
Αναμνήσεις της Σοφίας Καρασούλη, από τον δύσκολο Ιούλιο του 1974…
«Είχαμε μόλις απλώσει τις ψάθες μας στην παραλία των Μεστών. Η μέρα ζεστή, το καλοκαίρι στις δόξες του. Ανέμελα τα τζιτζίκια συνέχιζαν το τραγούδι τους, λες κι ήθελαν να ξεπεράσουν το μεγάφωνο της ταβέρνας που έπαιζε έξω φωνή τσάμικα και καλαματιανούς. "Από το πρωί όλο δημοτικά παίζουν… Κάτι τρέχει…", μουρμούρισε ο πατέρας μου, αλλά εμείς οι μικροί δεν δώσαμε και πολλή σημασία.
Ήταν του Προφήτη Ηλία και γιόρταζε το σινάφι των εμπόρων. Μετά την εκκλησία, είχαμε πάρει το δρόμο με παρέα, δυο-τρία αυτοκίνητα, για την καθιερωμένη εκδρομή.
Δεν είχαμε προλάβει να πέσουμε στη θάλασσα όταν ο πατέρας μου μας φώναξε. «Μαζεύτε τα! Γυρίζουμε πίσω!» Με μαύρη την καρδιά, μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
Όλη τη διαδρομή προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει… Οι μεγάλοι μιλούσαν για «πραξικόπημα», «εισβολή», «επιστράτευση» -λέξεις καινούργιες, βαρύγδουπες.
Το ίδιο βράδυ βάλαμε άρον-άρον λίγα ρούχα σε μια βαλιτσούλα και πήγαμε να μείνουμε στης θείας Κικής στο Βασιλειώνοικο. Ο πατέρας μου, που είχε κιόλας επιστρατευθεί, ήθελε να πάμε σε πιο ασφαλές μέρος γιατί φοβόταν μην γίνουν βομβαρδισμοί στην πόλη.
Στο δρόμο πηγαινοερχόντουσαν στρατιωτικά τζιπ και φαντάροι -είχε γεμίσει ο κόσμος από χακί. Και τα βράδια, θυμάμαι τον μεγάλο θόρυβο από τα βαριά φορτηγά που περνούσαν απέξω γεμάτα πυρομαχικά κι έτριζαν τα παράθυρα.
Ο πιο μεγάλος εξάδελφός μου ο Κώστας είχε κάνει σχέδιο πού θα κρυβόμασταν εγώ κι η αδελφή του η Ρούλα, για να μη μας βρουν οι Τούρκοι. «Στη Φυρόλακα! Ξέρω εγώ το μέρος!» μας έλεγε. Είχε κι ένα φλομπεράκι που κυνηγούσε τότε τα σιουτάκια και το έπαιρνε συχνά μαζί του όταν μας συνόδευε, για καλό και για κακό.
Τις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ… Μου έλειπε ο μπαμπάς μου και το σπίτι μας, κι οι τρομερές ειδήσεις από την Κύπρο όπως τις συζητούσαν καθημερινά οι μεγάλοι με είχαν αγριέψει: σκοτωμοί, βιασμοί, πρόσφυγες, αγνοούμενοι…
Ήταν τυχερό για μας τότε να μην τα ζήσουμε όλα αυτά, γιατί «ένα ντου, κι οι Τούρκοι θα έκαναν περίπατο στο νησί», όπως έλεγε μετά ο πατέρας μου.
Πόλεμος δεν έγινε, αλλά η τραγωδία της Κύπρου και τα μαύρα σύννεφα που σκέπασαν τον ήλιο εκείνου του Ιουλίου στοιχειώνουν ακόμη το νου».
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































