ΕΡΩΣ-ΗΡΩΣ (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Πέμ, 13/05/2021 - 18:14
Λεωνίδας Πυργάρης

Η βάρκα ἀραγμένη στὴν ἀκρογιαλιάν, ἡ μπαρούμα* δεμένη ἔξω εἰς ἕνα βράχον, δίπλα εἰς τὴν ἄμμον τοῦ Χειμαδιοῦ, παραπέρα ἀπὸ τὸ Μικρὸ Μουράγιο τῆς Πιάτσας, κάτω ἀπὸ τὸν βραχώδη κρημνὸν τοῦ Πανωμαχαλᾶ.

Καὶ ὁ μικρὸς ναύτης, ὁ Γιωργὴς τῆς Μπούρμπαινας, ἐξαπλωμένος ἐπάνω εἰς τὴν πρύμνην, μὲ μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ἀκίνητος, μὲ ἀνοικτὰ τὰ ὄμματα, σπινθηρίζοντα εἰς τὸ σκότος, ὡμοίαζε μὲ τὸν δράκον τοῦ παραμυθιοῦ κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιμᾶτο μὲ ἀνοικτὸν τὸ ὄμμα.

Δὲν ἐξήρχετο στεναγμὸς οὔτε πνοὴ ἀπὸ τὸ στόμα του. Τὸ στῆθός του δὲν ἐκολποῦτο. Θὰ ἔλεγες ὅτι ἀνέπνεε πρὸς τὰ ἔσω, ὅτι ἔζη μόνον ζωὴν ἐνδόμυχον.

Εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυκτα πρὸ πολλοῦ. Ὀλίγα φῶτα ἐφαίνοντο ἀκόμη λάμποντα ἀμυδρῶς εἰς τοὺς φεγγίτας τῶν οἰκιῶν, ὁλόγυρα, σιμὰ εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. Γαλήνιος ἡ θάλασσα ἐκοιμᾶτο, καὶ μόνον εἰς τὴν ἀκροπελαγιὰν ὡς ρογχάλισμά της ἐρρόχθει, ἐφλοίσβιζε μελαγχολικῶς φωσφορίζον τὸ κῦμα. Καὶ ἡ βάρκα ἐλικνίζετο ἐλαφρά, ὡς διὰ τῆς ἁπαλωτέρας μητρικῆς θωπείας. Καὶ ὁ φωσφορισμὸς τοῦ κύματος ἀπήντα εἰς τὸν σπινθηρισμὸν τοῦ ὄμματος τοῦ ναύτου.

Ἦτο καρφωμένον, ἐμπηγμένον ἀτενῶς τὸ ὄμμα του εἰς ἓν σημεῖον, εἰς μίαν οἰκίαν, ὑψηλά, ὄχι μακράν, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἀνοικτὰ ἦσαν τὰ παράθυρα, αἱ ὕαλοι κλεισμέναι, φῶς μέγα ἔφεγγεν εἰς τὰς ὑάλους. Καὶ ἔβλεπες συχνὰ εἰς τὸ φῶς ἐκεῖνο σκιὰς κινουμένας, φευγούσας εἰκόνας, πρόσωπα καὶ ἰνδάλματα. Ὁ μικρὸς ναύτης ἐκοίταζεν ἀπλήστως, καὶ δὲν ἀνέπνεεν οὔτε ἐμορμύριζεν.

Ἤκουε μετὰ πολλοὺς ἄλλους κρότους καὶ ἤχους καὶ μετὰ ὕπνους καὶ ὄνειρα καὶ νευρικοὺς τιναγμούς, ἤκουε πότε-πότε σιγῶντα καὶ πάλιν θορυβοῦντα διὰ μακρῶν βιολιά, λαγοῦτα, λαλούμενα. Καὶ ἐνωτίζετο ρυθμικὸν κρότον χοροῦ, καὶ ἐνηχεῖτο ᾄσματα καὶ ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ εὐθυμίας. Καὶ ὅλα τοῦ ἐφαίνοντο ἀσυνάρτητα, ἀκατάληπτα καὶ βόμβος ἄναρθρος ἤχει εἰς τὰ ὦτά του. Δι᾽ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε πλέον ᾆσμα οὔτε φθόγγος οὔτε ἦχος, ἱκανὸς νὰ ἐκφράσῃ τὸ τί ὑπέφερε.

Τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ἀποβραδὺς ὁ κυβερνήτης τῆς βάρκας, ὁ καπετὰν Κωνσταντὴς ὁ Σιγουράντσας:

- Αὔριο, πρωὶ-πρωί, μὲ τὸ καλό, ἔχουμε ναῦλο. Θὰ τοὺς κουβαλήσουμε πέρα· (ἔδειξε τὴν συνοικίαν ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, καὶ εἶτα ἔκαμε κυματοειδῆ κίνησιν τῆς χειρὸς πρὸς δυσμάς). Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.

- Ποιανοὺς θὰ κουβαλήσουμε; ἠρώτησεν ὁ μικρὸς ναύτης.

- Δὲν ξέρω τί ὥρα θὰ ξεμπερδέψουνε, ἐπανέλαβεν ὁ κυβερνήτης, δεικνύων ἐπιμόνως τὴν συνοικίαν. Μπορεῖ νὰ μᾶς σηκώσουν τὸ ταχὺ-ταχύ, πρὶν φέξῃ. Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.

- Ποιοὶ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς σηκώσουν; ἠρώτησε πάλιν ὁ Γιωργής.

- Καλὰ εἶναι νὰ πλαγιάσῃς μὲς στὴ βάρκα. Θέλεις πάλι νὰ πᾷς στὴ γριά σου νὰ κοιμηθῇς, πρὶν χαράξῃ, νά ᾽σαι στὸ πόδι, ἅμα βγῇ ὁ ἀστέρας. Τάχατες πὼς ντρέπεται ἡ νύφη, κατάλαβες, νὰ τὴν καραβώσουνε, νὰ κινήσῃ ἀπ᾽ τὸ χωριὸ μέρα μεσημέρι. Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.

- Ποιὰ νύφη; ἠρώτησε μὲ χάσκον τὸ στόμα ὁ Γιωργής.

Ἀλλ᾽ ὁ Σιγουράντσας ἀπῆλθε, χωρὶς ν᾽ ἀπαντήσῃ.

Ὁ μικρὸς ναύτης δὲν ἦτο ἐνήμερος εἰς ὅλας τὰς εἰδήσεις καὶ εἰς ὅλα τὰ συμβάντα τοῦ χωρίου. Ἐταξίδευε δύο φορὰς τὴν ἑβδομάδα, μικρὰ ταξιδάκια, πότε κατὰ διμηνίαν ἓν μακρότερον, τὰ ὁποῖα ὅλα ὁ καραβοκύρης του, ὁ καπετὰν Κωνσταντής, περιέγραφε δι᾽ ἐπιρρημάτων ὡς ἑξῆς: Πότε πέρα, πότε ἀντίκρυ, πίσω, μέσα, πάνω, πότε κάτω. Μίαν φοράν, χαριζόμενος εἰς ἕνα χερσαῖον, εὐηρεστήθη νὰ ἐπεξηγήσῃ τί ἐσήμαινον ταῦτα. Ἢ πέρα, στὰ χωριά, ἢ ἀντίκρυ, στὸ Γριπονήσι, ἢ πίσω, στὴν Κεχρεά, ἢ μέσα, στὴ Στυλίδα, ἢ πάνω, στὴ Σαλονίκη, ἢ κάτω, στὸν Πειραιᾶ.

Ὁ Σιγουράντσας εἶχε κάμει πολλὰ ταξίδια, καὶ πρὶν περάσῃ στὰ χαρτιὰ κυβερνήτης μὲ τὴν φελούκαν αὐτήν. Εἶχε φάγει τὴν θάλασσαν μὲ τὴν φούχταν. Ἀπέκτησε δύο ἢ τρεῖς βρατσέρας ἰδικάς του, ἔπεσεν ἔξω ἢ ἐβούλιαξε καὶ μὲ τὰς τρεῖς, καὶ τώρα ἦτο μόνον διὰ τὰ «χαρτιὰ» καραβοκύρης. Ἡ βάρκα αὐτή, ἡ Ἐλεοῦσα, ὅπως τὴν ὠνόμαζαν, ἦτο κτῆμα τοῦ Γιωργῆ τοῦ Μπούρμπα. Τὴν εἶχεν ἀποκτήσει μὲ τοὺς κόπους του, ὄχι ἀπὸ κληρονομίαν, οὔτε ἀπὸ στραβοῦ διαβόλου, οὔτε ἀπὸ κελεπούρι.

Μικρὸς-μικρός, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγύριζε ξυπόλυτος, μ᾽ ἕνα βρακὶ αἰωνίως ἀνασηκωμένον ὣς τὰ γόνατα, μ᾽ ἕνα ὑποκάμισον ἕως τοὺς ἀγκῶνας ἀνασκουμπωμένον, κρατῶν μικρὸν γάντζον μὲ καλαμιάν, τὸν ὁποῖον παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἐχρειάζετο νὰ μάθῃ ὁ ἴδιος τὴν γύφτικην τέχνην διὰ νὰ τὸν κατασκευάσῃ, ἀφοῦ ἐπὶ ἑβδομάδας καὶ μῆνας ἐπαρακαλοῦσε τὸν Γιαλαδρίτσαν, τὸν Γύφτον τοῦ ναυπηγείου, νὰ τοῦ τὸν φτιάσῃ, προσφέρων αὐτὸς τὸ σίδερον, τὸ ὁποῖον εἶχε κλέψει ἀπὸ τὸν πεσμένον ἔξω σκελετὸν μιᾶς σκούνας, καὶ δὲν τὸν ἔπειθε· τέλος, μετὰ πολλά, μίαν Κυριακὴν πρωί, ἐπέτυχε νὰ τὸν εὑρῇ ξεμέθυστον, καὶ τὸν ἐκατάφερε νὰ σφυρηλατήσῃ τὸ σίδερον, ἀναλαβὼν αὐτὸς νὰ δουλεύῃ τὰς φύσας, καὶ οὕτω ἠξιώθη ν᾽ ἀποκτήσῃ γάντζον· ἀπὸ τότε, λέγω, ποὺ ἐγύριζε μὲ τὸν γάντζον του ἀπὸ ἀκρογιαλιὰν εἰς ἀκρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρῶν καὶ βουβώνων, κυνηγῶν τὰ ὀχταπόδια, ἐβγάζων κοχύλια καὶ σκουλήκια διὰ δολώματα, πηγαίνων ὡς μοῦτσος μὲ ὅλες τὲς βάρκες καὶ τὲς ψαροποῦλες, ἀπὸ τότε εἶχεν ἀρχίσει νὰ πιάνῃ λεπτά. Καὶ εἰκοσαετὴς ἤδη εἶχεν ἀποκτήσει τὴν βάρκαν αὐτὴν μὲ τὸν ἱδρῶτά του.

Ἀλλ᾽ ὁ γραμματεὺς τοῦ λιμεναρχείου τοῦ γ´ παραλίου τμήματος δὲν ἠθέλησε νὰ τοῦ δώσῃ πασσάγιο* οὔτε δίπλωμα κυβερνήτου, λέγων ὅτι ἦτο παραπολὺ νέος διὰ νὰ κυβερνᾷ πλοῖον, καὶ φρονῶν ἴσως ὅτι θὰ εἶχεν ἐξοδεύσει ὅλα ὅσα εἶχεν εἰς τὸ ναυπηγεῖον, καὶ ἦτο ἀνάγκη νὰ κάμῃ ὀλίγα ταξίδια, ὑπὸ ἄλλον κυβερνήτην, διὰ νὰ τοῦ μείνουν τίποτε λεπτά.

Ἐν τοσούτῳ ὁ Σιγουράντσας εἶχε τὴν ἕξιν τοῦ προστάσσειν, καὶ ἐφέρετο πρὸς τὸν Γιωργὴν ὡς πρὸς μοῦτσον, ἤ, ἂν θέλετε, μοῦστον, δηλαδὴ νέον ἀνάγκην ἔχοντα προστασίας καὶ συμβουλῶν. Ὁ νέος τὸν ἠνείχετο πρὸς καιρόν, ἐλπίζων ὅτι τάχιστα θ᾽ ἀπέκτα «τὰς ἀπαιτουμένας ναυτικὰς γνώσεις» διὰ νὰ λάβῃ δίπλωμα.

