
Η ζωή των νεκρών είναι η ανάποδη όψη του θανάτου των ζωντανών
                                                                   Δημ. Λιαντίνης
Έχω τη γνώμη πως η άγνοια είναι αναγκαίο να οδηγεί στην έρευνα αλλά και στην κριτική - φιλοσοφική σκέψη. Παρ’ όλο που τα εκκλησιαστικά κείμενα (βλ. πραξ. 17,25 -29) αναφέρουν πως “ο Θεός ούτε υπό ανθρωπίνων χειρών θεραπεύεται” (επομένως) μόνο αποκαλύπτεται· και παρ’ ότι  είναι “το αεί ζητούμενον και αεί απορούμενον”(Αριστοτ. “Μετά τα φυσικά), θα προσπαθήσω να εκθέσω κάποιες απορίες... Έτσι, θα αρχίσω από μιά κοινή ανθρώπινη απορία, δηλ. αν “ο άνθρωπος γεννιέται ή γίνεται”. Πιστεύω πως οι περισσότεροι θα έχουμε ακούσει αυτή την κοινή απορία η οποία με έχει απασχολήσει σε περιπτώσεις περισυλλογής και αναζητήσεων. Έχω την εντύπωση πως η απάντηση βρίσκεται στην...παράληψη του “διαζευκτικού” και στην παρουσία τού προσθετικού “και”. Ωστόσο χρειάζεται σκέψη και δύναμη για την απάντηση αυτή. Είναι δε προφανές πως στην όποια απάντηση είναι ανάγκη να προηγηθεί εκτός από τη σκέψη και φιλοσοφικός στοχασμός, όπως και εμπειρίες της ζωής που όσο και αν σε οδηγούν στην αμφιβολία, τουλάχιστον κάποιων δεδομένων που σχετίζονται με την πίστη παράλληλα με τον φόβο για το επέκεινα τής ζωής, θεωρώ πρέπον αν όχι αναγκαίο να αποδράσει κανείς από “μοναδικές” ερμηνείες.  Μικραίνοντας όμως το βεληνεκές τού “επέκεινα” μπορούμε να υποστηρίξουμε πως κανείς δεν θα ασχοληθεί με αυτό παρά μόνον ο άνθρωπος ανάλογα με την προσωπική του ικανότητα. Και επειδή έχει αναφερθεί πως όντως ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει και μετά τον θάνατό του, να γνωρίζουμε πως αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της μνήμης και της κοινωνικής προσφοράς του… Η απάντηση αυτή “περνάει” μέσα από το πεπερασμένο και το εφήμερο τής ύπαρξής μας. Έτσι λοιπόν οι όποιες απόπειρες να διατηρήσουμε την προσωπική μας ταυτότητα στο επέκεινα, είναι μάταιες. Το παροδικό τής ύπαρξής μας είναι αιώνιο. Πράγμα βέβαια που δεν ακυρώνει την αξία και το νόημα τής ζωής, ούτε πρέπει να μας οδηγήσει στον τρόμο τού θανάτου, αφού γνωρίζουμε πως “πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…”
Παρ’ όλα αυτά εξαρτάται από τον άνθρωπο να ξεπεράσει το άγχος τού θανάτου ερευνώντας βαθύτερα το νόημα της επίγειας ζωής χωρίς μεταθανάτιες και ασήμαντες ανησυχίες για ύπαρξη μετά τον αφανισμό, καθόσον “τα πάντα ρεί και ουδέν μένει” (Ηράκλειτος). Επομένως, δεν υπάρχει το δίλημμα της επανάληψης. Γι’ αυτό και τη μοναδική ζωή μας πρέπει να τη ζήσουμε καλά και ολοκληρωμένα με όσο το δυνατόν λιγότερες πράξεις για τις οποίες μπορεί να μετανιώσουμε, αλλά και χωρίς να μας επηρεάζει ο χρόνος ούτε και οι κατακρίσεις, εφαρμόζοντας  τα λόγια που μας λένε, πως, “ό,τι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό”· και χωρίς βέβαια να αρνηθούμε το “δάνειο της ζωής για να αποφύγουμε το χρέος τού θανάτου”, το οποίο θα αποπληρωθεί οπωσδήποτε και χωρίς εξαιρέσεις, είτε έχουμε άγχος είτε όχι. Η ψυχική μας γαλήνη πηγάζει από τη γνώση, ότι, αυτό που μας αναστατώνει δεν είναι τα πράγματα, αλλά η ερμηνεία που δίνουμε σε αυτά (Επίκτητος).
Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ανάγκη να αποδεχτεί τη θνητότητά του χωρίς να επιζητεί να ζήσει για πάντα (και μάλιστα με σάρκα και οστά) βασιζόμενος σε μύθους οι οποίοι αρνούνται τον θάνατο. Το θέμα – πρόβλημα είναι, πώς θα διαχειριστεί κανείς το πρόβλημα τού θανάτου με θετική σκέψη, γνωρίζοντας πως αυτός είναι το ποιο μοναχικό γεγονός τής ζωής. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν ή και φοβούνται ακόμα και να συζητήσουν για τον θάνατο, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια άλλη πραγματικότητα που θα είναι μόνο δική τους· χωρίς να κατανοούν πως είμαστε ένας κόκκος άμμου μέσα στην απεραντοσύνη τού σύμπαντος. Καταλήγοντας, να πούμε πως δουλειά του φιλοσόφου δεν είναι να παρέχει απαντήσεις, γνωρίζοντας ότι όλα είναι παροδικά και πιστεύοντας στους νόμους τής φύσης. Και χωρίς να κατακρίνει τους άλλους γι’ αυτά που πιστεύουν, έστω και αν δεν τα συμμερίζεται, να γνωρίζει, πως ακόμα και η θρησκευτική πίστη καταπραΰνει τους φόβους πολλών ανθρώπων τους παρηγορεί για τα κακά που τους συμβαίνουν, ακόμα και για τον θάνατο, κάνοντάς τους να νοιώθουν καλά ακόμα και με τη μοναξιά, η οποία όμως αυξάνει σε μεγάλο βαθμό την αγωνία τού θανάτου· έστω και αν σε κάποιους δίδει ζωή η σκέψη τού παραδείσου και της αιώνιας ζωής. Παρόλα αυτά ο φόβος τής καθόδου, μας κάνει να νοιώθουμε τη μηδαμινότητα μας μπροστά στην απεραντοσύνη τού κόσμου.
Ωστόσο, είναι δύσκολο να υιοθετήσει κανείς πως η αληθινή ζωή βρίσκεται αλλού, χωρίς να ανησυχεί και να προβληματίζεται...
Να  προσθέσω και τούτο και να πω, πως: η απομόνωση δεν υπάρχει μόνο στην απομόνωση. Μόλις τη μοιραστείς με κάποιον, εξανεμίζεται. Και γι’ αυτό θα ήταν τραγικά ανόητο για τον άνθρωπο να μην εκμεταλλευτεί ή το χειρότερο να ζη, ασυνείδητα ίσως, το σύντομο πέρασμά του από το φως της ζωής να  προσαρμόζεται σε μηχανισμούς τής όποιας εξουσίας, και να ανησυχεί μήπως χάσει το “πραγματικό φως και την πραγματική ζωή” προσμένοντας μια ζωή ευτυχισμένη και Παραδείσια...
 
































