
Ο Γάμος τους ήταν αποτέλεσμα συνοικεσίου.
Σκέψη, υπολογισμού και ψυχρής λογικής.
Έθεσαν σαν πρωταρχικό τους σκοπό να ενώσουν και να πολλαπλασιάσουν τις περιουσίες που κληρονόμησαν ή έλαβαν από τους γονιούς τους έβαλαν στόχους.
Πρώτος από όλους αυτός της επιτυχίας.
Να αυγατίσουν τα χρήματα τους. Να κτίσουν ένα παλάτι για τους εαυτούς τους και μετά τα αποδέλοιπα. Πράγματι με σκληρό αγώνα, οικονομία, που πολλές φορές έφθανε στα όρια της στέρησης, κατάφεραν να πλουτίσουν. Ακολούθησε το σπίτι τους.
Ο Κόσμος της μικρής κοινωνίας έβλεπε πολλές φορές με ζήλια, το πολυτελέστατο κτίσμα να ορθώνεται σιγά – σιγά και να στολίζει την περιοχή τους. Η ζωή τους συνέχισε στον αυτό ρυθμό. Άντε πάλι, φτου από την αρχή να μαζέψουν και να γεμίσουν τον «μπεζαχτά» τους, με όσα ξόδεψαν, μα και ακόμα πιότερα. Κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβουν, πέρασαν τα χρόνια. Όσο γέμιζε το «μαξούλι», τόσο άσπριζαν τα μαλλιά, μα περνούσαν και τα χρόνια. Χρόνια χωρίς καμιά απόλαυση. Μοναδικό τους ενδιαφέρον η κερδοφορία και ο πλουτισμός.
Κάπου πολύ κοντά τους, αγνάντια στο παλάτι τους, υπήρχε μια μίζερη παράγκα. Ένα κτίσμα της συμφοράς. Μια ένα παράθυρο χωρίς τζαμιλίκια και μια ψευτόπορτα. Με έναν ξύλινο μάνταλο, να κλείνει τα μοναδικά υπάρχοντα της στέρησης τους. Ένας «γιούκος» με μερικά στρωσίδια. Μια κασέλα αντί για τραπέζι. Στη γωνιά το τζάκι με την πυροστιά και ένα πήλινο τσουκάλι. Μερικά κουτάκια από κονσέρβες, αντί ποτηριών. Κάνα δυο τεντζερέδια, και μια γαβάθα από όπου έτρωγαν με τα χέρια όλοι τους, αν φυσικά υπήρχε φαγητό μια που αυτό λάχαινε σπάνια. Η απουσία λάμπας δεν τους απασχολούσε. Άλλωστε δεν ήταν χρειαζούμενος αυτός ο πολυέξοδος μπελάς. Κάθε άλλο, στο απόλυτο σκοτάδι, δεν έβλεπαν τα «μαύρα χάλια» τους. Φωτογραφίες ή εικονίσματα δεν στόλιζαν κανέναν τοίχο.
Το μόνο που υπήρχε πάνω σε μια πλατιά πέτρα ήταν πεταμένα ένα βρόμικο «ντέφι» και ένα «παγιαυλάκι».