
Ανάμεσα στα άπειρα γραπτά που έπεσαν στα χέρια μου κατά τη διάρκεια της έρευνας που χρειάστηκε να κάνω γράφοντας το ιστορικό μου μυθιστόρημα «Μαντώ Μαυρογένους», ήταν και τούτο.
Έχει γραφτεί από τον κόντε Giuseppe Pecchio που επισκέφτηκε την Ελλάδα από τον Απρίλη ως τον Ιούνη του 1825 και μας πληροφορεί πολύ παραστατικά για το ποιοι ήταν και πως μάχονταν οι Σουλιώτες κι οι Ρουμελιώτες. «Νόμιζα πάντα, γράφει πως οι Ιταλοί ζωγράφοι, αναπαριστάνοντας επεισόδια της ρωμαϊκής ιστορίας, παρουσιάζουνε με κάποιον τρόπο υπερβολής, τόσο στους χρωματισμούς τους όσο και στη μορφή, τους πολεμιστές της Ρώμης. Έλεγα πως αυτές οι σοβαρές φυσιογνωμίες, αυτά τ’ αθλητικά κορμιά κι οι μπρούντζινες επιδερμίδες, δεν μπορούσε να είναι πραγματικές. Τώρα όμως που είδα τους Ρουμελιώτες και τους Σουλιώτες, πείστηκα για την αλήθεια των εικόνων.
Τούτοι εδώ οι πολεμιστές ανήκουνε στην πιο ωραία ράτσα απ’ όσες έχω δει. Το δέρμα τους εκτεθειμένο πάντα στον ήλιο, είν’ όμοιο με τον μπρούντζο. Το στήθος τους φαρδύ σαν ασπίδα. Η φύση τους προίκισε μ’ άφθονα μαλλιά, που τ’ αφήνουν μακριά ν’ ανεμίζουν στους ώμους τους και που θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά δίχως τη συνήθεια να ξυρίζουν τα μηλίγγιά τους. Οι Έλληνες είχαν πάντα αδυναμία για τα πλούσια μακριά μαλλιά κι ο Όμηρος, ανάμεσα στ’ άλλα επίθετα που έδινε στους συμπατριώτες του, τους ονόμαζε «κάρη κομόωντας Αχαιούς». Οι περισσότεροι από τους Ρουμελιώτες και τους Σουλιώτες γεννιούνται και πεθαίνουν πολεμιστές Από τα παιδικά τους χρόνια φοράνε μπιστόλες στη μέση τους και ζώνονται τα σπαθιά, που δεν τ’ αποχωρίζονται ποτές. Όπως κι όλοι οι άλλοι αγωνιστές στην Ελλάδα, έτσι κι αυτοί πρέπει από μόνοι τους, να προμηθευτούν τα όπλα τους και τα ρούχα τους. Τους δίνουν μια μερίδα ψωμί και 12 παράδες για προσφάγι και 25 γρόσια το μήνα για τις αποδέλοιπες ανάγκες τους. Με τούτα τα 25 γρόσια που τις περισσότερες φορές δεν τα παίρνανε, έπρεπε να τσαρουχωθούν, να προμηθευτούν κανένα ρούχο… Δεν μεταχειρίζονται ούτε σκηνές, ούτε ράντζα, ούτε καταφύγια. Έχουν για στρώμα την κάπα, για προσκέφαλο μια πέτρα και για στέγη το γαλανό ουρανό.
Όσο βαστάει μια εκστρατεία μήτε γδύνονται, μήτε αλλάζουν πουκάμισο κι έτσι αναγκαστικά είναι βρώμικοι, σ’ αντίθεση με τα πεντακάθαρα όπλα τους που λαμποκοπάνε, όπως η πρώτη τους φροντίδα κάθε πρωί στέκεται να τα γυαλίσουν. Αγαπάνε με πάθος τα όμορφα πλούσια όπλα, που αστραφτοκοπάνε από χρυσάφι κι ασήμι, πράμα που δημιουργεί μια περίεργη αντίθεση με τη λιγδιασμένη πουκαμίσα τους.
Δεν έχουν γυλιό για να βάζουν σ’ αυτόν τα συγύρια τους. Ωραίοι και καλοφτιαγμένοι, είναι δυνατοί σαν λιοντάρια κι ευκίνητοι σαν κατσίκια. Είδα τους έξοχους γρεναδιέρους του Ναπολέοντα και την υπέροχη φρουρά, μα οι Σουλιώτες μου φαίνονται ανώτεροι απ’ αυτούς. Το παρουσιαστικό τους και το περπάτημά τους έχουν κάτι το πραγματικά μεγαλόπρεπο.
Πολεμάνε πάντα σκόρπιοι κι ο καθένας τους διαλέγει το μετερίζι του. Δε συνηθίζουν να μάχονται σε ξέσκεπο μέρος. Όπως οι αρχαίοι προφυλάγονταν με την ασπίδα, έτσι κι αυτοί προστατεύονται πίσω από μια πέτρα και κάμποσα βράχια για να’ ναι ανίκητοι, όπως με ξεχωριστή μαστοριά ξέρουν να γεμίσουν τα ντουφέκια τους και να τραβάνε τη στιγμή που πρέπει. Για να γελάσουν τους Τούρκους βάζουν το καλπάκι τους πλάγια απ’ όπου είναι κρυμμένοι. Δεν μεταχειρίζονται χαρακώματα Όταν θέλουν να πολεμήσουν ομαδιασμένα και να οχυρωθούν, κάνουν ένα ταμπούρι – έτσι ονομάζουν ένα περίφραγμα από πέτρες που φτιάνουν. Προφυλαγμένοι πίσω απ’ αυτό ανοίγουν μια θανατερή, σχεδόν πάντα, φωτιά, όπως γενικά είναι καλοί σκοπευτές».
Σημείωση: Για την ιστορία, ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα ήταν Χιώτης ονόματι Δημήτριος. Κατά τη μάχη στο Μανιάκι, προέβη σε πράξη ηρωική. Πριν σκοτωθεί, φοβούμενος μην πέσει η σημαία στα χέρια των Τούρκων, την έσχισε και την τύλιξε στο στήθος του.