Για το αλήστου μνήμης μαγκαλάκι μιας φοράς και ενός καιρού, όχι και τόσο μακρινού, έγραφα τις προάλλες και επανέρχομαι και σήμερα γιατί το ταπεινό και αθώο εκείνο μαγκαλάκι γινόταν και ακούσιος μάρτυρας όλων όσα λέγονταν γύρω του. Γιατί μόνο μουγγοί δεν έμεναν οι «συνδαιτυμόνες» του…Τριγύρω λοιπόν στο μαγκάλι λέγονταν πράματα και θάματα και όσα δεν λέγονταν σε οποιαδήποτε άλλη συνάντηση.
Ίσως και η ζεστασιά και η άνεση που αισθάνονταν όλοι, «άνοιγαν» τα στόματα και τι δεν ακουγόταν! Από το μακρύ και το κοντό του ενός μέχρι ιστορίες και παραμύθια. Αλήθειες και ψέματα, καλοσύνες και κακιούλες και ό,τι μπορεί να φανταστεί το μυαλό του ανθρώπου. Ακόμα και βαθυστόχαστες αναλύσεις. Πάντως εκείνα που κυριαρχούσαν ήταν τα παραμύθια και ήταν πολύ τυχεροί όσοι διέθεταν στη συντροφιά τους κάποιαν ή κάποιο παραμυθά. Και μάλιστα υπήρχαν και παραμύθια που δεν τελείωναν την πρώτη βραδιά αλλά είχαν και συνέχεια και την επόμενη. Κάτι σαν τα σημερινά τηλεοπτικά σίριαλ. Και είχαν και ενδιαφέρον μιας και η αγωνία των ακροατών έφτανε στο κατακόρυφο…
Όμως το μαγκαλάκι επιτελούσε και άλλο έργο που είχε σχέση με τη μάσα… 4-5 βέργες, που ήταν στην άκρη του, έπαιζαν το ρόλο σχαρών, πάνω στις οποίες έμπαιναν φέτες ψωμιού να ψηθούν… Και αφού ψήνονταν μοσχοβολούσε ο κόσμος και τρώγονταν σκέτες ή πασαλειμμένες με λάδι και είχαν μια νοστιμιά, άλλο πράγμα. Κάποιες φορές έμπαινε και το μπρίκι για τον καφέ ή το βραστικό. Άλλες φορές, παραχώνονταν πατάτες στη χόβολη και αφού ξεροψήνονταν ήταν σκέτο λουκούμι. Αμέ τα κάστανα πασπαλισμένα με στάχτες! Κάποιες άλλες σε ένα ταψάκι έμπαιναν αμύγδαλα, τζίτζερφα, φιστίκια για να γίνουν πιο νόστιμα. Και, κάποιες τρίτες, έμπαιναν και… τούβλα να ζεσταθούν και στη συνέχεια να τοποθετηθούν στο κρεβάτι μέσα σε ένα κουρέλι να ζεστάνουν παγωμένα πόδια…
Πολλαπλές ήταν οι χρήσεις του ταπεινού μαγκαλιού με κυριότερη βέβαια τη ζεστασιά. Σε μια εποχή όχι και τόσο μακρινή…
Του Δημήτρη Φρεζούλη