Χθὲς ἀκόμη, τὸ Σάββατον, εἶχαν ἐπαναπλεύσει ἀπὸ τὸ τελευταῖον ταξίδι, καὶ σήμερον Κυριακήν, τὸ βράδυ, ὁ κυβερνήτης ἔδιδεν εἰς τὸν Γιωργὴν τὰς ἀτελεῖς ἐκείνας πληροφορίας καὶ τὰς ἀσαφεῖς ὁδηγίας, ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ διανυκτερεύσῃ ἐπὶ τῆς λέμβου, διότι εἶχαν ναῦλον, καὶ πιθανὸν ἦτο ν᾽ ἀπέπλεον λίαν-λίαν πρωί, καθόσον «ἡ νύφη ἐντρέπετο νὰ μπαρκάρῃ μέρα μεσημέρι». Ποία νύφη;

Δὲν ἦτο ἐνήμερος εἰς τὰς εἰδήσεις τοῦ χωρίου. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς θαλάσσης καὶ ὄχι τῆς ξηρᾶς. Ἀλλ᾽ ἦτο πιστὸς εἰς τὸ καθῆκόν του.

Ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐδείπνησε λιτῶς μὲ τὴν μητέρα του, τὴν γραῖαν χήραν Μπούρμπαιναν, καὶ μὲ τὰ δύο μικρὰ παιδία τῆς ὑπάνδρου ἀδελφῆς του, εἶτα ἐσηκώθη, ἐφόρεσε τὰ ναυτικά του, ἤναψε τὸ φαναράκι, ἐκαληνύκτισε τὴν γραῖαν μητέρα του, ἐπῆρε τὴν εὐχήν της, λέγων ὅτι θὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν βάρκαν, διότι θὰ ἔχουν ταξίδι αὔριον τὸ πρωί.

Ἡ γραῖα ἠθέλησε νὰ τοῦ κάμῃ μερικὰς παρατηρήσεις, διατί νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν βάρκαν καὶ ὄχι εἰς τὸ σπίτι, ἀλλ᾽ αὐτός, μὴ γνωρίζων ποίας ἀφορμὰς εἶχεν ἐκείνη, δὲν ἔδωκε προσοχήν, οὐδὲ ὑπώπτευσε τίποτε. Ἐπέμεινεν ὅτι ἦτο καλύτερον νὰ πλαγιάσῃ εἰς τὴν βάρκαν, καὶ ἀπῆλθε.

Διευθύνθη εἰς τὸν βράχον τοῦ Πανωμαχαλᾶ, κατέβη μὲ ἀσφαλὲς βῆμα, ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν, ἔσυρε τὴν μπαρούμαν, τὸ σχοινὶ τῆς βάρκας, κ᾽ ἐπήδησε μέσα. Ἐκρέμασε τὸ φανάρι ἀπὸ ἕνα σκαλμόν, πρὸς τὰ ἔσω τῆς λέμβου, ἔψαξε κάτωθεν τῆς πλώρης, ἔβγαλε μίαν καπόταν, μίαν βελέντζαν κ᾽ ἓν προσκέφαλον, ἐξεδύθη τὴν καμιζόλαν* του, ἔστρωσεν ἐπάνω τῆς πρύμνης, ἔκαμε τρεῖς σταυροὺς πρὸς ἀνατολάς, κ᾽ ἐξηπλώθη ἐπὶ τοῦ προχείρου στρώματος.

Ἀπεκοιμήθη σκεπτόμενος τοὺς αἰνιγματώδεις λόγους τοῦ καπετὰν Κωνσταντῆ, τοῦ καραβοκύρη. Μετὰ πολλὴν ὥραν ἀνετινάχθη ὑπὸ σφοδροῦ κλονισμοῦ κ᾽ ἐξύπνησε. Τί ἦτο;

Τουφεκιές, τρομπονιές. Φῶτα καὶ χαρὲς ἀντικρύ. Ἔπειτα πάλιν ὕπνος, ὄνειρον, ἐγρήγορσις, πνίκτης, κακὸς ἐφιάλτης. Ἔπειτα φθόγγοι μελῳδικοὶ καὶ βιολιὰ καὶ λαγοῦτα. Ποῦ; Ἀπέναντί του, ἄνωθεν τοῦ κρημνοῦ, ὕπερθεν τοῦ κατωφεροῦς βράχου, εἰς μίαν μικρὰν οἰκίαν. Τὰ παράθυρα κατάφωτα, καὶ ζωὴ καὶ κίνησις ἐκεῖ διακόπτουσα τὴν ὁμαλὴν ἠρεμίαν καὶ κρατοῦσα τῶν μονοτόνων ψιθύρων τῆς νυκτός. Τί συνέβαινεν;

Ἐφαίνετο νὰ εἶναι οἰκογενειακή τις χαρὰ κ᾽ ἑορτή. Κάτι ὡς γάμος.

Ὅταν εἶδε τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἀνεγνώρισεν, ὁ νέος ᾐσθάνθη μέσα, βαθιὰ εἰς τὰ σωθικά του, σπαραγμὸν ἀπερίγραπτον.

Ὑπανδρεύετο λοιπὸν τὸ Ἀρχοντώ; Αὐτὴ τάχα ἦτο ἐκείνη, περὶ ἧς ὡμίλει ὁ Σιγουράντσας; Αὐτή, ἡ νύφη;

Εἶχε μάθει πρὸ ἡμερῶν ὅτι ἡ μάννα της τὴν ἐπανδρολογοῦσε μ᾽ ἕνα νοικοκύρην στεργιώτην, ἀπὸ κεῖ πέραν ἀπ᾽ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά. Ποῦ τὸν ηὗρε;

Τάχα δὲν ὑπῆρχαν γαμβροὶ εἰς τὴν πατρίδα, εἰς τὸ ὡραῖον χωρίον, τὸ παραθαλάσσιον; Καὶ δὲν ἦτο αὐτός, εἷς μεταξὺ ὅλων, καλὸς γαμβρός; Διατί ἐβιάζετο ἡ μάννα της; Ἀλλὰ διατί νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ἐκείνη, περὶ ἧς εἶχεν εἰπεῖ ὁ Σιγουράντσας, ἦτο αὐτή, ἡ εὔμορφη κόρη; Ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ; Τάχα δὲν ὑπῆρχον ἄλλαι νύμφαι; Καὶ διατί αὐτή;

Διατί; Διότι ἰδού, γάμος ἐγίνετο, καθ᾽ ὅλα τὰ φαινόμενα, ἐκεῖ.

Δυνατὸν νὰ ἐγίνετο γάμος. Καμμία πτωχὴ ἐξαδέλφη της θὰ ὑπανδρεύετο εἰς δανεικὸν σπίτι, εἰς τὸ σπίτι τῆς μητρὸς τῆς Ἀρχόντως. Ὄχι, δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ πιστεύσῃ ὅτι ἦτον αὐτή.

Τὸ Ἀρχοντὼ εἶχε καιρόν. Ἦτο σχεδὸν ὁμῆλιξ μὲ αὐτόν, ἕνα χρόνον μικροτέρα. Δεκαεννέα ἐτῶν. Αὐτὸς τὴν εἶχε γνωρίσει ἀπὸ μικρήν. Μαζὶ ἔπαιζαν. Ἐκείνη μὲ τὲς κοῦκλές της, μὲ τὰ νινιὰ καὶ μὲ τὰ προικιά της. Αὐτὸς μὲ τὰ καραβάκια του, τ᾽ ἀρμίθια* καὶ τὶς ἀπετουνιές του.

Ἐκείνη ἔπαιζε «τὰ συμπεθερικὰ» μὲ δύο ἢ τρεῖς ἄλλας κορασίδας, ὁποὺ ὑπάνδρευαν τὲς κοῦκλές των κ᾽ ἐψέλλιζαν χελιδονιστὶ ἡ μία μὲ τὴν ἄλλην:

- Ἄχ, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό, νὰ φέρουμε πλιὸ τὸν μπακλαβά, πῶς καμαρών᾽ ἡ νύφη, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό. Νά κ᾽ ἡ τέμπλα* μὲ τὰ προικιά, νύφη, νύφη κὶ γαμπρός, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό.

Κι αὐτὸς ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὸν μικρὸν αὐλόγυρον ἤκουε τοὺς ψιθυρισμοὺς καὶ τὰ κορασιώδη καμώματα, κ᾽ ἐκολλοῦσε τὸ μάτι του στὴν χαρασμίδα τῆς πόρτας, διὰ νὰ ἰδῇ, ὁποὺ τὴν εἶχαν μανδαλωμένην ἀπὸ μέσα, κλείσασαι αὐτὸν ἔξω, αἱ σκληραὶ καὶ τρυφεραὶ καὶ φίλαυτοι. Καὶ ἄλλοτε ἡ Ἀρχόντω ἔπαιζεν ἐνώπιόν του τὸ «ἀνέβα μῆλο – κατέβα κίτρο», καὶ αὐτὸς ἔχασκε βλέπων, καὶ ἐφλέγετο ν᾽ ἁρπάξῃ μὲ τὰ δόντια τὸ πορτοκάλι, καθὼς ἀνέβαινεν εἰς τὸ ὕψος καὶ κατέβαινεν εἰς τὸ λευκὸν χεράκι τῆς φιλοπαίγμονος μικρᾶς.

Καὶ ἄλλοτε πάλιν ἔπαιζαν οἱ δύο τους «τὸν δείχτην», ὁποὺ ἦτον μία ἁπλῆ κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εἰς τὴν χεῖρα τῆς μικρᾶς πότε εἰς πριόνι, πότε εἰς καράβι, πότε εἰς τραπέζι, πότε εἰς τυλιγάδι* καὶ εἰς ἀργαλειόν. Καὶ πάλιν ἄλλοτε ἔπαιζαν, ἐκείνη μὲ τὰ δύο χέρια της, αὐτὸς μὲ τὸ ἓν δάκτυλόν του, τὸ «Δῶ‘ μ᾽ φωτίτσα – ἔλα παραπανίτσα»*, ὁπότε, καθὼς ἀνέβαινε μὲ τὸ δάκτυλόν του εἰς τὸ τελευταῖον σκαλοπάτι, τὸ σκυλί, τὸ ὁποῖον ἐνήδρευεν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰς δύο παλάμας της, ὁποὺ παρίστων οἰκίαν, καὶ τὰ συνημμένα δάκτυλά της σκάλαν, τὸν ἔπιανε καὶ τὸν ἐδάγκανε καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσε, γαῦ! γαῦ! Ὢ τῆς ἀθώας παιδιᾶς, ὁποὺ εἶναι κρῖμα νὰ μὴν εἶναί τις ἀκόμη παιδὶ διὰ νὰ τὴν παίξῃ!

Καὶ τώρα ἡ μάννα της τὴν ἐπροξένευε, καὶ τὴν ἐπανδρολογοῦσε, καὶ ἤθελε νὰ τὴν κάμῃ νοικοκυράν. Τὸ εἶχεν ἀκούσει αὐτὸς πρὸ ἡμερῶν νὰ ψιθυρίζεται εἰς τὴν γειτονιάν, πλὴν ἡ μάννα της ἦτον πολὺ κρυφοδάκωτη γυναίκα, καὶ ὅσον καὶ ἂν τὴν ἐψάρευαν οἱ γειτόνισσες, δὲν θὰ ἐπρόδιδε ποτὲ τὸ μυστικόν της.

- Λόγια τοῦ κόσμου, γειτόνισσα. Ποῦ ἔχω ᾽γὼ καιρὸ ἀκόμα! Ἐμένα τὸ κορίτσι μ᾽ δὲν τὸ πῆραν τὰ χρόνια μπροστά, ἂς παντρευτοῦν οἱ μεγάλες δά! Τοὺ Κατερνιὼ τ᾽ Μπαρμπαγιάννη, κὶ τοὺ Μαριὼ τς Κάλληνας, κὶ τοὺ Βασὼ τς Χατζηγιώργινας, τί σ᾽νέριο* τς ἔχει; Ἐμένα τ᾽ Ἀρχοντώ μ᾽ τώρα ἀκόμα ἄρχισε νὰ κεντᾷ τὰ προικιά τς.

