κατ’ αρχάς είναι αδιαμφησβήτητο πως πρόκειται για ιστορικής σημασίας γεγονός. Μία καθαρή απόφαση αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Απόφαση που ενισχύθηκε από προσωπικούς, τυχοδιωκτικούς, σχεδιασμούς, που στηρίχθηκε από τον άκρατο εθνολαϊκισμό, ενός συνονθυλεύματος ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων με κύριο γνώρισμα το λαϊκισμό, αλλά που επικαλέστηκε υπαρκτά προβλήματα της Ε.Ε. Απόφαση που θα έχει συνέπειες. Και αρνητικές και θετικές, σε πολλά επίπεδα. Σε πρώτη ανάγνωση επιχειρείται η σκιαγράφηση και ίσως η αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών, αλλά είναι σίγουρο ότι μπορούν να υπάρξουν και θετικές.
Στο οικονομικό επίπεδο ήδη η στερλίνα κατρακύλησε και παρά τις προσπάθειες στήριξης, εκτιμώ ότι θα αργήσει να βρει σαφή επίπεδα ισορροπίας. Αυτό βέβαια θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες όπως η χρονική διάρκεια για την οριστικοποίηση ή μη του «διαζυγίου» ΗΒ – Ε.Ε., η εκατέρωθεν στάση στις διαπραγματεύσεις, οι στηρίξεις πέραν του Aτλαντικού ή και άλλα γεωπολιτικά γεγονότα. Για το ίδιο το ΗΒ φαίνεται να υπάρχει σημαντική δυσκολία από τις νομισματικές πιέσεις, την πιθανότητα πληθωρισμού, την απώλεια θέσεων εργασίας, το ότι το 53% των εξαγωγών του γίνεται στην Ε.Ε. και επιπλέον την υψηλή πιθανότητα αμφισβήτησης του City ως χρηματοπιστωτικού κέντρου. (Σε αυτό θα επανέλθω και παρακάτω σχετικά με την Ελλάδα.) Και όλα αυτά σε μία ισχυρή οικονομία όπως του ΗΒ.
Για την Ε.Ε. η οικονομική επίπτωση σε πρώτη φάση φαίνεται να βρίσκεται στην αναγκαστική μείωση του προϋπολογισμού της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην τρέχουσα προγραμματική 2014 – 2020, που συμπεριλαμβάνει και το ΕΣΠΑ, όπου πιθανά να γίνει επαναδιαπραγμάτευση, στη μείωση δεικτών στους οποίους συνέβαλε το ΗΒ και πολύ λιγότερο στις εμπορικές συναλλαγές συνολικά, αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανά κάθε Κράτος – Μέλος.
Σε κάθε περίπτωση η Ε.Ε. έχει πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα αντιμετώπισης των συνεπειών και δεν πρέπει να λησμονούμε πως αφενός δεν είναι και η πρώτη κρίση στην οποία έχει βρεθεί και αφετέρου το ΗΒ έχει μία «ειδική σχέση» με την Ε.Ε., γεγονός που μειώνει τις συνέπειες σε αυτή, παρότι ήταν επώδυνη όλο το προηγούμενο διάστημα.
Σε πολιτικό επίπεδο σαφώς χαμένο είναι το ΗΒ δεδομένου ότι αποδυναμώνεται και μόνο από το γεγονός ότι δεν θα είναι η γέφυρα των ΗΠΑ προς την Ε.Ε. Επιπλέον, φαίνεται ότι άνοιξαν οι «ασκοί του Αιόλου» για την ίδια τη συνοχή του, καθώς τόσο η Σκωτία, όσο και η Β. Ιρλανδία, ψήφισαν για την παραμονή και διεκδικούν -η Πρωθυπουργός της Σκωτίας το δήλωσε- και συμμετοχή στη διαπραγμάτευση με την Ε.Ε., αλλά και διατηρούν το δικαίωμά τους για να αποσχιστούν από το ΗΒ και να παραμείνουν στην Ε.Ε., κρατώντας το υφιστάμενο «κοινοτικό κεκτημένο», άρα άμεση πρόσβαση σε όλη τη λειτουργία της Ε.Ε.
Στην ίδια την Ε.Ε. υπάρχει ο κίνδυνος αύξησης του περίφημου ευρωσκεπτικισμού. Ο όρος κατά τη γνώμη μου δεν αποδίδει την πραγματική διάσταση αυτών που επιθυμούν διάλυση της Ε.Ε., καθώς είναι ένα μείγμα ακροδεξιών, ριζοσπαστών εθνικιστών, αλλά και φοβικών σε κάθε εξέλιξη «αριστερών». Αυτός όμως ο κίνδυνος σαφώς και μπορεί να αντιμετωπιστεί καθόσον η Ε.Ε. θα βαθαίνει την πολιτική της ενοποίηση σε ουσιαστική βάση, θα δημιουργεί συνθήκες στιβαρής λειτουργίας της δημοκρατίας μειώνοντας τη γραφειοκρατία της, αλλά και ίσως στρεφόμενη σε εκείνη τη σκέψη της ενίσχυσης των περιφερειών της, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε πρωτογενές πολιτικό επίπεδο. Παράλληλα, παρά τις πρώτες σκέψεις σε πολλούς θα επικρατήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και του κόστους που θα αναλάβουν, εκτός βέβαια αν συνεχιστούν οι παράλληλοι μονόλογοι της μονόπλευρης νομισματικής ένωσης, όπως μέχρι σήμερα που αποτρέπουν τους πολίτες από την ιδέα της Ευρώπης.
