
Ένα τελευταίο «επεισόδιο» από την εκδρομή στον Ανάβατο για την οποία έγραφα χτες και προχτές…
Όπως ήταν φυσικό ολόκληρη η παρέα με την άφιξή της στο χωριό ήταν νηφάλια. Όμως επειδή δεν ήταν σκέτη εκδρομή αλλά περιελάμβανε και γλεντάκι μπορούσε να έχει και τις συνέπειές της.
Το μπουζούκι του Γιάννη Αμπαζή και η κιθάρα του Μάριου Νεαμονιτάκη «κελαηδούσαν». Και γιατί παίζουν τα όργανα; Για να κάνεις κέφι και να περάσεις ευχάριστα. Τα καραφάκια με το ούζο και το τσίπουρο ερχόταν το ένα μετά το άλλο, ολόκληρη η παρέα μεράκλωνε, τα ζεϊμπέκικα διαδεχόταν το ένα το άλλο, λογικό ήταν πως δε θα αργούσαμε να έρθουμε στο τσακίρ κέφι. Βγήκε και η κυρά Σμαράγδα και χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο ξεσηκώνοντας θύελλα ενθουσιασμού, ο δικός μας ο Μάνος ξάπλωσε ανάσκελα από τη χαρά του, τα παλαμάκια έπεφταν σύννεφο, τα επιφωνήματα έδιναν και έπαιρναν.
Η ώρα περνούσε ευχάριστα, τα χαμόγελα γίνονταν όλο και πιο πλατειά και ήταν φανερό ότι το ούζο και το τσίπουρο είχαν αρχίσει να κάνουν… ενέργεια. Μας απήγγειλε και ένα ποίημα ο ποιητής της παρέας, το κρύο άρχισε να γίνεται διαπεραστικό, ε, και κάποια στιγμή κατά το σούρουπο ξεκίνησε η διάλυση. Έφυγα από τους πρώτους, αλλά όταν έφτασα στο σπίτι αναρωτιόμουν πώς επέστρεψαν οι άλλοι, καθώς είχε επιδεινωθεί ο καιρός και ανησυχούσα. Τηλεφώνησα στον Σταμάτη, δεν απαντούσε, επιχείρησα να τηλεφωνήσω και σε άλλους αλλά δεν ανταποκρίνονταν στις κλήσεις μου. Μετά από κάνα μισάωρο χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Σταμάτης… Ρε φίλε επικοινώνησες με τους άλλους; Καθώς κατεβαίναμε είχε πυκνή ομίχλη. Εμένα οδηγεί η Μαρίκα, αλλά οι άλλοι τι κάνουν;…
Τελικά βρήκα τον Ιάκωβο που με διαβεβαίωσε πως όλοι κατέβαιναν μαζί και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Τι μου άρεσε; Αυτό το ενδιαφέρον για τους συνδαιτυμόνες σε μια δύσκολη περίπτωση. Ένα ενδιαφέρον που πηγάζει από ανησυχία και αγάπη για τον φίλο. Και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στις μέρες μας να σε νοιάζεται κάποιος. Να ενδιαφέρεται για σένα. Να υπάρχει αυτή η αλληλεγγύη μεταξύ μας. Τι πιο ευχάριστο χωρίς να υπάρχει κάποιο συμφέρον. Και είμαι ευτυχισμένος γιατί ευτυχώς έχω κι εγώ κάποιους τέτοιους φίλους. Που τους αγαπώ και με αγαπάνε.
Του Δημήτρη Φρεζούλη








