Πολλοὶ ὁποὺ τὴν ἤκουαν νὰ διαμαρτύρεται οὕτω τὴν ἐπίστευαν, καὶ αἱ γειτόνισσαι ἔμενον ἐν ὑποψίᾳ καὶ δυσπιστίᾳ, ἀλλὰ χωρὶς τεκμήριον ἢ βεβαιότητα, καὶ μόνον ὁ Νταλντογιάννης, κατὰ τὸ φαινόμενον ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος, ὁποὺ ἐγύριζεν εἰς ὅλες τὶς γειτονιὲς κ᾽ ἐκουβαλοῦσε εἰς τὰ σπίτια στάμνες μὲ νερὸ πρὸς μίαν δεκάραν τὴν μίαν, εὗρε φράσεις διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὰς ὑποψίας ὅλων:

- Μὴν τὴν ἀκοῦτε, ἔτσι τὰ λέει. Ἀπ᾽ τὴν περηφάνια τς, γιατὶ θὰ κάμῃ καλὸν γαμπρό, νοικοκύρη ἀπ᾽ τὸ Μπρομύρ᾽. Κὶ τὰ λέει τάχα γιὰ νὰ ρίξ᾽ ὄξου τς ἄλλες ἁπού ᾽ναι ἀνύπαντρες. Δὲν τ᾽νε βλέπετε ποὺ δὲν μαζώνει τὰ χείλια τς ἀπ᾽ τὴ χαρά τς;

Πλὴν ὁ Γιωργὴς δὲν ἔτυχε ν᾽ ἀκούσῃ τοὺς συμπερασμοὺς τοῦ Νταλντογιάννη, καὶ ἦτον παιδὶ τῆς θάλασσας, ὄχι ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἀγαποῦν νὰ κάθωνται εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγορὰν καὶ ν᾽ ἀργολογοῦν. Καὶ πάλιν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους εἶχε σπεύσει πρὸ ἡμερῶν νὰ τοῦ πάρῃ τὰ συχαρίκια, ὅτι ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ, ἄλλως θὰ ἦτο ἐν μακαρίᾳ ἀγνοίᾳ. Καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ἡ μάννα του ἦτον, καὶ αὐτή, κρυφὴ γυναίκα, κατ᾽ ἄλλον τρόπον, καὶ δὲν ἐπεθύμει μὲν νὰ νυμφευθῇ ὁ υἱός της τόσον γρήγορα, ἔχαιρε δὲ ἐνδομύχως ἂν ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ.

Τὴν Πέμπτην εἶχεν ἀποπλεύσει ὁ νέος εἰς τὸ τελευταῖον ταξίδι. Τὴν Παρασκευὴν ἡ γραῖα ἐπληροφορήθη θετικῶς ὅτι ὁ ἀρραβὼν εἶχε γίνει πολὺ κρυφά, καὶ ὅτι ὁ γάμος θὰ ἐτελεῖτο πάλιν κρυφά, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ἐρχομένην Κυριακήν. Ἡ Μπούρμπαινα εὐχαριστήθη, ἐλπίσασα ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ υἱός της δὲν θὰ ἐπανήρχετο πρὸ τῆς Δευτέρας, καὶ δὲν θὰ ἦτο ἐδῶ εἰς τὸν γάμον. Διότι ὑπώπτευεν, ἤξευρε καὶ ᾐσθάνετο ὅτι ὁ Γιωργὴς ἔτρεφε παιδικὸν αἴσθημα πρὸς τὴν Ἀρχόντω.

Ἀλλὰ παρ᾽ ἐλπίδα, ἡ ὑπόθεσις τοῦ ταξιδίου ἐτελείωσε γρήγορα, ἢ ὁ καιρὸς ἦτο πολὺ εὐνοϊκός, καὶ ἡ βάρκα ἐπέστρεψε τὸ Σάββατον, ἀργὰ τὴν νύκτα. Τότε συνεκινήθη ἡ γραῖα καὶ ἐφοβήθη. Ὁ Γιωργὴς δὲν εἶχε μάθει τίποτε εἰμὴ περὶ ἐπικειμένου ἀρραβῶνος. Τὴν ἄδειαν τοῦ γάμου εἶχαν ἀναβάλει νὰ τὴν λάβουν τὴν Κυριακήν, ἅμα θὰ ἐνύκτωνε. Τὸ μυστήριον θὰ ἐτελεῖτο παράωρα, μεσάνυχτα. Ὁ Γιωργὴς δὲν ἤξευρε τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά.

Ὅταν ὁ νέος ἀνήγγειλεν ὅτι θὰ εἶχαν ναῦλον διὰ τὴν Δευτέραν τὸ πρωί, ἡ γραῖα τὸν ἠρώτησε διὰ ποῦ, καὶ ποίους θὰ μετέφεραν. Ὁ Γιωργὴς εἶπεν ὅτι ὁ κυβερνήτης του ἤξευρεν, ὅτι δὲν εἶχεν ἐξηγηθῆ, καὶ τὸ κάτω-κάτω ὀλίγον τὸν ἔμελεν. Ἡ γραῖα δὲν εἶχεν ἀφορμὰς νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι τὸ ταξίδι αὐτὸ εἶχε καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν γάμον.

Ἐλέχθη μὲν ὅτι ἡ νύμφη θὰ ἐπήγαινε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὸ χωρίον τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του, εἰς τὰ νοικοκυριά του, ἀλλ᾽ ἐπιστεύετο ὅτι θὰ παρήρχοντο ἡμέραι πρὸ τῆς μετοικεσίας. Ἀλλ᾽ ἡ γρια-Μαρουδίτσα, ἡ μήτηρ τῆς Ἀρχόντως, φαίνεται ὅτι ἐβιάζετο νὰ κουβαλήσῃ τὴν κόρην της πέραν, καθὼς εἶχε βιασθῆ καὶ νὰ τὴν «κουκουλώσῃ» μίαν ὥραν ἀρχύτερα.

Ἄλλως, ποίαν τάχα ἐνόει ὁ Σιγουράντσας, ὁ καραβοκύρης, λέγων ὅτι «ἐντρέπετο νὰ καραβωθῇ ἡ νύφη μέρα-μεσημέρι»; Ποία νύφη;

Ἡ γραῖα τὸν παρεκίνησε νὰ μείνῃ στὸ σπίτι νὰ κοιμηθῇ. Ἀνελογίζετο ὅτι, ἂν καὶ ἦσαν γείτονες μὲ τὴν οἰκίαν τῆς μητρὸς τῆς Ἀρχόντως, καὶ ἂν ἤκουε θορύβους καὶ ἐκρήξεις χαρᾶς εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Γιωργής, αὐτὴ θὰ τὸν ἐπαρηγόρει καὶ θὰ ἐπροσπάθει νὰ τὸν ἀποπλανήσῃ· καὶ ἔπειτα θὰ τὸν εἶχε σιμά της, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια της.

Ὁ Γιωργὴς ὅμως ἤθελε νὰ ὑπάγῃ στὴν βάρκαν, ὄχι διότι τοῦ εἶχε παραγγείλει οὕτω ὁ κυβερνήτης του, ἀλλὰ διότι πάντοτε ἠρέσκετο κ᾽ ἐπροτίμα νὰ κοιμᾶται εἰς τὴν βάρκαν. Ἡ μάννα του ἦτο πλέον γραῖα καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν νανουρίσῃ εἰς τὴν κούνιαν του οὔτε εἰς τὴν ἀγκαλιάν της. Ἡ ἄλλη μάννα του, ἡ θάλασσα, ἀκόμη τὸν ἐλίκνιζε μὲ τὰ κύματά της. Κ᾽ ἐκείνη εἶχε κούνιαν, κ᾽ ἐκείνη εἶχεν ἀγκάλην καὶ ἀγκάλας πολλάς. Διὰ τὴν πρώτην μητέρα ἦτο πλέον μεγάλος καὶ ἡλικιωμένος υἱός. Διὰ τὴν δευτέραν μεγάλην μητέρα, τὴν προσφιλῆ καὶ ὑγρὰν καὶ ἄπιστον, ἦτο ἀκόμη μικρόν, πολὺ μικρὸν τέκνον της.

Ἡ γραῖα δὲν ἐπέμεινε περισσότερον νὰ τὸν ἀποτρέψῃ. Ἐπροσποιήθη μόνον ὅτι γνωρίζει καὶ αὐτὴ ἀπὸ θάλασσαν (καὶ δὲν ἐγνώριζεν ἄλλο παρὰ τοὺς καημοὺς τῆς θάλασσας), καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἀγκυροβόλιον τοῦ βράχου δὲν ἦτο πολὺ ἀσφαλές, καὶ τοῦ ἐσύστησε νὰ πάγῃ ν᾽ ἀράξῃ τὴν βάρκαν ἐκεῖθεν τῶν βράχων, μεσημβρινώτερα, πρὸς τὴν Σπηλιὰν ἢ τὲς Πλάκες. Τοῦτο τὸ ἔκαμε διὰ νὰ εἶναι ὁ υἱός της μακρὰν ἀπὸ τὴν συνοικίαν καὶ εἰς ἄποπτον ἀπὸ τῆς οἰκίας, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ὁ γάμος. Πλὴν αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ ἡσυχάσῃ καὶ ἀπῆλθεν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐσκέπτετο ἡ ἀνήσυχος μητρικὴ στοργή, ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Μαρουδίτσα, ἡ μήτηρ τῆς Ἀρχόντως, οὔτε ἰδέαν εἶχεν οὔτε ὑποψίαν οὔτε ἔννοιαν ἂν ὁ Γιωργής, ὁ υἱὸς τῆς Μπούρμπαινας, ἦτο ἐρωτευμένος μὲ τὴν κόρην της τὴν Ἀρχόντω. Καὶ ἂν εἶχεν ἰδέαν, πάλιν δὲν θὰ τὴν ἔμελε τίποτε. Καὶ ἂν ἐγνώριζεν ὅτι ἡ κόρη της ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸ αἴσθημα, πάλιν ὀλίγον θὰ ἀνησύχει. Τὰ κορίτσια δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα, τί θὰ πῇ; Τὸ μόνον χρέος των εἶναι νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς γονεῖς των. «Νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει». Καθὼς ὅλαι αἱ γραῖαι, ἡ Μαρουδίτσα ἦτο συμφωνοτάτη μὲ τὸν Εὐριπίδην, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν τιμὴν νὰ τὸν γνωρίζῃ.

Τὰ κορίτσια δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα. Δὲν πρέπει, ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Γιωργὴς ἤκουσε μέσα εἰς τὸν ὕπνον του τοὺς δύο πυροβολισμούς ― διότι ἀφοῦ ἡ «κουλούρα» ἐμβῆκεν εἰς τὸ κεφάλι, δὲν ἦτο πλέον ἀνάγκη μυστικότητος, καὶ αὐτὸς ὁ κίνδυνος μήπως «ρίξουν τὰ κορίτσια* τῆς νύφης» παρῆλθε πλέον· διότι τὰ κορίτσια, καθὼς εἶναι γνωστὸν εἰς πολλούς, τὰ ρίχνουν αἱ ἐχθραὶ τῆς νύμφης, ἐνόσῳ διαρκεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος, ἥτις καὶ δι᾽ αὐτὸ τελεῖται πολὺ μυστικά, κατ᾽ ἀπαίτησιν τῶν πονηρῶν γραϊδίων, χωρὶς νὰ πάρῃ εἴδησιν κανεὶς ἀπ᾽ ἔξω· κ᾽ ἔπειτα ἡ Μαρουδίτσα εἶχε λάβει πρόνοιαν νὰ ὀχυρώσῃ τοὺς κόλπους τῆς κόρης της, καθὼς καὶ τοῦ γαμβροῦ, μὲ δύο μικρὰ ὡραῖα χρυσοδεμένα τετραβάγγελα· οἱ δὲ πυροβολισμοὶ ρίπτονται κατ᾽ αὐτὴν τὴν στιγμὴν τοῦ Στεφανώματος, εὐθὺς μετὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἀρραβῶνος ― ὅταν, λέγω, ὁ Γιωργὴς ἤκουσε μέσα εἰς τὸν ὕπνον του δύο τουφεκιὲς ἢ μᾶλλον τρομπονιές, ἐξύπνησεν ἔντρομος μὲ ἀνασκίρτημα, καὶ τοῦ ἐφάνη ὅτι ἦτο κακὸς ἐφιάλτης. Ἀλλὰ δὲν ἦτο σωστὸν ξύπνημα.

Ὁ νέος εὑρίσκετο ἐν ἡμιασυνειδησίᾳ καὶ δὲν ἐνόει τίποτε. Τοῦ ἐφάνη ὅτι ἔβλεπεν ὡς ἐν ὀνείρῳ ἐκεῖ, ἐπάνω ἀπὸ τὸν βράχον, σύρριζα εἰς τὸν κρημνόν, μίαν οἰκίαν ἐκτάκτως φωτισμένην. Ἔπειτα ἐκοιμήθη πάλιν, κ᾽ ἐκοιμήθη ἐπὶ πολύ. Ἀλλὰ μέσα εἰς τὸν ὕπνον του εἶχε συνείδησιν ὀνείρου μελῳδικοῦ, οὕτως εἰπεῖν, ἐφέρετο ἐπὶ πτερύγων μουσικῶν φθόγγων, ἐπὶ πτίλων αὔρας ἐναρμονίου, λιγυρᾶς. Μετὰ πολλὴν ὥραν ἐξύπνησεν.

