
Το απόγευμα του Σαββάτου (11/2/23) πήγα στην κοπή της πίτας της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Χίου, στο «Ελληνικό Κάστρο». Βλέπετε, είχα αναλάβει την υποχρέωση της παρουσίασης του βιβλίου «Βαρβασιακός, το ζηλευτό ταξίδι». Όμορφη και πετυχημένη η όλη εκδήλωση με πολλά έπαθλα, Κύπελλα και βραβεία, δημιούργησε μια ζεστή περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Πριν τις βραβεύσεις, όπως ήταν επόμενο και λογικό, χαιρέτησε ο πρόεδρος της ΕΠΣΧ, Κώστας Νικολαΐδης και ακολούθησε ο πρόεδρος της ΕΠΟ, Τάκης Μπαλτάκος.
Και αφού ολοκληρώθηκε και η παρουσίαση και το ολιγόλεπτο βίντεο του Βαρβασιακού ξεκίνησε η απονομή των Κυπέλλων και των τιμητικών πλακετών. Και, φυσικά, αυτά όλα κάποιοι έπρεπε να τα δώσουν στους πρωταγωνιστές. Σωστά. Και ποιοι θα ήταν αυτοί; Οι επίσημοι που παρευρίσκονταν στην εκδήλωση και ήταν κυρίως, για να μην πω αποκλειστικά, πολιτικά πρόσωπα.
Κλήθηκε πρώτος ο Περιφερειάρχης, ο Κώστας Μουτζούρης, να απονείμει το Κύπελλο του πρωταθλητή στον Ατρόμητο Αγίου Γεωργίου. Ο οποίος μάλιστα και σήκωσε ψηλά το Κύπελλο θριαμβευτικά, μέχρι να το παραλάβει ο εκπρόσωπος της ομάδας, κλέβοντας την παράσταση. Και είπε να πει και δυο λόγια…
Ε, αυτό ήταν! Δεν υπήρξε κανείς που να ακολούθησε και δεν έπιασε το μικρόφωνο κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων απονομών. Ο ένας το άφηνε κι ο άλλος το έπιανε. Μάλιστα, επειδή είχε «ουρά το μακαρόνι», αφού ήταν πολλοί, άρχισε να ακούγεται ένας υπόκωφος ψίθυρος κάθε φορά που κάποιος καινούργιος έπαιρνε σειρά. Ένας ψίθυρος που υπονοούσε δυσφορία. Ότι καλά είναι πια, βρε παιδιά, οι χαιρετισμοί…
Φυσικά κανείς δεν πτοήθηκε από εκείνους που ακολούθησαν και συνεχίστηκε το μπλα - μπλα. Ένα ερώτημα είναι όμως αν, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα τα λόγια που λέγονται και που φοβάμαι δεν αγγίζουν καθόλου τους ακροατές. Αυτό υπονοούσε ο υπόκωφος ψίθυρος δυσφορίας. «Κρείττον του λαλείν το σιγάν», που έλεγαν και οι αρχαίοι μας…
Ανέκαθεν τα… μικρόφωνα ασκούσαν μια γοητεία σε εκείνους που τους δινόταν η ευκαιρία να τα έχουν μπροστά στο στόμα τους. Και όπως φαίνεται λίγοι ή κανένας δεν αντιστέκεται.
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































