
Στα χρόνια που ζούσαμε παλιά το καλοκαίρι ήταν μια παράσταση της ζωής που κρατούσε το λιγότερο τρεις μήνες. Μια παράσταση με πολύ φως, πολλές γεύσεις και πολλούς ήχους.
Το καλοκαίρι είχε τους δικούς του, ξεχωριστούς ήχους.
Ήταν οι βρόντοι από τις πόρτες που τις έκλειναν οι ξαφνικές ριπές ανέμου από τα ανοιχτά πορτοπαράθυρα για «να κάνει ρεύμα» με το πιο φυσικό αιρκοντίσιον: τον αέρα.
Ήταν οι φωνές των πλανόδιων πωλητών που εκείνους τους μήνες γίνονταν περισσότεροι, με περισσότερες διαδρομές.
Ήταν ο θόρυβος του δρόμου στις συνοικίες που γινόταν πιο αισθητός στο εσωτερικό των σπιτιών από αυτήν την ανοιχτοσύνη.
Ήταν ο μακρινός απόηχος της πόλης, ο αχός της, που έμπαινε απόμακρος, αλλά ειρηνικός, από τα ανοιχτά παράθυρα στα διαμερίσματα.
Ήταν το χτύπημα της μυγοσκοτώστρας πάνω στα τραπέζια, στα έπιπλα και στους τοίχους από τον συνταξιούχο γείτονα, εκείνον τον μανιακό μυγοκυνηγό που κυκλοφορούσε όλη μέρα με το φανελάκι και το φονικό πλαστικό εργαλείο στο χέρι –το κρατούσε ακόμα και όταν έβλεπε τηλεόραση.
Ήταν τα ζάρια που κυλούσαν στο τάβλι και ο διακριτικός ήχος τους έφτανε στα μπαλκόνια από τα άλλα μπαλκόνια.
Ήταν οι εξατμίσεις από τα Ζούνταπ και τις Φλορέτες (τα απόλυτα λαμπερά δίτροχα μιας άλλης εποχής) που τα καλοκαίρια ακούγονταν περισσότερο –πάντα λόγω της ανοιχτοσύνης των σπιτιών.
Ήταν οι φωνές από την μπάλα που έπαιζαν τα παιδιά στους δρόμους.
Ήταν το τιτίβισμα των τζιτζικιών, που τότε δεν χρειαζόταν να φύγεις από την πόλη για να τα ακούσεις.
Το καλοκαίρι, όταν ακόμα διακρινόταν από ορατά όρια και διαχωριστικές γραμμές, είχε όχι μόνο τους δικούς του ήχους, αλλά και τις δικές του οσμές: το τριαντάφυλλο μύριζε τριαντάφυλλο, η ντομάτα είχε γεύση ντομάτας, το βερίκοκο βερίκοκου, το κεράσι κερασιού.
Εν μέρει ήταν καλύτερα τότε που εκφραζόμασταν με φιλιά κι όχι με καρδούλες του ίντερνετ, που χαιρετιόμασταν με χειραψία κι όχι με σκιτσάκια του φέισμπουκ και που τα λέγαμε από κοντά κι όχι με βάιμπερ, με sms και με γουάτς απ.
Δημήτρης Φρεζούλης







