Ἤκουσεν εὐκρινῶς βιολιά, λαγοῦτα, λαλούμενα. Τί ἦτο; Ἐκοίταξε κατὰ τὸν βράχον. Ἦτο πράγματι οἰκία λαμπρῶς φωτισμένη, παμφαής, καὶ ἡ οἰκία αὕτη ἦτο τῆς Μαρουδίτσας. Ὑπανδρεύετο λοιπὸν τὸ Ἀρχοντώ; Δι᾽ αὐτὸ ὁ Σιγουράντσας τοῦ εἶχεν εἰπεῖ «ντρέπεται ἡ νύφη»; Ποιὰ νύφη;

Εἶχεν ἀκούσει περί μνηστείας. Ἴσως νὰ ἔκαμαν μνηστείαν, καὶ αὐτὰ ἦσαν τὰ «μβασίδια»* τοῦ γαμβροῦ. Διότι συνήθως, εὐθὺς μετὰ τὴν ἁπλῆν ἀνεπίσημον μνηστείαν, «μβάζουν» τὸν γαμβρόν, δηλαδὴ τὸν εἰσάγουν ἐπισήμως εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ γαμβρὸς ἦτο πέραν ἀπὸ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά, νοικοκύρης ἄνθρωπος, ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐμβάσουν ἐν πομπῇ εἰς τὴν οἰκίαν, διότι αὔριον θ᾽ ἀπήρχετο πάλιν εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ὁ γάμος θ᾽ ἀνεβάλλετο μετὰ μῆνας. Αὐτὸ θὰ ἦτον.

Ἐζήτει νὰ εὕρῃ μικρὰν παρηγορίαν, ἐπροσπάθει νὰ πιασθῇ ἀπὸ ὀλίγην σφαλερὰν ἐλπίδα. Ἐπεθύμει νὰ πιστεύσῃ ὅτι αὐτὸ μόνον ἦτον. Ὁ γάμος θὰ ἐβράδυνεν. Εἶχε καιρὸν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ βάλῃ μέσα εἰς ἐνέργειαν, διὰ νὰ χαλάσῃ τοὺς ἀρραβῶνας. Ἦτο ἱκανός, αὐτός, νὰ τὸ κλέψῃ, τὸ Ἀρχοντώ. Καὶ μὲ ὅλα τὰ δίκια του. Διότι ἐπίστευεν ὅτι διὰ τῆς βίας ἤθελαν νὰ τῆς δώσουν ἄνδρα ξένον ἄνθρωπον, οἰκοκύρην.

Ἀλλὰ τόσα φῶτα, τόση χαρά, τόσος θόρυβος, ἦτο μόνον διὰ τὰ μβασίδια; Ἠμποροῦσε νὰ τὸ πιστεύσῃ;

Ἔπειτα ἐκεῖναι αἱ φράσεις τοῦ Σιγουράντσα ἤρχοντο πάλιν εἰς τὸν νοῦν του. «Μπορεῖ νὰ τοὺς σηκώσουν πρωί. Θὰ μβαρκάρουν τὴ νύφη. Νά ᾽χῃ τὸν νοῦν του».

Νὰ ἦτο λοιπὸν ἀληθές; Ἐτελεῖτο γάμος ἐκεῖ ἐπάνω; Ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ;

Ὤ, Τύχη καὶ Πρόνοια! Ὤ, βουλαὶ ἀνθρώπων ὑποβολιμαῖαι, τοῦ Ἀχιτόφελ βουλαί!

Τί νὰ σκεφθῇ; Τί νὰ εἴπῃ; Πῶς ν᾽ ἀρθρώσῃ λόγον; Ἤθελε, κατὰ τὸ ᾆσμα, «ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ πῇ τὰ πάθη του τραγούδια». Σῦρε νὰ πῇς τῆς μάννας σου νὰ κάμῃ κι ἄλλη γέννα. Ὄχι! Ἀνάθεμα τὴ μάννα σου!…

Διατί κοιμᾶται; Πῶς ἀγρυπνεῖ; Πῶς μένει ἐξαπλωμένος; Καὶ δὲν ἐξέρχεται πνοὴ καὶ στεναγμὸς ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ τὸ ὄμμα του ἐκαρφώθη ἐκεῖ ἀπλανές, καὶ ζῇ, καὶ δὲν ζῇ, ἐνδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Ὄχι, δρᾶσις. Νὰ σηκωθῇ… Νὰ πηδήσῃ… Νὰ τρέξῃ… νὰ πετάξῃ… Ν᾽ ἀναβῇ τὸν βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενοὺς δρομίσκους, λιθόστρωτα… Νὰ φθάσῃ ἐκεῖ ἐπάνω… Νὰ χυθῇ, νὰ ὁρμήσῃ… Νὰ τοὺς ταράξῃ. Νὰ τοὺς θαλασσώσῃ… Νὰ ἐπιβάλῃ χεῖρα εἰς τὴν νύφην, ὁποὺ στέκει στολισμένη καὶ καμαρώνει. «Ἔλα ἐδῶ, σύ!»… Νὰ τὴν ἁρπάξῃ… Νὰ τὴν σηκώσῃ ψηλά…

Νὰ τὴν κατεβάσῃ, κάτω ἀπὸ τὴν σκάλαν… Θὰ ἐξαφνισθοῦν… Θὰ μείνουν ἀπολιθωμένοι… Θὰ τὸν νομίσουν διὰ τρελόν… Θὰ συνέλθουν… Θὰ τρέξουν κατόπιν του… Ἡ γριὰ θὰ τραβήξῃ τὰ μαλλιά της, θὰ χυθῇ ἐπάνω του, καὶ θὰ τὸν σχίσῃ μὲ τὰ νύχια της τὰ μαῦρα… Οἱ ἄλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενεῖς, θὰ τοῦ ριχθοῦν μὲ τοὺς γρόνθους, μὲ ράβδους, μὲ τὰς φιάλας τὰς κενὰς καὶ μὲ τὰς φιάλας τὰς μισογεμάτας… μὲ τὴν σκούπαν… μὲ ὅ,τι τύχῃ. Αὐτὸς μὲ τὴν μίαν χεῖρα θὰ σπρώχνῃ τὴν νύφην ἐμπρός, μὲ τὴν ἄλλην θὰ προσπαθῇ νὰ τοὺς φέρῃ γῦρο ὅλους!… Καὶ ὁ γαμβρός, ὁ νοικοκύρης, μὲ τὸ πανωβράκι του τὸ τσόχινον, μὲ τὸ φέσι του τὸ στιλπνόν, μὲ τὴν τσάκαν* του τὴν βελουδένιαν, μὲ τὸ ζωνάρι του τὸ μεταξωτόν, θὰ τρέξῃ ἀπ᾽ ὀπίσω του, καὶ θὰ γυρεύῃ νὰ τοὺς χωρίσῃ… Ὄχι, θὰ τοῦ ἔλθῃ λιγοθυμιά, καὶ θὰ πέσῃ ἀπ᾽ ὀπίσω ἀπὸ τὴν πόρταν… καὶ τότε αἱ γυναῖκες θὰ βάλουν τὲς φωνές, καὶ θὰ πασχίζουν νὰ ξελιγοθυμήσουν τὸν γαμβρόν… καὶ θὰ ἐπέλθῃ μικρὸς ἀντιπερισπασμός… κι αὐτὸς θὰ σπρώχνῃ τὴν νύφην κατὰ τὸν βράχον, σιμὰ εἰς τὴν βάρκαν, κάτω, καὶ μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τοὺς ἀγκῶνάς του, καταπληγωμένος, ἀφρίζων, αἱματωμένος, ἄγριος, θ᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰ κτυπήματα τῶν λυσσασμένων.

Ἐμπρός! θάρρος, ἀπόφασις. Σηκώσου! θὰ κουνηθῇς ἐπὶ τέλους;

Εἶχε κοιμηθῇ ἀποβραδὺς ὁ Σιγουράντσας, ὁ καραβοκύρης. Εἰς τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα ἐξύπνησεν. Εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον.

Ἔτριψε τὰ μάτια του, ἐχασμήθη, ἐγόγγυσεν, ἔρριψεν ὀλίγον νερὸν εἰς τὰ βλέφαρά του, ἐφόρεσε τὴν μικρὰν καπόταν του, καὶ κατέβη.

Διευθύνθη εἰς τὸ σπίτι τῆς χαρᾶς, ἐκεῖ ὅπου ἐγίνετο ὁ γάμος.

Δὲν ἦτο καλεσμένος, ὄχι, ἀλλ᾽ ἦτο καραβοκύρης τῆς βάρκας… τοῦ Γιωργῆ καὶ ἦτο ναυλωμένος νὰ μεταφέρῃ τὸ νέον ἀνδρόγυνον πέραν. Ἡ νύφη δὲν εἶχε σπίτι ὡς προῖκα. Ἡ γριὰ τῆς ἔδωκε δύο ἢ τρία μεταξωτὰ καὶ ὀλίγα βαμβακερὰ φορέματα, δύο χαλκώματα, μισὴν δουζίναν χουλιαράκια τοῦ γλυκοῦ, δύο προσκέφαλα, τρία σινδόνια, μίαν σκάφην καὶ μίαν ἀνεμοδούραν* κ᾽ ἔγραψεν εἰς τὸ προικοσύμφωνον πεντακοσίας δραχμὰς μέτρημα, τὰς ὁποίας εἶναι ἄδηλον ἂν εἶχε σκοπὸν ποτὲ νὰ δώσῃ, καὶ μὲ αὐτὰ τοὺς «ἐκουκούλωσε».

Τὸ νὰ μὴ λάβῃ σπίτι ὡς προῖκα ἡ νύφη ἐσήμαινεν ὅτι δὲν θὰ ἔμενεν ἐγκάτοικος εἰς τὴν πατρίδα της. Ὁ γαμβρός, πέρα, στὰ χωριὰ τὰ δικά του, ἔλεγαν ὅτι εἶχε σπίτι καὶ σπίτια πολλά. Καὶ χωράφια ὄχι ὀλίγα. Οἰκοκύρης ἄνθρωπος.

Εἶχεν ἀποφασισθῆ, εὐθὺς μετὰ τὸν γάμον, ἅμα ἐξημέρωνε νὰ μβαρκάρουν ὁ γαμβρός, ἡ νύφη, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὴν γραῖαν, καὶ νὰ περάσουν πέρα εἰς τὸν Πλατανιᾶν, σιμὰ εἰς τὴν Σηπιάδα ἄκραν, εἰς τὰ χωρία τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του κ᾽ εἰς τὰ νοικοκυριά του.

Εἶχαν συμφωνήσει μὲ πολλὴν μυστικότητα ἀπὸ τὸ δειλινὸν τῆς Κυριακῆς (τὴν μυστικότητα τὴν ἤθελεν ἡ γραῖα εἰς ὅλα, φυλαττομένη τὰς κακὰς γλώσσας τοῦ χωριοῦ· ἤθελε ν᾽ ἀποκοιμίσῃ τὴν κοινὴν περιέργειαν· δὲν τῆς ἤρεσκε ν᾽ ἀκούῃ σχόλια, διατί καὶ πῶς ἡ γραῖα Μαρουδίτσα ὑπάνδρευσε τὴν κόρην της καὶ τὴν ἔστειλεν εἰς ξένον μέρος, καὶ τὴν ἐξεπάτρισε, καὶ τὴν «ἐκαράβωσε» μέρα-μεσημέρι· καὶ προσέτι ἂν ἡ νύφη εἶχε καλὰ προικιά, καὶ ἂν «ἐκαμάρωνεν» ὅταν θὰ ἐπήγαινε νὰ μβαρκάρῃ κτλ.), εἶχαν συμφωνήσει, λέγω, μὲ τὸν Σιγουράντσαν, τὸν καραβοκύρην, πρωὶ-πρωὶ νὰ τοὺς περάσῃ πέρα μὲ τὴν βάρκαν, τὴν βάρκαν τοῦ Γιωργῆ. Μὲ αὐτὸ τὸ θάρρος ἐπήγαινεν ὁ καπετὰν Σιγουράντσας τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα εἰς τῆς χαρᾶς τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ εἶναι καλεσμένος. Εἶχε σκεφθῆ ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ χορτάσῃ τὸν ὕπνον ἐνωρίς, ἀφοῦ ἦτον διὰ ταξίδι, καὶ βαθιὰ τὴν νύκτα, περὶ τὸ δεύτερον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, νὰ σηκωθῇ νὰ ὑπάγῃ ἀπροσκάλεστος εἰς τῆς χαρᾶς τὸ σπίτι.

Ἤρκει ἅπαξ νὰ εἴπῃ:

- Ἔ! τί κάνουμε; Καλορρίζικα δά. Ἂς εἶναι στερεωμένα. Κοντεύει νὰ φέξῃ. Ὁ ἀστέρας θὰ βγῇ. Ἡ Πούλια πάγει μεσουρανίς. Νά, τώρα θὰ χαράξῃ. Ἐγὼ λέω νὰ τραβιόμαστε ἀγάλι᾽ ἀγάλια. Τώρα μὲ τὸ ἀπόγειο, τὸ πρωί, θὰ κολλήσουμε μιὰ χαρὰ πέρα, πρὶν ψηλώσῃ ἕνα κοντάρι ὁ ἥλιος… Ἂς εἶναι στερεωμένα, καλορρίζικα! Μὲ γυιούς! Ἐβίβα σας! Στερεωμένο τὸ ἀνδρόγυνο! Στὴν ὑγειά σας! Καλορρίζικα!

