
Απομονωμένοι στο… ησυχαστήριο της Αγίας Ερμιόνης τα τελευταία χρόνια έχουμε ξεχάσει, που λέει ο λόγος, τι γίνεται παραέξω. Ξέρετε, κακό πράμα η συνήθεια, καθώς μπορεί να μην αλλάζουν πολλά πράγματα στην καθημερινότητά σου, αλλά σε βολεύει κιόλας. Ξέρεις τι θα κάνεις, πώς θα συμπεριφερθείς, ποιοι θα περάσουν να δεις, πόσες βάρκες, στην περίπτωση τη δική μας, θα βγουν για καλαμάρια, πότε θα επιστρέψουν, αναρωτιέσαι γιατί δεν βγήκε σήμερα ο ένας κι ο άλλος. Με λίγα λόγια μια ζωή καρμπόν. Κι όταν μεγαλώσεις και λίγο, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, γιατί «βαραίνεις», δεν έχεις τη διάθεση που είχες όταν ήσουν πιο νέος. Και κάποιες ώρες απογευματινές και βραδινές αράζεις, ρίχνεις άκυρα και δεν λες να ξεκολλήσεις…
Κάποιες φορές που, ύστερα από μια βραδινή εκδήλωση, περνούσα από την προκυμαία με εντυπωσίαζε ο κόσμος που είχε γεμίσει τις καφετέριες και τα ουζερί και τα εστιατόρια. Βρε τόσος κόσμος, έλεγα στον εαυτό μου και προφανώς δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ακριβώς περνούσε αυτός ο κόσμος όλες αυτές τις ώρες στην προκυμαία. Βέβαια όταν ήμουν νεότερος είχα κι εγώ μανία με την προκυμαία. Δεν θα ξεχάσω ότι ολόκληρη, δηλαδή και τα δύο ρεύματα του δρόμου, ήταν κλειστή και ένα ποτάμι ανθρώπων χαλούσαν σόλες με το πήγαιν' έλα πάνω κάτω. «Χαμός» στο ίσωμα τους καλοκαιρινούς μήνες. Ίσως επειδή και κάποιοι δεν είχαν την οικονομική άνεση να κάτσουν και να πιουν έναν καφέ ή ένα ουζάκι ή επειδή ήθελαν να συναντήσουν στο πήγαιν' έλα τα μάτια που αγαπούσαν…
Και όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι τα τραπεζάκια με τις καρέκλες στρώνονταν μέχρι την άκρη από τη μεριά της θάλασσας δίπλα στο πλευρισμένο βαπόρι, όπως βλέπετε στη φωτό, μιας και δεν υπήρχαν πεζοδρόμια ούτε τόσο πολλά αυτοκίνητα.
Προχτές λοιπόν τα παιδιά επέμεναν να πιούμε ένα ουζάκι στην προκυμαία. Βγήκαμε από την… απομόνωσή μας και δεν το μετανιώσαμε. Ζήσαμε τη ζωντάνια του όμορφου αυτού κομματιού της πόλης και τη χαρήκαμε παρά τη βαβούρα. Και τι άλλο χαρήκαμε; Την είσοδο του «Νήσος Σάμος» στο λιμάνι με τον καπ. Γιώργη να μας χαιρετά με ένα παρατεταμένο σφύριγμα. Ολοφώτιστο, με τις γιρλάντες του να του δίνουν τον άλλο τόνο, να «γεμίζει» κάθετα το λιμάνι καθώς είναι και τεράστιο, το πλεύρισμά του. Είχα κολλήσει τα μάτια μου πάνω του και δεν το χόρταινα. Τέτοια ομορφιά. Και τα τρία σφυρίγματα του αποχαιρετισμού καθώς έλυνε κάβους. Η προκυμαία μας!
Του Δημήτρη Φρεζούλη






































