
Ο ένας μετά τον άλλον οι ηθοποιοί που σημάδεψαν τα νιάτα τη γενιάς μου φεύγουν από τη ζωή και εμείς μένουμε με την ανάμνησή τους. Πόσοι και πόσοι; Αμέτρητοι, με αποτέλεσμα να λυπόμαστε γιατί μεγαλώσαμε μαζί τους, εξέφρασαν τις ελπίδες και τα όνειρά μας, μας συγκίνησαν, μας έκαναν να γελάσουμε και να κλάψουμε. Έτσι αισθανόμαστε ότι κάτι χάνουμε, κάτι πολύτιμο, κάτι που το θεωρούσαμε δικό μας. Ποιον να θυμηθείς και ποιον να ξεχάσεις…
Χάσαμε λοιπόν χτες και τον αγαπημένο μας κάποιων άλλων εποχών, Νίκο Ξανθόπουλο. Έναν Ξανθόπουλο που στο τέλος της δεκαετίας του ‘60 λατρέψαμε κυρίως μέσα από τις ταινίες του. «Το παιδί του λαού», όπως είχε χαρακτηριστεί και όχι αδικαιολόγητα αφού στις ταινίες του ερμήνευε ρόλους που μας «άγγιζαν» και ήταν μια παρηγοριά συναισθηματική.
Υπήρξε η προσωποποίηση της φτώχιας, του πόνου, της αδικίας αλλά και της δύναμης, της υπομονής και της τιμιότητας. Ήταν και θα παραμείνει ες αεί, το αγαπημένο «παιδί του λαού» που εξέφρασε μέσα από τους κινηματογραφικούς του ρόλους και τα τραγούδια του τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων που αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν από αυτούς. Γι’ αυτό και τον λάτρεψαν και τον έβαλαν στην καρδιά τους και κράτησαν ζωντανή την εικόνα του καθιερώνοντάς τον ως έναν από τους πλέον δημοφιλείς κινηματογραφικούς ήρωες όλων των εποχών.
Αυτός ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, που «έφυγε» στα 89 του χρόνια, έχοντας διαγράψει μια ζωή γεμάτη που τού χάρισε την αίσθηση της πληρότητας. Και πώς να μην ένιωθε πλήρης; Έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και το τραγούδι, και αγαπήθηκε όσο λίγοι.
Πώς να ξεχάσεις τις ουρές που σχηματίζονταν όταν προβάλλονταν οι ταινίες του στο «ΡΕΞ» που συνεργαζόταν με την ΚΛΑΚ φιλμ του Τεγόπουλου, αλλά και στα σινεμά των χωριών; Μια φορά στα Θυμιανά υποχώρησε η κεντρική πόρτα της Φιλοπτώχου από το συνωστισμό που είχε δημιουργηθεί. Πώς να μη θυμηθείς ότι ήταν αξιολάτρευτος από όλους; Ότι πίναμε νερό στο όνομά του και ας ήταν κάποιες από τις ταινίες του μελό. Μας άρεσαν και ας μουσκεύαμε και κανένα μαντηλάκι…
Όπως είχε εξμολογηθεί ο ίδιος «στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να 'μουν σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να 'μουν παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς».
Αιωνία η μνήμη του!
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