Καὶ ὕστερον ἐπὶ τρεῖς ἢ τέσσαρας ὥρας θὰ ἐκερνᾶτο καὶ θὰ ἔπινεν ἀνέτως, ὡς καλεσμένος μὲ τοὺς καλεσμένους, ὑπενθυμίζων μόνον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν:

- Κοντεύει νὰ φέξῃ… Νὰ τραβιόμαστε σιγὰ-σιγά. Ἐβίβα σας! Καλορρίζικοι! Στερεωμένοι!

- Ἂς φέξῃ! θὰ ἀπήντων ἑκάστοτε ὁ κουμπάρος καὶ οἱ καλεσμένοι.

Καὶ οὕτω συνέβη. Ἦτο ἤδη τετάρτη μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Γλυκοχαράματα, ἀπόπασχα, Ἀπρίλιος ὁ μήν. Τὰ πουλιὰ ἐκελαδοῦσαν εἰς τὰ δένδρα, γύρω εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. Ἡ αὐγὴ ἔδειχνε τὰ ρόδινα δάκτυλά της ψηλὰ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ ἀντικρύ, καὶ ὅλος ὁ ἀὴρ ἐμοσχοβολοῦσεν ἀπὸ τὰ ρόδα τῶν κήπων ὁλόγυρα, τὰ ρόδα τὰ ὁποῖα εἶχον πλασθῆ ἀπὸ τὸν Δημιουργὸν χωρὶς ἀκάνθας· καὶ τώρα, διὰ νὰ δρέψῃ τις ἓν ἀπὸ αὐτὰ ἀνάγκη νὰ ματώσῃ τὰ δάκτυλα… καὶ πάλιν, ὅταν τὸ ρόδον εἶναι ὑψηλὰ πολύ, δὲν τὸ φθάνει ὅσον καὶ ἂν τανυσθῇ τις, μόνον ἀδίκως ματώνει τὰ δάκτυλα… καὶ καμμίαν φορὰν πέφτει καὶ σπάζει τὰ πόδια.

Ἦτο τετάρτη ὥρα γλυκοχαράματα, καὶ κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχε κινηθῆ ἀπὸ τὴν οἰκίαν. Τέλος, ἡ γραῖα Μαρουδίτσα, ἥτις ἐπεθύμει νὰ γίνῃ τὸ μπαρκάρισμα ὅσον τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερα, ἐπῆρε δύο ἀβασταγὲς μὲ ροῦχα, τὰς ὁποίας εἶχεν ἑτοιμάσει, καί, ἀφοῦ συνεννοήθη μὲ τὸν Σιγουράντσαν, τὰς ἔδωκεν εἰς δύο παιδία, ἀνεψιούς της, νὰ τὰς κουβαλήσουν κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν.

- Ἐκεῖ εἶν᾽ ἡ βάρκα, εἶπεν ὁ καραβοκύρης, δεικνύων διὰ τοῦ παραθύρου. Ὁ Γιωργὴς κοιμᾶται μέσα. Ἂς τὸν φωνάξουν νὰ σηκωθῇ, νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ πράματα. Κι ὅ,τι ἄλλο ἔχετε, στείλετέ το. Δῶστέ μου κ᾽ ἐμένα νὰ κουβαλήσω τίποτα, τώρα ποὺ θὰ κατέβω. Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! Τέπερτε* ὅλοι! Τὸ ἀνδρόγυνο στερεωμένο!

Νὰ σηκωθῇ… Νὰ τρέξῃ… Νὰ τὴν ἁρπάξῃ μέσ᾽ ἀπὸ τὰ χέρια τους… Ἡ γριὰ θὰ τὸν σχίσῃ μὲ τὰ νύχια της… Αὐτὸς θὰ τὴν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸν λαιμὸν νὰ τὴν πνίξῃ… Οἱ καλεσμένοι θὰ τοῦ ριχθοῦν μὲ τὶς μπουκάλες, μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τὰ ρόπαλα… Αὐτὸς θὰ τοὺς κυνηγήσῃ μ᾽ ἕνα σκαρμόν, μ᾽ ἕνα μπάγκον, μὲ μίαν τροπωτήρα* ὁποὺ μπορεῖ νὰ πάρῃ μαζί του ἀπὸ τὴν φελούκαν… Αἱ γυναῖκες θὰ βάλουν τὲς φωνές… Ὁ γαμβρὸς θὰ τὰς καταπραΰνῃ. «Σιωπᾶτε! σιωπᾶτε!». Εἶναι εἰρηνικὸς ἄνθρωπος, φρόνιμος νοικοκύρης.

Δὲν ἐσηκώθη… Δὲν ἔτρεξε. Δὲν ἦτο πλέον καιρός. Ὁ μακρὸς ἐφιάλτης τὸν εἶχε προδώσει.

Τὰ δύο παιδία κατέβησαν κάτω εἰς τὴν ἄκρην τοῦ βράχου, φέροντα τὰς δύο δέσμας τῶν φορεμάτων. Δύο φανάρια ὑπῆρχον ἐξ ἀρχῆς κρεμασμένα εἰς τὸ μπαλκόνι τῆς οἰκίας. Τρίτον φανάριον προσετέθη τώρα ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, διὰ νὰ φέγγῃ τὸν δρόμον εἰς αὐτοὺς ὁποὺ ἤρχισαν νὰ κουβαλοῦν τὴν ἀποσκευήν. Τὸ οὐράνιον δρέπανον, λευκόν, ἐστιλπνωμένον, εἶχεν ἀνατείλει πρὸ ὥρας, καὶ τώρα εἶχεν ὠχριάσει ἀπὸ τὰς ἐρυθρὰς καὶ κυανᾶς λάμψεις τοῦ λυκαυγοῦς. Καὶ τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς ἐκοκκίνιζαν ὑψηλά, πρωτογενῆ, ἄφθαστα ρόδα… φλογίνη ρομφαία εἰς τὴν πύλην τοῦ φωτός!

Τὰ δύο παιδία ἐφώναξαν τὸν Γιωργήν. Ἀλλ᾽ ὁ νέος εἶχε σηκωθῆ πρὶν τὸν φωνάξουν.

- Μπάρμπα, εἶπ᾽ οὑ καπιτάνιους, νὰ πάρ᾽ς, λέει, τὰ ροῦχα μέσ᾽ τ᾽ βάρκα.

- Εἶπε, λέει, ἡ θειά μ᾽ ἡ Μαρουδίτσα, νὰ τὰ βάνῃς, λέει, σὲ καλὴ μεριά, τὰ ροῦχα, νὰ μὴ βραχοῦνε.

- Νὰ τὰ βάνῃς, λέει, ἀπουκάτ᾽ ἀπ᾽ τὴν πλώρ᾽ τς βάρκας, ὄμορφα-ὄμορφα.

- Τὰ ροῦχα, λέει, κὶ τὰ μάτια σ᾽.

Καὶ συγχρόνως ἠκούσθη ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχομένη ἡ μεγάλη φωνὴ τοῦ Σιγουράντσα:

- Ἀλέστα*, Γιωργή! Τὰ πῆρες τὰ πράματα μέσα;

Εἶχεν ἐξέλθει ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, κ᾽ ἐκεῖ προπεμπόμενος καὶ ξεκολλῶν ἀργὰ-ἀργά, ἐξηκολούθει νὰ κερνᾶται ἀκόμη.

- Γειά μας! Στερεωμένο τ᾽ ἀνδρόγυνο! Καλορρίζικοι! Καλό μας καταυόδιο!

Καὶ μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ κατήρχετο βραδὺς τὴν κλιτὺν τοῦ βράχου, ἐξακολουθῶν νὰ φωνάζῃ καθ᾽ ὁδόν:

- Ἀσένιο*, Γιωργή! Θά ᾽χουμε καλὸ ταξίδι.

Δὲν ἦτο πλέον ψέμα, ἦτον ἀλήθεια. Ὁ Γιωργὴς ἔπλεε μὲ τὴν βάρκαν του καὶ μὲ τὸν Σιγουράντσαν. Ἔπλεε καὶ μετέφερε τὴν Ἀρχόντω, μὲ τὴν μητέρα της καὶ μὲ τὸν γαμβρόν, τὴν ὥραν τῆς αὐγῆς. Τοὺς μετέφερεν εἰς τὴν Σηπιάδα ἄκραν, εἰς τὰ χωριὰ τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του, εἰς τὰ νοικοκυριά του.

Καὶ πάλιν ἠμπορεῖ νὰ ἦτον ψέμα, τίς δύναται νὰ εἶναι βέβαιος; Ἦτο ὄνειρον μαγικόν, ἀπαίσιον καὶ τρομερόν, ὄνειρον τὸ ὁποῖον ἔβλεπε μὲ ἀνοικτὰ τὰ μάτια. Κ᾽ ἐσφαλοῦσε τὰ μάτια, καὶ ἀκόμη τὸ ἔβλεπε.

Τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς ἐφυλλορροοῦσαν κ᾽ ἐκοκκίνιζαν αἱ παρειαὶ τῆς Ἀρχόντως, ἢ ἐκοκκίνιζαν μόναι των εἰς τὴν θέαν τοῦ Γιωργῆ; Αὐτὸς ἦτο χλωμός, μαραμμένος, ἀδρανής.

Τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς δὲν ἤρκουν διὰ νὰ τὸν κάμουν νὰ κοκκινίσῃ. Τὰ χέρια του μηχανικῶς, ὡς ξυλιασμένα, ἐτραβοῦσαν τὸ κουπί. Ξύλον κολλημένον ἐπάνω εἰς τὸ ξύλον.

Μίαν φορὰν μόνον ἐκοίταξε τὴν Ἀρχόντω. Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἦτον ἡ τελευταία συγκεντρωμένη ἀκτὶς τῆς ψυχῆς του. Εἶτα ἐκείνη κατεβίβασε τὰ ὄμματα, καὶ τὸ ἰδικόν του ὄμμα κατέστη ἀπλανές.

- Καλὸ κατευόδιο σας!

- Παναγιὰ μπροστά σας!

- Δούλευέ τα*, καπετάνιο.

- Δούλευέ τα! δούλευέ τα!

Ἐμακρύνθησαν, ἐπελαγώθησαν, κ᾽ ἔφευγαν, ἔφευγαν.

Δὲν ἠμποροῦσε νὰ συνάψῃ ἰδέαν πλέον. Δὲν ἦτο τάχα πλέον καιρὸς παλληκαριᾶς; Παρῆλθεν ἡ εὐκαιρία διὰ νὰ ὁρμήσῃ ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι, νὰ τὴν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας ὅλων, μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τοὺς ὀδόντας καὶ μὲ τοὺς ὄνυχας.

Ἡ γραῖα δὲν θὰ τὸν ἔσχιζε πλέον μὲ τὰ νύχια της τὰ μαῦρα… Αὐτὸς ἠμποροῦσε ἀκόμη νὰ τὴν πνίξῃ… νὰ τὴν πνίξῃ… Ἔβλεπε τὸν γαμβρὸν καὶ τοῦ ἐφαίνετο ὡς ὄρνεον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει ἀπὸ ξένον τόπον διὰ ν᾽ ἁρπάξῃ τὴν περιστεράν, τὴν τρυγόνα.

Τοῦ ἤρχετο νὰ ξεστηθωθῇ, νὰ πτύσῃ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ νὰ τοῦ εἴπῃ:

- Παλεύουμε, μπάρμπα;

Τοῦ ἤρχετο νὰ συγχαρῇ τὴν γραῖαν διὰ τὸν γάμον της τάχα ― προσποιούμενος ὅτι ἐπίστευεν ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ νύμφη… διότι ἡ ἡλικία τοῦ γαμβροῦ ἐφαίνετο διὰ νὰ εἶναι σχεδὸν πατὴρ τῆς κόρης.

Καὶ νὰ συγχαρῇ τὴν νέαν διότι, μετὰ τόσα ἔτη ὀρφανίας, εἶχεν ἀποκτήσει τάχα δεύτερον πατέρα.

Ἔπειτα τοῦ ἦλθεν νὰ εἴπῃ εἰς τὸν γαμβρόν, δεικνύων τὴν θάλασσαν:

- Παραβγαίνουμε στὸ κολύμπι;

Ἐκεῖνος θὰ ἐκάγχαζε μὲ τὴν τρέλαν τοῦ νέου. Δὲν εἶχεν ὄρεξιν διὰ θαλάσσιον λουτρόν. Ἦτο χερσαῖος. Θὰ ἐπήγαινεν ὡς μολυβήθρα κάτω εἰς τὸν βυθόν. Οἰκοκύρης ἄνθρωπος, μὲ τὰ χωράφια του, μὲ τὰ σπίτια του, μὲ τὰ καλά του.