Επιπλέον, πολλοί διαβλέπουν τον κίνδυνο μιας Ε.Ε. περισσότερο γερμανοκεντρικής, αλλά λησμονούν τους άλλους μεγάλους εταίρους όπως η Γαλλία, που εκ των πραγμάτων αναλαμβάνει μεγαλύτερο ειδικό βάρος, ή η Ιταλία. Και κυρίως τη δυναμική που μπορεί να προσδώσει η αφορμή της αποχώρησης του ΗΒ και να μετατραπεί η πρόκληση σε ευκαιρία αλλαγών. Ιδιαίτερα πετυχημένα ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για ένα «νέο αφήγημα επανασύνδεσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης με την καθημερινή ζωή των πολιτών», ιδιαίτερα όσων έχουν πληγεί από την κρίση, «για ένα νέο ευρωπαϊκό σχέδιο και μία συμφωνία αλήθειας ανάμεσα στην Ε.Ε., τα κράτη και τους λαούς, που να ξεπερνά ιδεολογικούς δογματισμούς».
Σε κάθε περίπτωση τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια θα είναι «γεμάτα» από εξελίξεις είτε προχωρήσει η αποχώρηση του ΗΒ από την Ε.Ε., είτε όχι. Και κρατώ την επιφύλαξη γιατί ήδη κάποιοι από τους «θερμούς» υποστηρικτές του BREXIT άρχισαν είτε να μην βιάζονται για την αποχώρηση, είτε να αναγνωρίζουν ότι ψεύδονταν πριν τις κάλπες, ενώ δεν μπορούν να αποκλείονται και άλλες κινήσεις για την εκ νέου συζήτηση περί BREXIT.
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα έχουμε την ατυχία να υπάρχει η ανίκανη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ η οποία παρά την προσεκτική στάση (;) που επιχείρησε να κρατήσει μοιάζει να «χαίρεται» που κάποιοι άλλοι από διαφορετική αφετηρία από τα δικά της λεγόμενα δημιούργησαν «πρόβλημα». Κυβέρνηση που μιλάει για προβλήματα στο «κοινό σπίτι» της Ε.Ε. ταυτιζόμενη με φωνές όπως του Φαράζ και στο βάθος και της Λεπέν. Κυβέρνηση που θεωρεί ότι μπορεί να ησυχάσει όσο η Ε.Ε. θα ασχολείται με «μεγαλύτερα προβλήματα» από την Ελλάδα. Για αυτό υιοθέτησε τα πάντα και τα έβαλε όλα στον αυτόματο κόφτη. Για να κερδίζει πολιτικό χρόνο, αλλά δεν θα της προκύψει! Κυβέρνηση που δεν κάνει το παραμικρό για να ενισχύσει τη θέση της χώρας. Που έχει εξαντλήσει κάθε κεφάλαιο αξιοπιστίας της και παρακολουθεί αμέτοχη, κυνηγώντας να κλείσει τις κοστοβόρες για τους πολίτες «ουρές» της αξιολόγησης.
Κυβέρνηση που αντί να ετοιμάζεται να αξιοποιήσει την πιθανότητα να προσελκύσει τμήματα από το City που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στον Πειραιά (ή και στο προς αξιοποίηση Ελληνικό), αφήνει το Παρίσι ή την Φρανκφούρτη να το κάνουν και μάλιστα με εντατικό ρυθμό. Προφανώς, δεν είναι εύκολο να γίνει ο Πειραιάς το νέο χρηματοπιστωτικό κέντρο, αλλά θα έπρεπε να είναι δυναμικά στο παιχνίδι ειδικά για το χώρο της ναυτιλίας. Αυτό βέβαια θα το επιχειρούσε μία κυβέρνηση που δεν έχει αλλεργία απέναντι στον ιδιωτικό τομέα και στη ναυτιλία κατ’ επέκταση.
Και αν κανείς έχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται – και αυτός δεν είναι άλλος από την κυβέρνηση – θα μπορούσε να βρει και άλλες ευκαιρίες προς αξιοποίηση που να μετατρέπουν το όποιο πρόβλημα σε ευκαιρία.
Σε κάθε περίπτωση κρίσης η διελκυστίνδα μεταξύ κινδύνου και ευκαιρίας εμπεριέχεται στην ίδια την κρίση. Μόνο όσοι δεν αντιμετωπίζουν φοβικά τις αλλαγές μπορούν να αξιοποιούν τα γεγονότα και να ενισχύουν τη θέση της χώρας. Και αυτό δεν μπορεί να το κάνει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Καραχάλιος Χρήστος
Μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Ν.Δ.


































