
Και σήμερα κάτι προσωπικό, αλλά για να τονίσω την αγάπη, την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη. Και μπορεί να λέμε ότι στην εποχή μας έχουν αλλάξει όλα και χάθηκαν όσα ίσχυαν παλιά, αλλά η ζωή αποδεικνύει το αντίθετο… Αλλά και για να επισημάνω την αδιαφορία των όποιων αρμοδίων για πράγματα αυτονόητα, όπως την απόσταση μεταξύ των ραμπών στην παραλία.
Όπως έγραφα, λοιπόν, χτες με το πρόβλημα αστάθειας και ισορροπίας που έχω αναγκάστηκα να πιάσω την μπαστούνα που μου είχε χαρίσει ο μαστρο-Θωμάς Τσολάκης από τη Βολισσό. Όταν όμως δεν την κρατάω η ισορροπία μου είναι επισφαλής.
Χτες το μεσημέρι πήγα για μπάνιο στον Μέγα Λιμνιώνα χωρίς την μπαστούνα μου γιατί, αν την άφηνα έξω, κάποιος θα τη λιμπιζόταν και θα την εξαφάνιζε. Καλά έκανα τη διαδρομή από το αυτοκίνητο μέχρι τη θάλασσα, άφησα και λίγο πιο μακριά τις παντόφλες μου για να μη σκουντουφλήσω κι έπεσα να κολυμπήσω. Έκανα τις διαδρομές μου πάνω - κάτω και αφού ολοκλήρωσα, κατάφερα να φτάσω μέχρι τη ράμπα που είναι μέσα στη θάλασσα και έπρεπε να κάνω δυο τρία μέτρα ακόμα να πιάσω την άλλη, την ξύλινη. Ήταν τόσο «ξύπνιοι» αυτοί που τις τοποθέτησαν που αντί να βάλουν τη μια συνέχεια της άλλης τις έβαλαν σε απόσταση (φωτό). Και άλλοι πιο ξύπνιοι που δεν διόρθωσαν το λάθος των πρώτων. Επιχειρώντας, λοιπόν, να ανέβω στην ξύλινη, δεν ξέρω πώς έγινε, κοπάνησα κάτω, αφού δεν είχα από πουθενά να κρατηθώ… Ευτυχώς χωρίς να σπάσω τίποτα, αλλά «σαβάχτηκα».
Αμέσως έτρεξαν κοντά μου κάποιοι, αλλά στο τέλος, και αφού συνήλθα λίγο, έμειναν κοντά μου η αγαπητή μου Γιώτα Ξεπαπαδάκη και ένα άγνωστό μου παλληκάρι, που μάλλον δεν ήταν Χιώτης. Λευτέρη τον έλεγαν, αν δεν κάνω λάθος. Με σήκωσαν, με δυσκολία υποθέτω, γιατί είμαι και 75 κιλά, με έπιασαν α λα μπρατσέτα με πήγαν στο ντους και στη συνέχεια εκεί που είχα αφήσει την πετσέτα μου. Και διαπίστωσαν δύο πληγές, τη μία στη μέση και την άλλη στον αγκώνα. Ο νεαρός πήγε και έφερε από τα πράγματά του μπεταντίν και πούλβο -καλά οργανωμένος- και ένα μπουκαλάκι κρύο νερό και οι δύο ανέλαβαν να περιποιηθούν τις πληγές μου.
Και παρόλο που τους διαβεβαίωνα πως είμαι καλά, με έπιασαν ο ένας από το ένα χέρι κι η Γιώτα από το άλλο και όπως ήταν ξυπόλητοι, με την άσφαλτο να καίει, με πήγαν μέχρι το αυτοκίνητό μου.
Δεν ξέρω εσείς πώς θα αισθανόσασταν, αλλά προσωπικά αισθάνθηκα πολύ συγκινημένος γιατί ακόμα και στις μέρες μας υπάρχει αγάπη, αλληλεγγύη και φροντίδα για τον συνάνθρωπο έστω κι αν είναι άγνωστος. Και για την Γιώτα που ευχαριστούσε το παλληκάρι σα να ήμουν δικός της άνθρωπος. Τους ευχαριστώ. Τι πιο όμορφο, έτσι;
Του Δημήτρη Φρεζούλη