Τὸ ἀπόγειον ἐφύσα. Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Θὰ ἐδυνάμωνε πολύ. Ἦτο ἡμέρα πλέον, καὶ ὁ ἥλιος θ᾽ ἀνέτελλε πυριφλεγέθων ἐπάνω. Καὶ τὰ ρόδα τῶν παρειῶν τῆς νύμφης δὲν θὰ ἐξηλείφοντο. Καὶ ἡ χλωμάδα ἡ ἰδική του ἐνίκα τὴν ἡλιοκαΐαν τοῦ προσώπου του, τὴν παιδιόθεν κτηθεῖσαν.

Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Σαβούραν δὲν ἐφρόντισαν νὰ βάλουν. Ποῖος νὰ τὸ ἐνθυμηθῇ; Αὐτὸν δὲν τὸν ἔμελεν. Ὁ Σιγουράντσας ἦτο «καπνισμένος»*. Ὁ γαμβρὸς δὲν ἤξευρεν ἀπὸ τέτοια. Ἦτο στεργιώτης ἄνθρωπος, μὲ τὰ χωράφια του, μὲ τὰ ὑπάρχοντά του.

Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Τάχα δὲν ἠμποροῦσε νὰ δυναμώσῃ ἀρκετά, ὥστε μ᾽ ἕνα σαγανίδι* ν᾽ ἀναποδογυρίσῃ τὴν ἀσαβούρωτην βάρκαν;

Μ᾽ ἕνα σαγανίδι μόνον. Μὲ μικρὰν ἀνεπιτηδειότητα τοῦ Σιγουράντσα εἰς τὸ τιμόνι, μ᾽ ἐλαφρὰν ἀπροσεξίαν τοῦ Γιωργῆ εἰς τὸ πανί.

Καὶ τότε ὅλα θὰ ἔπλεαν εἰς τὴν θάλασσαν… ὅλοι θὰ ἔπεφταν εἰς τὸ κῦμα. Ὁ γαμβρὸς θὰ ἐπήγαινε μολύβι εἰς τὸν πάτον, χερσαῖος, ἀθαλάσσωτος ἄνθρωπος. Τὴν γρια-Μαρουδίτσαν ἂς τὴν ἐγλύτωνεν, ἂν ἤθελεν, ὁ Σιγουράντσας. Ὁ Γιωργὴς θὰ ἐγλύτωνε τὴν Ἀρχόντω κολυμβῶν. «Κ᾽ ἐσένα νὰ γλυτώσω, κορμί μ᾽ ἀγγελικό».

Ἕνα σαγανίδι, ἕνα σαγανιδάκι μόνον. Καὶ τοῦτο τί ἐχρειάζετο; Μία παρατιμονιὰ τοῦ Σιγουράντσα δὲν ἤρκει; Καὶ αὐτὴ τί ἐχρειάζετο; Ἕνα καργάρισμα* τοῦ πανιοῦ δὲν ἦτο ἀρκετόν; Καὶ δὲν ἦτο αὐτὸ εἰς τὸ χέρι τοῦ Γιωργῆ καὶ μόνον;

Μὲ τὸ χέρι του ἠμποροῦσε νὰ βιάσῃ τὸ πανί, καὶ μὲ τὸ πόδι του ἠμποροῦσε νὰ βγάλῃ τὸν πίρον τῆς βάρκας. Ἡ βάρκα εἶχεν ὀπὴν φραγμένην διὰ πίρου, δίπλα εἰς τὴν καρίναν. Ἦτο τοῦτο σχέδιον τοῦ Γιωργῆ, ὅστις ἔσωζεν ἀκόμη παιδικάς τινας κλίσεις εἰς τὰ θαλασσινά του, καὶ ἐπεθύμει, καθὼς βουλιοῦν τὰ παιδιὰ τὲς μικρὲς φελοῦκες κολυμβῶντα, νὰ βουλιᾷ συχνὰ τὴν βάρκαν του, διὰ νὰ χορταίνῃ ἐκείνη θάλασσαν καὶ αὐτὸς κολύμβημα.

Μὲ ἓν λάκτισμα, ἀκόμη ὀλιγώτερον, μὲ ἓν κτύπημα τοῦ δακτύλου τοῦ ποδός, ἠμποροῦσε νὰ στείλῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἄναυλα τρεῖς ψυχάς, τὸν γαμβρόν, τὴν πενθερὰν καὶ τὴν νύφην… ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ γλυτώσῃ τὴν τελευταίαν.

Ὁ κυβερνήτης, ἂν καὶ βαρύς, θὰ ἐκολύμβα ὅπως-ὅπως καὶ θὰ ἐγλύτωνε. Δὲν ἀπεῖχον ἥμισυ μίλιον ἀπὸ τὴν ἀκτήν. Ὁ γαμβρὸς θὰ ἐπήγαινε βολὶς εἰς τὸν πάτον μὲ ὅλα τὰ σπίτια του… ἢ μᾶλλον χωρὶς τὰ σπίτια του, χωρὶς τὰ χωράφια του καὶ τὰ ὑπάρχοντά του. Ἡ γραῖα Μαρουδίτσα… αὐτὴ τὸ ψωμί της τὸ εἶχε φάγει. Τὴν κόρην της τὴν εἶχε «κουκουλώσει» καὶ τὴν εἶχε κάμει νοικοκυρά. Θὰ ἐφρόντιζεν αὐτὸς νὰ τῆς κάμῃ τὰ κόλλυβα… μαζὶ μὲ τὴν Ἀρχόντω.

Ἐμπρός! Καρδιά! Θάρρος!

Ὄχι, δὲν ἔπρεπε νὰ βουλιάξῃ τὴν βάρκαν διὰ τοῦ ἀνοίγματος τῆς ὀπῆς. Τὸ μέσον δὲν μετεῖχε παλληκαριᾶς, ἦτο δὲ καὶ ἀπαίσιον. Ἔπειτα δὲν θὰ ἦτο πολὺ ἀσφαλές, διὰ τὴν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον προπομπήν.

Μὲ βουλιαγμένην βάρκαν ἐσώθησαν πολλοὶ μὴ γνωρίζοντες νὰ κολυμβοῦν. Μὲ ἀναποδογυρισμένην βάρκαν πολλοὶ καὶ δεξιοὶ κολυμβηταὶ ἐχάθησαν.

Ὄχι, δὲν θὰ ἐβούλιαζε τὴν βάρκαν· θὰ τὴν ἀναποδογύριζε!

Θὰ ἔβλεπεν τερπνὸν θέαμα, τὸν Σιγουράντσαν νὰ κολυμβᾷ ὡς φώκη μακράν του. Θὰ ἐξεπιάνετο ἀπὸ τὸν γαμβρόν, θὰ ἀπηλλάσσετο ἀπὸ τὴν πενθεράν, διὰ νὰ ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν. Ἡ γραῖα μόλις θὰ ἐπρόφθανε νὰ κάμῃ τὸν τελευταῖον σταυρόν της, καὶ ἡ φωνὴ τῆς ἀγωνίας της θὰ ἐπνίγετο βαθιὰ κάτω.

Τὴν ἐπαύριον εἰς τὸ χωρίον, οἱ ἱερεῖς θὰ τῆς ἔψαλλον τὸν «κανόνα» της, καὶ θὰ προέτρεπον τοὺς παρεστῶτας νὰ κάμουν μετανοίας διὰ τὴν ψυχήν της. Καὶ ἐπὶ σαράντα ἡμέρας, ὅλαι αἱ εὐλαβεῖς γραῖαι τοῦ χωρίου θὰ ἔπαυον νὰ τρώγουν ὀψάρια, μὲ τὴν ὑποψίαν ὅτι αὐτὰ εἶχον ἐγγίσει τὴν πνιγμένην.

Νὰ δράξῃ τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸν βραχίονα… ἀπὸ τὴν μασχάλην… ὄχι, ἀπὸ τὴν μέσην. Καὶ ἔπλεεν ἤδη, ἔπλεε κ᾽ ἐκολυμβοῦσε μαζί της. Διὰ μίαν φορὰν ἂς γίνῃ γλυκιὰ ἡ πικρὴ καὶ ἁλμυρὰ θάλασσα.

Ἔφευγεν, ἔφευγεν ὡς δελφίνι, ἐφύσα κ᾽ ἐξέρνα τὸ νερὸν ὡς φάλαινα, καὶ προέβαλλε κοπτερὸν τὸν βραχίονα ὡς ξιφίας. Ἔπλεε μὲ τὸν δεξιὸν βραχίονα, κ᾽ ἐσφιχταγκάλιαζε τὴν νέαν μὲ τὸν ἀριστερόν. Ἄνω τὴν κεφαλήν της, ἄνω. Ν᾽ ἀναπνέῃ τὸ δακτυλιδένιο στοματάκι της… «Μὴ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου!» Καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν θὰ ἐξετοπίζετο ὀργυιὰς καὶ ὀργυιάς… Θὰ ἐζύγωνε, θὰ ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ξηράν. «Τώρα, τώρα, ἐφτάσαμε, ψυχή μου». Κανὲν δυστύχημα δὲν ἔμελλε νὰ συμβῇ. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ ἐσώζετο. «Ἐζαλίσθης, ψυχή μου; Ὅλα καλὰ τώρα. Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ». Ὤ, πῶς θὰ ἔπεφταν ἀφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, ἐπάνω εἰς τὴν ἄμμον. Ἀναπλασμένοι καὶ ἀναβαπτισμένοι. Νέος Ἀδὰμ καὶ νέα Εὔα, φέροντες τοὺς χιτῶνας θαλασσοβρεγμένους κολλητὰ εἰς τὴν ἐπιδερμίδα των, περισσότερον παρὰ γυμνοί.

«Ἐκεῖ εἰς τὸν βράχον εἶναι μία σπηλιά. Ὕπαγε ἐκεῖ μέσα, φιλτάτη μου, ν᾽ ἀλλάξῃς». Ἐκείνη, ἂν εἶχε δύναμιν νὰ τὸν ἀκούῃ, θὰ τὸν ἐκοίταζε κατάπληκτος. Ν᾽ ἀλλάξῃ μὲ τί; «Νὰ στεγνώσῃς. Θὰ σοῦ φέρω ἐγὼ φύλλα, ἀπ᾽ ὅλα τὰ δένδρα τοῦ δάσους, ἀγάπη μου, νὰ σκεπασθῇς».

Τέλος, ἀναποδογύρισε τὴν βάρκαν; Ἔπνιξε τοὺς ἐπιβάτας; Τὴν ἔσωσεν ἐκείνην;

Δὲν ἰσχύει τηλαισθησία οὔτε τηλεπάθεια, διὰ νὰ ζητήσωμεν τὰς ψήφους τῶν ἀναγνωστῶν, νοερῶς, ἀκαριαίως, οὐδὲ Κοινοβουλίου τέμενος εἶναι παρ᾽ ἡμῖν ἱερόν, ἀλλὰ ναὸς Εὐβουλίας. Πᾶς συγγραφεὺς ὑποτίθεται ὅτι ἀντιπροσωπεύει τὴν μέσην κρίσιν καὶ τὸ μέσον αἴσθημα τῶν ἀναγνωστῶν του.

Δὲν τὴν ἀναποδογύρισε, δὲν τοὺς ἔπνιξε. Ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε διὰ νὰ τὸ κάμῃ, ἀλλὰ τὸ ὀλίγον αὐτὸ ἔλειψεν.

Ἔξαφνα εἶδε νοερὰν ὀπτασίαν, τὴν μορφὴν τῆς μητρός του τῆς Μπούρμπαινας, ἐναέριον, παλλομένην. Ἐτράβα τὰ μαλλιά της κλαίουσα καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἄχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ᾽ εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ κάμῃς;»

Ἔκαμε κρυφὰ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς καρδίας, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισόν του. Ἐνθυμήθη καὶ εἶπε τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁποὺ τοῦ τὸ εἶχε μάθει, ὅταν ἦτο μικρός, ἡ μήτηρ του, καὶ αὐτὸς ἔκτοτε τὸ εἶχε ξεχάσει. Εἶπεν: «Ἂς πάγῃ, ἡ φτωχή, νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἄνδρα της! Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της!»

Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κ᾽ ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του ― ἔρωτα χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας.

(1897)

Σχολιασμός τού διηγήματος τού Παπαδιαμάντη «Έρως-Ήρως»

Τα βασικά πρόσωπα στο συγκεκριμένο διήγημα είναι ο Γιωργής και η Αρχοντώ. Δευτερεύοντα πρόσωπα είναι ο Κωνσταντής Σιγουράντσας, η μητέρα τής Αρχοντώς (η γραία Μαρουδίτσα), ο πλούσιος Πηλειορίτης γαμπρός.

