
Αναμνήσεις των ημερών από την Σοφία Καρασούλη: «Λίγες ημέρες πριν της Παναγίας άρχιζαν οι προετοιμασίες. Τα κρυστάλλινα ποδαράτα ποτήρια -δώρο της αμερικάνας θείας- έβγαιναν από το ψηλό ντουλάπι, ο ασημένιος δίσκος και τα κουταλάκια της προίκας της μητέρας έπρεπε να γυαλιστούν, τα κεντητά τραπεζομάντηλα να σιδερωθούν, κι η σάλα -το απαγορευμένο δωμάτιο- άνοιγε επιτέλους!
Οι σκονισμένες εμπριμέ κλάδες πήγαιναν για πλύσιμο και φαινόταν πια το σκάλισμα του καναπέ και των πολυθρόνων σ' όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Τρίβαμε τα τζάμια με Άζαξ και παλιές εφημερίδες, να γίνουν αόρατα, ρίχναμε νερά στα σκαλιά και στη μπροστινή βεράντα.
Η μητέρα μου πήγαινε για την τελευταία πρόβα του φουστανιού στην κυρία Αργυρώ ή στην Πόπη. Πάντα έραβε φόρεμα για της Παναγίας, για τη γιορτή του πατέρα μου, με υφάσματα ξενικά που κουβαλούσαν οι ναυτικοί συγγενείς.
Ανήμερα της Παναγίας ήμασταν επί ποδός: χτυπούσαν τα τηλέφωνα να μάς εύχονται Χρόνια Πολλά, χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας να μάς φέρνουν γλάστρες και τούρτες από συγγενείς και γνωστούς. Οι πιο πολλές τούρτες ήταν του ζαχαροπλαστείου Κοντούδη, κι αργότερα του Αυγουστάκη.Κατά τις 6 -παρά τις διαμαρτυρίες μου ότι είναι νωρίς και κάνει ζέστη- έπρεπε να ντυθούμε γιατί οι πρώτες επισκέψεις άρχιζαν νωρίς. Επί του κεράσματος εγώ, η κόρη του σπιτιού... Πρώτα, μια πορτοκαλάδα ή λικεράκι κι ένα ζαχαρωτό. Ακολουθούσε τούρτα, και για όσους έμεναν παραπάνω μια μπάλα παγωτό πραλίνα του Κρόνου.
Κατά το βραδάκι, όταν κατέφθαναν οι στενοί συγγενείς, ήταν η ώρα για το ουζάκι και τους μεζέδες. Τότε εμφανιζόταν κι ο πατέρας μου από όπου κρυβόταν όλο το απόγευμα, έβρισκα κι εγώ τα ξαδέλφια μου να παίξω λίγο ή να κουβεντιάσω και να ξεφύγω από το συνεχές τρατάρισμα. Δεχόμασταν επισκέψεις για τρεις ολόκληρες ημέρες! Μόνο μια φορά έπρεπε να λείψουμε στην Αθήνα της Παναγίας κι η μητέρα μου δημοσίευσε στην εφημερίδα πως δεν θα δεχτεί επισκέψεις, "για να μην έρχονται άδικα οι άνθρωποι!"»
Του Δημήτρη Φρεζούλη