
Δέσποινα Τομαζάνη: Ο Νίκος Χούλης είναι ο ποιητής του νησιού μας!
Δεν θα διαφωνήσω με την αγαπητή Δέσποινα, αλλά θα μου επιτρέψει να προσθέσω ότι έχουμε και άλλους καλούς ποιητές, ταπεινούς και «αόρατους», που κοσμούν το πνευματικό στερέωμα του νησιού.
Ξανάγραψα ότι είναι θαυμάσιος άνθρωπος και εκπαιδευτικός ο Νίκος, με έντονες και συνεχόμενες πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις. Και έχει μέχρι τώρα στο ενεργητικό του ενέργειες που δεν έχουν σχέση μόνο με τα πνευματικά αλλά και τα περιβαλλοντικά, όπως επίσης και μια αγωνία για το μέλλον αυτού του τόπου. Και δεν είναι πολλοί όσοι έχουν τέτοιες ευαισθησίες και αξίζει να τους απονέμουμε τα εύσημα. Όμως ο Χούλης είναι αθόρυβος και στον απόλυτο βαθμό μετριόφρων. Περνάει απαρατήρητος και η μόνη έγνοια του είναι να ικανοποιεί το πάθος του για την ποίηση και την προσφορά σ' αυτόν τον τόπο, εκτός των άλλων και μέσα από τα «τετράδιά» του που μπορεί να απευθύνονταν σε λίγους αλλά άφησαν εποχή.
Τελευταία ποιητική συλλογή του Χούλη «Το σακάκι» (εκδόσεις αγιάρι 2022), ενώ είχαν προηγηθεί οι «εν ολίγοις», «ο ανθοκόμος», «τόπος γυμνός» και «ο χρυσοκότσιφας».
«Το σακάκι» είναι ένας άτυπος διάλογος με τον πατέρα του. Ένας διάλογος που ουσιαστικά είναι μονόλογος καθώς ο Νίκος ξαναφέρνει στο μυαλό του, όσα προηγήθηκαν και είχαν σχέση με τον πατέρα. Κάθε λέξη, κάθε γραμμή, κάθε στίχος αποπνέουν μιαν ευαισθησία, μια τρυφερότητα, ένα άρωμα στοργής. Άλλα παλιά κι άλλα πιο καινούργια, μακρινές και κοντινές θύμησες σχηματίζουν ένα παζλ γοητευτικό καθώς η ποιητική έκφραση του Νίκου Χούλη μιλάει απευθείας στο μυαλό και στην καρδιά σου. Με τρόπο χειρουργικό ο Νίκος ξετυλίγει τις αναμνήσεις του και προσκαλεί τον πατέρα να γίνει συμμέτοχος σε αυτή την ποιητική επικοινωνία. Διαβάζεις και χαίρεσαι την ομορφιά των λέξεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής και ο οποίος με ευγενικό και συναισθηματικό τρόπο σε κάνει συμμέτοχο.
«Λέξη δεν του ‘παιρνες, απ΄ τα παλιά. Πικρή και τόσα άλλα πικραμένη γενιά…».
«Το κρύο τρέμισμα σ’ όλο το τζάμι ξεγυμνωμένο από την αυγή - το παρασύνθημα της φυλακής…».
«Στα ξεροτρόχαλα -του Αίπους τις ξερολιθιές- από μέρα σε μέρα απάνω σε χρώματα, σε υπολείμματα τόξων ουράνιων σεργιανά μόνος…».
«Ακούνητο, στεκούμενο πάνω από το πηγάδι, μιας άλλης νύχτας το νερό που θες να ξεδιψάσεις…».
«Δεν έπρεπε να το χάσουμε -της έλεγα- το σακάκι με τα λάδια, τα μπετζιρόλαδα του βαποριού στειμμένο στη μια του πάντα. Το 'χε φέρει ο πατέρας… Απόψε που θα βάλω τα καλά μου, χωρίς να με βλέπει κανείς, αυτό, μάννα, θα φορέσω».
«Δεν μίλαγες. Πολύ δε περισσότερο όταν για τον εμφύλιο σε ρωτούσα, έφερνες στο στόμα το μικρό φλιτζάνι του καφέ γουλιά. Και δεν κατέβαινε»
«Κιτρινισμένη στο συρτάρι, η σιγκαπουριάνικη εφημερίδα επιμένει. Αύτανδρο δεν πήγε το πλοίο τελικά (…). Το δικό σου τηλεγράφημα υπάρχει. Υγιαίνω, είμαι καλά».
Ενδεικτικά τα παραπάνω από το «Σακάκι» στο οποίο αξίζει να εντρυφήσετε!
Του Δημήτρη Φρεζούλη






