Ο Γιωργής είναι ένας εικοσάχρονος νέος που δουλεύει ως ναυτόπαιδο στο πλοίο τού Κωνσταντή Σιγουράντσα. Μαζί με το αφεντικό του, τον Σιγουράντσα, εκτελούν ναυτικά δρομολόγια και θαλάσσιες μεταφορές στις περιοικίδες νήσους και γενικά στις παρακείμενες τής Σκιάθου ακτές. Ο Γιωργής τρέφει μεγάλον έρωτα προς μια νεαρή κοπέλλα, την Αρχοντώ, με την οποία συνυπάρχει στο νησί από την παιδική του ηλικία. Έχει επενδύσει συναισθηματικά σ’ αυτήν και την ονειρεύεται ως μελλοντική του γυναίκα. Ωστόσο τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Ο Γιωργής «λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο»: η μάννα τής Αρχοντώς, η Μαρουδίτσα, παντρεύει άρον άρον την κόρη της με κάποιον ξενομερίτη άντρα, ο οποίος μάλιστα είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερος στην ηλικία από την δεκαεννιάχρονη Αρχοντώ. Θα μπορούσε μάλιστα να είναι και πατέρας της στην ηλικία.

Ο γαμπρός κατάγεται από τα χωριά τού Πηλίου στη Μαγνησία. Ο λόγος που η γραία Μαρουδίτσα επισπεύδει αυτόν τον γάμο, δίχως καν να λάβει υπόψη της τη γνώμη τής κόρης της, είναι αφενός η οικονομική επιφάνεια τού γαμπρού, ο οποίος διαθέτει μεγάλη κτηματική περιουσία στα μέρη του και πολλά σπίτια, και αφετέρου η δική της οικονομική στενότητα. Συγκεκριμένα, η Μαρουδίτσα αδυνατεί να προικίσει την κόρη της. Που σημαίνει ότι, ελλείψει προίκας, αποκλείεται η θυγατέρα τής Μαρουδίτσας να μπορέσει να παντρευτεί στο νησί τής Σκιάθου. Οπότε η επιλογή τής συμφεροντολόγας και υπολογίστριας μάννας να παντρέψει την κόρη της με ξωμερίτη μάλλον είναι μονόδρομος για την ίδια. Έτσι λοιπόν στο σπίτι τής γραίας Μαρουδίτσας τελείται ο γάμος τής Αρχοντώς με τον Πηλειορίτη γαμπρό, του οποίου το όνομα αποσιωπάται. Στο σπίτι τής Μαρουδίτσας κατά τη βραδιά τού γάμου υπάρχουν φωτοχυσίες, χαρές και γλέντι.

Ο Γιωργής δεν έχει πάρει χαμπάρι για όλα αυτά. Ως ναυτόπαιδο στο καΐκι τού Σιγουράντσα συνηθίζει, τις περισσότερες φορές, να διανυκτερεύει και να κοιμάται μέσα στο σκάφος παρά στο σπίτι του. Και, παρόλο που σε κοντινή απόσταση από το λιμάνι βρίσκεται το σπίτι τής Αρχοντώς, απ’ όπου προέρχονται οι μουσικές και οι χαρές, ωστόσο ο ίδιος δεν υποψιάζεται τι πραγματικά συμβαίνει. Δεν «κακοβάζει ο νους του» ότι αυτή η γιορταστική ατμόσφαιρα σχετίζεται με ατμόσφαιρα γάμου.

Ο ιδιοκτήτης τού σκάφους, ο Σιγουράντσας, έχει λάβει εντολή από τη γραία Μαρουδίτσα να μεταφέρει με το καΐκι του τούς νιόπαντρους, την επομένη τού γάμου, απέναντι στη Μαγνησία. Διότι στον τόπο τού γαμπρού επρόκειτο να εγκατασταθεί το νιόπαντρο ζευγάρι, εφόσον η νύφη ήταν φτωχιά στη Σκιάθο και δεν διέθετε δικό της σπίτι στο νησί. Ο Σιγουράντσας λοιπόν προετοιμάζει τον επικείμενο απόπλου, δίνοντας εντολή στον βοηθό του στο καΐκι, τον Γιωργή, να είναι καθ’ όλα έτοιμος για το ταξίδι τής επόμενης αυγής. Ωστόσο ο Σιγουράντσας, επειδή γνώριζε και ο ίδιος το αίσθημα που έτρεφε ο Γιωργής προς την Αρχοντώ, απέφυγε να ενημερώσει τον Γιωργή σχετικά με το ποιους θα μετέφεραν προς τα μέρη τής Μαγνησίας.

Έτσι, όταν έφτασε η ώρα τού ταξιδιού, ο Γιωργής, ως ο πορθμέας που θα πραγματοποιούσε το ναυτικό εκείνο δρομολόγιο, βρέθηκε προ μιας αναπάντεχης έκπληξης: είδε μπροστά του τη γυναίκα τών ερώτων του ντυμένη νύφη, δίπλα σ’ έναν άλλον άντρα, σχεδόν γέροντα στα χρόνια. Δίπλα στο παράταιρο αυτό αντρόγυνο ήταν και η γραία Μαρουδίτσα, η ηθική αυτουργός εκείνου τού αταίριαστου γάμου. Ο Γιωργής μπροστά στη συγκεκριμένη εικόνα μένει ενεός και άναυδος! Χάνει τον κόσμο! Είναι αναγκασμένος «να πιει το πικρό ποτήρι» τής απογοήτευσης. Πρέπει αυτός να μεταφέρει τη γυναίκα που αγαπά μαζί με τον άντρα που αυτή δεν αγαπά, και μαζί με την ηθική αυτουργό αυτής τής αταίριαστης ένωσης.

Το καΐκι αποπλέει. Ο Γιωργής καταρρακωμένος ηθικά και εξουθενωμένος ψυχικά από τον ισχυρό και αναπάντεχο συναισθηματικό κλονισμό που υπέστη, - από «την ξαφνική κεραμίδα που τού ήρθε κατακέφαλα» - καθ’ όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού είναι «πτώμα». Μονάχα, για μια στιγμή, ανταλλάσσει με τη νύφη μια κλεφτή και φευγαλέα ματιά. Στα πρόσωπα και των δυο είναι ζωγραφισμένος ο πόνος.

Από το μυαλό τού Γιωργή αρχίζουν να περνούν διάφορα. «Αρχίζει να ψηλώνει ο νους του», όπως συμβαίνει και στη Φραγκογιαννού, την άλλη ηρωΐδα τού Παπαδιαμάντη, στη «Φόνισσα». Το μυαλό τού Γιωργή αρχίζει να ακολουθεί αρρωστημένα μονοπάτια. Ο πόνος τού έχει στομώσει τη λογική. Ο Γιωργής λοιπόν αρχίζει να σκηνοθετεί στον νου του τη δημιουργία ναυαγίου. Διάφορα «σενάρια» ναυτικού «ατυχήματος» αρχίζει να καταστρώνει ο αρρωστημένος από τον πόνο ψυχισμός του. Σκέφτεται, με τη ναυτική επιδεξιότητα που ο ίδιος διαθέτει, να προκαλέσει ο ίδιος την ανατροπή και βύθιση τού σκάφους, ώστε να στείλει στον άλλο κόσμο τούς ανθρώπους που του κατέστρεψαν τα όνειρα και την αγάπη του. Μισεί τη γραία Μαρουδίτσα, η οποία ξεπούλησε την όμορφη και νέα θυγατέρα της σ’ έναν ηλικιωμένο, μόνο και μόνο για να την ξεφορτωθεί και να γλυτώσει η ίδια από την καταβολή προίκας. Παράλληλα όμως σιχαίνεται ο Γιωργής και τον άντρα τής Αρχοντώς, αυτόν τον αντίπαλο και ανάξιο αντεραστή του, αυτόν που καταδέχτηκε να βάλει δίπλα του για γυναίκα του μια κοπέλλα που άνετα θα μπορούσε να ήταν κόρη του στα χρόνια!

Ο Γιωργής λοιπόν βρίσκεται σε μια εσωτερική σύγκρουση, σ’ ένα ψυχικό δίλημμα: να στείλει στον πάτο τής θάλασσας – πράγμα που το μπορεί πανεύκολα – τούς καταστροφείς τής ευτυχίας του, δηλαδή τη γριά Μαρουδίτσα και τον Πηλειορίτη γαμπρό, και να διασώσει μονάχα την αγαπημένη του ή να «καταπιεί» το τετελεσμένο πια γεγονός και να το αποδεχθεί; Το δίλημμά του λοιπόν έχει δύο σκέλη: το «θέλω» και το «πρέπει». «Θέλω να εξαφανίσω και να καταστρέψω αυτούς που με πόνεσαν και κατάστρεψαν την ευτυχία μου» λέγει η μια φωνή. Και η άλλη φωνή επιτάσσει: «είναι ανήθικο να σκοτώσεις ανθρώπους, και μάλιστα εν βρασμώ ψυχής, διότι αύριο θα σε κατατρύχουν οι ενοχές».

Η εσωτερική αυτή σύγκρουση και διαπάλη διαρκεί αρκετά. Στο τέλος ο Γιωργής αίρεται στο ύψος τών περιστάσεων και κάνει την υπέρβαση: κάνει το πρέπον και όχι το επιθυμητό. Νικά η σύνεση και λογική και όχι ο παρορμητισμός και το συναίσθημα. Νικά η σωφροσύνη και η ηθική και όχι το τυφλό πάθος. Τελικά, την έσχατη ώρα, όταν τα πάντα φάνταζαν χαμένα και τελειωμένα, «άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του». Στη θέση τού θυμού και του ξέφρενου πάθους θρονιάστηκε η λογική και η αυτοκυριαρχία. Η λογική αυτοσυγκράτηση χαλιναγώγησε το ξέφρενο πάθος. Ο Γιωργής από «άγριος λύκος» μεταμορφώνεται εξαίφνης σε «άκακο αρνίο». Η κυριαρχία τής σωφροσύνης, την έσχατη ώρα, συνιστά πράξη ανδρείας και ηρωισμού. Διότι ανδρείος είναι όχι μονάχα όποιος άφοβα ρίχνεται στους κινδύνους, αλλά προπάντων ανδρείος είναι εκείνος που μπορεί να δαμάζει τον ατίθασο εαυτό του και να χαλιναγωγεί τα πάθη του, εκείνος που είναι σε θέση να προβαίνει σε εσωτερικές ανατροπές και υπερβάσεις, εκείνος που μπορεί να θρονιάζει τον Θεό στη θέση τού Σατανά.  

Αυτή η αιφνίδια μετάλλαξη και μετουσίωση τού ήρωα νομίζω ότι είναι και το ουσιαστικό μήνυμα τού συγκεκριμένου διηγήματος. Πρόθεση τού Παπαδιαμάντη εδώ είναι να «διδάξει» ηθική: ο άνθρωπος πάντοτε, ακόμα και κάτω από τις πιο ακραίες για τον ίδιο καταστάσεις, οφείλει να διατηρεί την αυτοκυριαρχία του και το αυτεξούσιό του, δηλαδή να είναι κύριος εαυτού, «αυτοκράτωρ» με την αρχαία σημασία τής λέξης. Και να μην γίνεται ο ίδιος άθυρμα και δούλος τών παθών του.

Διότι «ο Θεός να μας φυλάγει από την άδικη και την κακιά την ώρα»!

Χαρακτήρες

Γιωργής: ένας νεαρός άντρας που έχει όνειρα για τη ζωή και σχεδιάζει το μέλλον του. Τα όνειρά του είναι άμεσα συνδεδεμένα με την Αρχοντώ, την οποία αγαπά πραγματικά. Είναι βιοπαλαιστής και εργάζεται σκληρά για να ζήσει. Ως νέος είναι παρορμητικός, θυμοειδής και ευερέθιστος, όταν βλέπει, μπροστά στα μάτια του, να εξελίσσεται η ίδια η δυστυχία του. Ωστόσο, ύστερα από μια δύσκολη αναμέτρηση με τον εαυτό του «επί ξυρού ακμής», κατορθώνει να υποτάξει το πάθος του, δηλαδή να περιορίσει και να θέσει υπό έλεγχο την ερωτική ζήλια του, και να φτάσει στην αυθυπέρβαση. Και τούτος ο προσωπικός ηθικός του άθλος συνιστά πράξη εσωτερικής ελευθερίας.

Αρχοντώ: αυτή ως πρόσωπο είναι ανύπαρκτη. Δεν έχει καθόλου δράση. Υφίσταται ως προσωπικότητα μέσω τής σκέψης τού Γιωργή. Δεν είναι αυτόνομη οντότητα αλλά ετεροκαθοριζόμενη. Η μάννα της αποκλειστικά αποφασίζει γι’ αυτήν, δίχως να αφουγκράζεται τις δικές της επιθυμίες. Δέχεται παθητικά τις καταστάσεις και είναι υποταγμένη εντελώς στη βούληση τής μάννας της. Η Αρχοντώ δηλαδή αντιπροσωπεύει τη γυναίκα εκείνης τής παλαιάς εποχής. Ο γάμος της δεν αποτελεί δική της επιλογή αλλά προαποφασίσθηκε από τη μάννα της. Είναι γάμος-εμπορική συναλλαγή.

