
Όμορφες νοσταλγικές αναμνήσεις από τη Σοφία Καρασούλη που αξίζει να τις μοιραστούμε μαζί της. Στη φωτό ο αγαπημένος κύριος Πάνος με τη μικρή Σοφία…
«Ανήμερα Χριστούγεννα μάς ξυπνούσαν πάντα οι καμπάνες της Ευαγγελίστριας. «Από τ´άγρια χαράματα έβαζε μπροστά ο παπά - Γιάννης...» μουρμούριζε ο πατέρας μου ενώ ετοιμαζόμασταν βιαστικά να προλάβουμε να πάμε πριν αποψάλει η εκκλησία. Τον θυμάμαι τον πατέρα μου γελαστό να μάς περιμένει στον αυλόγυρο της Παναγίας όταν τελείωνε η λειτουργία, όπως σε κάθε γιορτή. Εκείνος στεκόταν με τους άλλους άντρες στο κύριο μέρος του ναού, κοντά στο παγκάρι, κι εμείς στο «γυναικείο» τότε.
Μετά το τέλος της λειτουργίας συναντιόμασταν απέξω πάντα, φιλιόμασταν και γυρίζαμε μαζί στο σπίτι με χαιρετούρες κι ευχές στους γείτονες, που κατηφόριζαν μαζί μας. Σαν να τους βλέπω τώρα όλους: η κυρία Αλεξάνδρα με τον κύριο Κώστα, ο κύριος Δημητράκης με την κυρία Ερμιόνη, η κυρά Χαρίκλεια και το Ευτυχάκι της, η κυρία Ελευθερία...
Πίσω στο σπίτι, το δεντράκι μας καταστολισμένο και στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας το κρυστάλλινο βάζο με κλαδιά από αγριοκουμαριές, που είχαμε κόψει στο δρόμο για τους Ολύμπους τις παραμονές. Στο βαζάκι του διαδρόμου βιορέτες από το Βασιλειώνοικο, από τον κήπο του θείου του Ηλία. Τις έφερνε πάντα δώρο Χριστουγεννιάτικο, μαζί τα περίφημα μαμούλια της θείας Κικής, που τώρα φιγουράριζαν στη σερβάν μαζί με άλλα γιορτινά γλυκά: κουραμπιέδες, φοινίκια, κουρκουμπίνια, και δίπλες. Αλήθεια, εκείνες οι δίπλες από του Αυγουστάκη τι όνειρο! Το στόμα γέμιζε σιρόπι με την κάθε μπουκιά, μια ανεπανάληπτη γλύκα.
Κατά τις 10:30, με έπαιρνε ο πατέρας από το χέρι και πηγαίναμε στους παππούδες στα Λωλόδεντρα με γλυκά, να τους ευχηθούμε. Θυμάμαι να γυρίζουμε πάντα φορτωμένοι με μανταρινοπορτόκαλα από το περιβολάκι τους.
Στο σπίτι η μητέρα συνέχιζε πυρετωδώς την προετοιμασία για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Αποβραδίς είχε ετοιμάσει την παραδοσιακή πηχτή σε γυάλινα μπολάκια, την ρωσική σαλάτα, και το χριστόψωμο. Τώρα καταγινόταν με το παστίτσιο, την σπεσιαλιτέ της. Κατά τις δύο θα έρχονταν οι θείοι και τα ξαδελφάκια, και θ´ανέβαινε από το κάτω σπίτι σιγά-σιγά τις σκάλες με το μπαστούνι της η γιαγιά Ασπασία. Το κουδούνι μας χτυπούσε συνέχεια!! «Να τα πούμε;» «Πείτε τα!! Πείτε τα!!» φώναζε η μητέρα κι έτρεχε βιαστική να βρει δεκάρικα κι εικοσάρικα να δώσει στα παιδάκια που έλεγαν τα κάλαντα με τραμπούκες και τριγωνάκια.
Μετά το φαγητό, παίζαμε επιτραπέζια παιχνίδια με τα ξαδέλφια μου, κυρίως Μονόπολη. Σαν πιο μεγάλη, ήμουν η «τράπεζα» και τους έκλεβα συστηματικά χωρίς να παίρνουν μυρωδιά. Κι έτσι κέρδιζα σχεδόν πάντα το παιχνίδι με πονηριά!
Το βράδυ βλέπαμε προγράμματα στην μαυρόασπρη τηλεόραση: τον Καρυθραύστη με τα μπαλέτα Μπολσόι, παραστάσεις τσίρκου, Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη, εορταστικές ελληνικές εκπομπές...
Μια χρονιά είχα παραφάει σαν λαίμαργο μικρό που ήμουν. Η μαμά είχε φαίνεται πετύχει πολύ το παστίτσιο, το χοιρινό της πηχτής με το δαφνόφυλλο και τα μπαχάρια ήταν πιο τέλειο από ποτέ, και πώς να αντισταθώ στα μαμούλια της θείας που μοσχομύριζαν ανθόνερο; Έτσι εκείνα τα Χριστούγεννα στομάχιασα και κακώς ξημερώθηκα, όπως θά´λεγε κι ο μπαμπάς μου.
Καλά Χριστούγεννα και καλή χώνεψη».
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































