
«Του χαρτοπαίχτη, του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο». Την παροιμία αυτή θυμάμαι, σχεδόν κάθε μέρα, βλέποντας τον αγαπημένο φίλο μου, Μικέ, να θαλασσοδέρνεται και να παλεύει μα τα δίχτυα και το βίτζι του μπας και είναι γεμάτο το πιάτο του. Αργά το βράδυ ανοίγεται στο πέλαγος, επιστρέφει κατακουρασμένος και αξημέρωτα, πάλι ξανά μια από τα ίδια με την ελπίδα ότι κάτι θα έχει πιαστεί στα δίχτυα του. Και τις περισσότερες φορές από την απογοήτευση που βλέπω στο πρόσωπό του καταλαβαίνω και το αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς του. Και σαν τον Μικέ στην ίδια μοίρα είναι και πολλοί άλλοι ψαράδες που «σκοτώνονται» αλλά τα δίχτυα τους τις περισσότερες φορές είναι άδεια.
Γιατί έγραψα όλα τα παραπάνω…; Γιατί εδώ και αρκετά χρόνια ο Μικές, με τον οποίο κάνουμε παρέα και τον ρωτώ γιατί «χάθηκαν» τα ψάρια, μου λέει και επαναλαμβάνει το ίδιο και το ίδιο. Ότι φταίει η υπεραλίευση με αποτέλεσμα να έχει «ξεραθεί» και η θάλασσα. Και λογικό ήταν με τέτοια και τόσα μέσα που υπάρχουν… Και όταν τον ρωτώ τι πρέπει να γίνει, μου λέει το αυτονόητο. Να οριστούν 2-3 μήνες το χρόνο απαγορευμένες ζώνες για αλιεία. Και αυτή η απαγόρευση να τηρείται αυστηρά.
Και τι διάβαζα προχτές; Το ίδιο ακριβώς που λέει και επαναλαμβάνει ο Μικές. Το αίτημά τους για δημιουργία θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών όπου θα απαγορεύεται η αλιεία μέχρι να ανακάμψει η θάλασσα εκφράζουν παράκτιοι ψαράδες της Αμοργού στο πλαίσιο της κοινής εκστρατείας του ΣΚΑΪ με το WWF και την Greenpeace, - για τη "ΘΑΛΑΣΣΑ" μας. Επισημαίνουν πως εξαιτίας της υπεραλίευσης υπάρχει τα τελευταία 10 χρόνια οικονομικός και περιβαλλοντικός μαρασμός των παράκτιων κοινοτήτων του Αιγαίου.
Να λοιπόν που δεν είναι μόνο ο Μικές, αλλά υποθέτω και πολλοί άλλοι που έχουν την ίδια άποψη και πρόταση. Και, όπως φαίνεται, είναι η μοναδική λύση. Μόνο που οι αρμόδιοι παράγοντες για να λάβουν μέτρα δεν το καταλαβαίνουν. Και ο μαρασμός θα συνεχίζεται και σε λίγα χρόνια θα επιβεβαιωθεί και η παροιμία σχετικά με το «πιάτο» που θα είναι δέκα φορές αδειανό και μια φορά γεμάτο…
Του Δημήτρη Φρεζούλη






