Η μητέρα τής Αρχοντώς: η γρια Μαρουδίτσα παντρεύει την κόρη της με τον πλούσιο Πηλειορίτη αφενός για να την εξασφαλίσει οικονομικά και αφετέρου για να αποφύγει να στηρίξει οικονομικά το νέο ζευγάρι, δίνοντας προίκα. Δηλαδή η πονηρή Μαρουδίτσα θέλει «μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια»: καί πλούσιο άντρα θα δώσει στην κόρη της καί ταυτόχρονα θα αποφύγει τα έξοδα τής προίκας. Η Μαρουδίτσα είναι ψυχρά υπολογίστρια και συμφεροντολόγα. Αδιαφορεί παντελώς για την ευτυχία τής κόρης της. Άλλωστε, στις εποχές εκείνες, η ευτυχία συνδέεται αποκλειστικά με την κοινωνική και οικονομική παράμετρο και δεν έχει η ευτυχία το περιεχόμενο που της αποδίδει η εποχή μας. Εξάλλου η γυναίκα, κατά τις εποχές εκείνες, λογιζόταν αντικείμενο αγοραπωλησίας, για την τύχη τού οποίου άλλοι αποφάσιζαν.

Ο Πηλειορίτης γαμπρός: ο σύζυγος τής Αρχοντώς, που κατάγεται από το Πήλιο, είναι ένας ηλικιωμένος άντρας, του οποίου η ηλικία είναι εντελώς ασύμβατη με την ηλικία τής Αρχοντώς. Επειδή είναι πλούσιος, έχει «τον αέρα» τολμηρών επιλογών: τολμά να γυρέψει σε γάμο μια κατά πολύ νεότερή του γυναίκα. Βέβαια οι γάμοι με μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στα αντρόγυνα ήταν συνηθέστατο φαινόμενο στις παραδοσιακές κοινωνίες. Συνήθως ο άντρας υπερέβαινε κατά πολύ στα χρόνια τη γυναίκα. Αν και, συχνά, συνέβαινε και το αντίστροφο: η γυναίκα να είναι μεγαλύτερη τού άντρα. [Τούτο το τελευταίο συνέβαινε, όταν κάποιες πλούσιες γυναίκες «ξέμεναν». Αυτές τότε είχαν μονάχα δυο επιλογές, ή να μείνουν ανύπαντρες ή να παντρευτούν κάποιον φτωχό και κοινωνικά παρακατιανό και ταυτοχρόνως νέο στην ηλικία. Παρατηρούμε δηλαδή τον φόβο τής γυναίκας για τη «μοναξιά». «Κάλλιο κακοπαντρεμένη παρά γεροντοκόρη»: αυτή είναι η κυρίαρχη κοινωνική αξία. Ο γάμος υποστασιοποιεί τη γυναίκα. Η γυναίκα από μόνη της δεν υπάρχει, αλλά μονάχα μέσω τού άντρα, έστω και του χειρότερου άντρα].

Οι λόγοι αυτού τού κοινωνικού φαινομένου εξηγούνται. Συνέβαινε να παντρεύονται οι νεαρές γυναίκες μεγαλύτερους στα χρόνια άντρες για κάποιους λόγους: πολλές νέες γυναίκες ήταν φτωχιές και δεν διέθεταν προίκα. Αυτές οι γυναίκες, εκ των πραγμάτων, θα «έμεναν στο ράφι». Δεν θα βρισκόταν κανείς νέος άντρας «να γυρίσει να τις κοιτάξει». Συνεπώς, για τις φτωχές αυτές γυναίκες, η παντρειά τους με ηλικιωμένους άντρες, που κάποιες φορές μάλιστα αυτοί δεν πρόβαλλαν αξιώσεις προίκας, ήταν αναγκαστικός μονόδρομος.

Ένας άλλος λόγος αυτής τής κοινωνικής πραγματικότητας ήταν, για τα παλιά χρόνια, η μετανάστευση. Συγκεκριμένα, κατά το τέλος τού 19ου αιώνα και κατά τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα, συνέβαιναν μεγάλες ροές μετανάστευσης από την Ελλάδα – και άλλες βαλκανικές χώρες – προς την Αμερική κυρίως, προς την Κων/πολη, προς την Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου, προς την Οδησσό και προς άλλες γεωγραφικές κατευθύνσεις. Αυτοί που μετανάστευαν ήταν άντρες, και μάλιστα άντρες νέας ηλικίας (από 13 και 15 ετών έως και 30 περίπου). Επομένως, λόγω τής μετανάστευσης, ολόκληρα χωριά, ολόκληρες επαρχίες, ολόκληρα νησιά ερήμωναν από νεανικό αντρικό πληθυσμό. Έτσι στις περιοχές από τις οποίες αναχωρούσαν οι νεαροί μετανάστες κυριαρχούσε πια μια άλλη κοινωνική εικόνα: δυσαναλογία νεανικού γυναικείου πληθυσμού προς τον αντρικό νεανικό πληθυσμό. Γινόμαστε σαφέστεροι: επί παραδείγματι σ’ ένα χωριό όπου υπήρχαν 30 κοπέλλες τής παντρειάς (15 χρονών έως 25) σ’ αυτό το ίδιο χωριό υπήρχαν μονάχα 3 άντρες παραπλήσιας ηλικίας (18 χρονών έως 30).

Υπήρχαν βέβαια και άλλοι άντρες, αλλά κάπως «μπαγιάτικοι». Δηλαδή άντρες «δεύτερης κλάσης» (35 χρονών και πάνω). Αν λοιπόν μια νεαρή κοπέλλα επρόκειτο να παντρευτεί, αναγκαστικά δεν υπήρχε περιθώριο και δυνατότητα να παντρευτεί με άντρα περίπου συνομήλικό της. Γιατί; Διότι απλούστατα υπήρχε σπάνις ανδρών, λειψανδρία. Οπότε, αν η νέα γυναίκα, που ήταν στην καλύτερη ηλικία για γάμο, ήθελε να παντρευτεί, αναγκαστικά θα έπρεπε να «διαλέξει απ’ ό,τι είχε μπροστά της». Ειδάλλως, «αν τής ξίνιζε ο ένας και της βρόμαγε ο άλλος», απλούστατα «θα καθόταν στο ράφι». Και ήταν μέγας κοινωνικός στιγματισμός για μια γυναίκα να μείνει ανύπαντρη. «Σκύλος δεν εγαύγισεν από πίσω της» λέγει μια χιώτικη παροιμία: για γυναίκες που «έμειναν στα αζήτητα», για γυναίκες που ουδείς τις διεκδίκησε όχι μόνον ερωτικά αλλά ούτε και εμπορικά!

Προτιμότερο λοιπόν ήταν, σύμφωνα με τον αξιακό κώδικα εκείνων τών κοινωνιών, να κακοπαντρευτεί μια γυναίκα παρά να μείνει γεροντοκόρη. Ο γεροντοκορισμός τής γυναίκας ήταν μέγα στίγμα και όνειδος. Αντιθέτως τού άντρα ο γεροντοκορισμός δεν αποτιμάτο έτσι. Και θεωρούσαν τον γυναικείο γεροντοκορισμό μέγα όνειδος, διότι μια γυναίκα εκτός γάμου δεν θα τεκνοποιούσε. Δηλαδή δεν θα εκπλήρωνε τη βιολογική της αποστολή σε τούτον τον κόσμο. Άρα σκοπός τού γάμου, για τις παλιές κοινωνίες, είναι η γέννηση τέκνων. Το αν η γυναίκα θα είναι ως πρόσωπο ευτυχισμένη μέσα στον γάμο, αυτό «είναι ψιλά γράμματα». Αυτή η «ασήμαντη λεπτομέρεια» κανέναν δεν ενδιέφερε. Διότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Σκοπός είναι η τεκνοποιΐα. Και το μέσον για την εκπλήρωση αυτού τού σκοπού είναι ο γάμος, έστω και υπό όρους πλήρους απουσίας συναισθήματος και ερωτικής έλξης.

Είπαμε λοιπόν ότι, εξαιτίας τής μετανάστευσης τού μεγαλύτερου ποσοστού νεαρών ανδρών στο εξωτερικό, στις ελληνικές επαρχίες βασίλευε η λειψανδρία. Οπότε οι νέες γυναίκες, που ήθελαν να προχωρήσουν, σε γάμο αναγκαστικά θα έπρεπε να «επιλέξουν» άντρες «μπαγιάτικους» και μεσόκοπους. Αυτή η κοινωνική πραγματικότητα, δηλαδή η περίσσεια αφενός νεανικού γυναικείου πληθυσμού και η σπάνις αφετέρου τού αντίστοιχου αντρικού, γέννησε την εξής κοινωνική συμπεριφορά: παρετηρείτο τότε το φαινόμενο πολλοί πατεράδες νεαρών κοριτσιών να πηγαίνουν οι ίδιοι και να «ζητούν» μεσήλικες άντρες (45άρηδες και 50άρηδες), προκειμένου να τους αρραβωνιάσουν και εν συνεχεία να τους παντρέψουν με τις κόρες τους. Οι πατεράδες αυτών τών νέων κοριτσιών – που συχνά ήταν νεότεροι στα χρόνια από τους μέλλοντες γαμπρούς τους! – γύρευαν γαμπρό» απελπισμένοι, διότι έτρεμαν στην ιδέα ότι οι κόρες τους μπορούσαν «να κάτσουν στο ράφι». Δηλαδή ίσχυε, για τη συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση, ο διαχρονικός νόμος τού εμπορίου «προσφορά-ζήτηση».

Οι πιεσμένοι γονείς τών νεαρών γυναικών θέλουν οπωσδήποτε να παντρέψουν τις κόρες τους. Νέοι γαμπροί δεν υπάρχουν. Αναγκαστική επιλογή τούς απομένει να καταφύγουν στους «δευτεροκλασάτους» και τριτοκλασάτους» άντρες, στους «μπαγιάτικους» έως και «μουχλιασμένους».

Οι μεσήλικες αυτοί άντρες, βλέποντας την απελπισία των γονιών να παντρέψουν οπωσδήποτε τις νεαρές κόρες τους, «χορεύουν στο ταψί» τούς γονείς τών κοριτσιών. Συγκεκριμένα προβάλλουν απαιτήσεις προίκας. Αξιώνουν δηλαδή να προικισθούν πλουσιοπάροχα πρώτα ώστε εν συνεχεία να συνάψουν γάμο με τις νεαρές αυτές γυναίκες. Και μάλιστα εκβιάζουν: «θέλω τόσες χρυσές λίρες, τόσα χωράφια και τόσα σπίτια να μου γράψεις για να παντρευτώ την κόρη σου, κύριε υποψήφιε πεθερέ. Γιατί «έχει κι αλλού πορτοκαλιές». Ο τάδε μού τάζει μεγαλύτερη προίκα. Αν λοιπόν δεν είσαι διατεθειμένος να υποκύψεις στις οικονομικές μου απαιτήσεις, κράτα την κόρη σου λεύτερη και τρίψε την στη μάπα σου!».

Έτσι λοιπόν, κατόπιν σκληρής εμπορικής και οικονομικής διαπραγμάτευσης ετελούντο πολλοί γάμοι. Αταίριαστες και ανίερες ενώσεις, που ελάμβαναν την θεσμική κατοχύρωση και νομιμοποίηση δια του θρησκευτικού γάμου. Νομιμοποιημένες ανηθικότητες, πίσω από τις οποίες υπήρχε βαθύ σκοτάδι και πολύς προσωπικός πόνος!

Σημειώνω συμπληρωματικά ότι και οι πέντε αδελφές τού Παπαδιαμάντη «έμειναν στο ράφι» επειδή δεν είχαν προίκα. Αλλά και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης «έμεινε στο ράφι», διότι, και να ήθελε να παντρευτεί ο ίδιος, θα ήταν αδιανόητο να το πράξει προτού «αποκαταστήσει» τις  αδελφές του. 

Ο Σιγουράντσας: ένας ηλικιωμένος καραβοκύρης. Αποφεύγει να αποκαλύψει στον Γιωργή την αλήθεια σχετικά με τον γάμο τής Αρχοντώς, για να μην τον πληγώσει.. Αποφεύγει να αποκαλύψει στον Γιωργή την αλήθεια σχετικά με τον γάμο τής Αρχοντώς, για να μην τον πληγώσει.

 

 

 

                                                                                                                        Λεωνίδας Πυργάρης

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη