
Όσοι με γνωρίζετε προσωπικά, γνωρίζετε το χαρακτήρα μου. Δεν είμαι υπερβολικός, δεν είμαι φανατικός σε κάτι, λέγω «τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη» και δεν ανακατεύομαι στην πολιτική! Κατά τα άλλα είμαι… πολυλογάς, μου αρέσει η καλή μουσική (και η καλή… ψαλμωδία)[1]. Ακόμα μου αρέσει ο ψαρομεζές, ένα ουζάκι (ή δύο το πολύ), και η καλή παρέα.
Τα αναφέρω όλα αυτά σαν πρόλογο στο ποίημα του Κ. Βάρναλη, διότι σήμερα (1 Ιουνίου 2019) πηγαίνοντας στη λαϊκή αγορά (Μαρούσι), σταμάτησα να πω μια καλημέρα στον φίλο μου τον φωτογράφο στην πλατεία της γειτονιάς, και ο καλός φίλος, ο οποίος είναι και απόστρατος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, μου χάρισε το ποίημα του Κ. Βάρναλη, το οποίο με έκανε να νιώσω… «συναδελφική αλληλεγγύη» με τον ήρωα του ποιήματος, τον… κυρ-Μέντιο.
Αγαπητοί Συμπολίτες, κυρ-Μέντιοι,
Διαβάστε το με προσοχή, και σκεφθείτε, πόσο μοιάζομε όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα μορφωτικού επιπέδου, με τον κυρ-Μέντιο του Κώστα Βάρναλη!... Και… αντιγράφω:
|
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Κούτσα μια και κούτσα δυο της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι, ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ φήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια με κοτρόνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Aνωχώρι, Κατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι, και με κάμα και βροχή, ώσπου μου ‘βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κι’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι’ άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνωνται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ.
Kαι γι’ αυτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!
Aλλά εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Μάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. |
|
Kι’ ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: «Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει όλ’ η Χώρα κι’ οι καμπόσοι. Μη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! -Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου! -Αντραλίζομαι!… Πεινώ!… -Σούτ! θα φας στον ουρανό!»
Kι’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κι’ εγώ, του θεού τ’ αβασταγό!
Kι’ όταν ένα καλό βράδυ θα τελειώσει μου το λάδι κι’ αμολήσω την πνοή (ένα πουφ είν’ η ζωή).
H ψυχή μου θε να δράμη στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!
Γέρασα κι’ ως δε φελούσα κι’ αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο: «Χαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Μέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη, συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενή! |
|
Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Μα με την κουβέντα αυτή πόρτα μου ‘κλεισε κι’ αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσω από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βιά:
«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κι’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι’ όξαποδώ κει δεν είναι παρά δώ.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρης. Όπου ποθεί λευτεριά, παίρνει σπαθί. |
|
Mη χτυπάς τον αδερφό σου- τον αφέντη τον κουφό σου! Και στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ‘ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει κι’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει κι’ άλλος ήλιος έχει βγη σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γης». |
Επίλογος:
Τελειώνοντας την αντιγραφή, γνωρίζω και βλέπω… τα πόδια μου: δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Όμως, εγώ – σκέπτομαι και παρηγορώ τον εαυτό μου –, δόξα τω Θεώ, έχω τη δυνατότητα και ψωνίζω από τη λαϊκή και χορταίνω, και εγώ και η οικογένειά μου, ακόμη!... Πόσοι όμως συμπολίτες μας – και όχι μόνο – στερούνται τα απαραίτητα για να ζήσουν μια ελάχιστα αξιοπρεπή ζωή; Και το χειρότερο, πόσα μωρά παιδιά στερούνται το γαλατάκι τους, επειδή οι «μεγάλοι» μας βάζουν να τρωγόμαστε μεταξύ μας (είτε εμφύλιος λέγεται ο πόλεμος, είτε μεταξύ των εθνών); Λίγο προτού τελειώσει το ποίημά του ο Κώστας Βάρναλης γράφει:
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ‘ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Αγαπητοί συμπολίτες!
Είμαι 78 ετών κι έχω κουραστεί να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια. Όμως για (ξανα)σκεφθείτε σας παρακαλώ: Μήπως είμαστε τα θύματα ή τα ψώνια όπως γράφει ο Βάρναλης; Σκεφθείτε έναν κόσμο χωρίς πολέμους, χωρίς αιματοχυσίες! Μήπως δεν… «συμφέρει» αυτό σε κάποιους; Μήπως θα σταματήσουν να δουλεύουν οι πολεμικές τους βιομηχανίες; Κλείστε για λίγο τα μάτια σας και σκεφθείτε το![2]
Αγαπητοί Αναγνώστες,
Λόγω Χιακής καταγωγής, επισκέπτομαι τακτικότατα την ιδιαιτέρα μου Πατρίδα τη Χίο και δυστυχώς βλέπω τον τουρισμό να… φυλλορροεί! Κάθε χρόνο και λιγότεροι τουρίστες, Τούρκοι κυρίως! Εκεί φθάσαμε: «Η ευημερούσα Ελλάς να προσδοκά βοήθεια από την πτωχή Τουρκία», η δε Τουρκία (που ο μισός πληθυσμός της στερείται τα βασικά) να αγοράζει από τη μια σύγχρονα πολεμικά αεροπλάνα από την Αμερική (τα F-35), από την άλλη σύγχρονους πυραύλους S-400 (αμυντικούς και επιθετικούς) από τη Ρωσία! Η δε πτωχή Ελλαδίτσα να περιμένει τον Τούρκο… τουρίστα!!!
Μήπως τρελαθήκαμε όλοι μας; Λέω, μήπως!...
Πάντα με Αγάπη να ζούμε,
να θυμόμαστε και να τιμούμε
ανθρώπους σαν τον Κώστα Βάρναλη!
Δικός σας,
Αναστ. Ι. Τριπολίτης
Ένας άνθρωπος που είδε κι έζησε πολλά
με όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Και ως κυρ-Μέντιος και ως προύχοντας!...
































