
Η Χίος στα προεπαναστατικά χρόνια υπήρξε ένας τόπος πολυάνθρωπος και ευδαίμων. Είχε τη φήμη κοσμοπολίτικου κέντρου και χαρακτηρίστηκε ως η βασίλισσα του Αρχιπελάγους και ως το νησί των μακάρων. Στη δημιουργία υψηλής ποιότητας συνθηκών διαβίωσης συνετέλεσαν τα φυσικά πλεονεκτήματα του τόπου, οι πατροπαράδοτες αρετές των κατοίκων και οι ευνοϊκές ιστορικές συγκυρίες. Εκτός από τα προνόμια που παρείχαν πολλές ελευθερίες, ακμάζουσα ήταν η οικονομία, αποτέλεσμα της ανάπτυξης της υφαντουργίας στο νησί και των μεγάλων εμπορικών οίκων που ονομαστές χιώτικες οικογένειες είχαν ιδρύσει σε διάφορα λιμάνια και οικονομικά κέντρα της Μεσογείου, Μαύρης Θάλασσας, Ευρώπης και Ανατολής. Καθώς διατηρούσαν στενές σχέσεις με τη γενέτειρα, την ανέδειξαν ως τόπο ονομαστό με άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών, εντυπωσιακές κοινωνικές εκδηλώσεις και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα.
Ήρθε όμως η φοβερή συμφορά του 1822 και μετέτρεψε τον παράδεισο σε κόλαση. Θρηνούμε τους 42.000 χιλιάδες νεκρούς, την πικρή μοίρα των 52.000 αιχμαλώτων και πρωτίστως τιμούμε αυτή τη μεγάλη θυσία, που αφύπνισε την οικουμένη υπέρ του ελληνικού αγώνα. Για τα φοβερά γεγονότα έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες και νέα στοιχεία προσθέτει η ιστορική έρευνα. Στο άρθρο αυτό, εν συντομία, θα εστιάσουμε σε μία άλλη πτυχή, την εικόνα της πόλης πριν και μετά την καταστροφή, που, αν και η αναφορά είναι στα άψυχα, αυτά νοούνται συνδεδεμένα με τους ανθρώπους που ζούσαν και κινούνταν μέσα και γύρω τους.
Ο πληθυσμός της πόλης Χίου πριν το 1822 ανερχόταν σε 30.000 (από τις 117.000 όλου του νησιού). Από αυτούς μόνο περί τους 3.000 ήταν οι Τούρκοι, λίγοι Εβραίοι και 2.000 Καθολικοί. Κατά την περιγραφή του Ι. Πιτσιπιού στα 1820 είχε 2.380 οικοδομήματα, σπίτια και εργαστήρια. Διατηρούσε τη μεγαλοπρέπεια της γενουατικής εποχής και χαρακτηριζόταν «ἡ ὡραιοτάτη πόλις τοῦ Αἰγαίου». Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της ο J. Galt έγραψε ότι οι αναρίθμητες επαύλεις, οι κήποι, οι ανεμόμυλοι, τα δέντρα ανάμεσα στα σπίτια, οι φάροι, το φρούριο, τα πλοία στο λιμάνι και πίσω τα απόκρημνα και ψηλά βουνά καθιστούσαν τη θέα από τις ωραιότερες της Μεσογείου[1].
Η πόλη της Χίου περί το 1600. Χαλκογραφία G. Boutats. (Από: Φ. Αργέντης - Στ. Κυριακίδης, Ἡ Χίος παρὰ τοῖς γεωγράφοις καὶ περιηγηταῖς.)
Ήταν κτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από το όμορφο λιμάνι της και το κάστρο, που δέσποζε στη βόρεια πλευρά του και χωριζόταν από την ξηρά με τάφρο. Κατοικούσαν σ’ αυτό μόνο οι Τούρκοι και οι Εβραίοι, ενώ οι Έλληνες και οι Καθολικοί στην εκτός των τειχών πόλη, η οποία ήταν πυκνοδομημένη με το βασικό οδικό δίκτυο προς τις συνοικίες και την ύπαιθρο, όπου σχεδόν και σήμερα. Κεντρική πλατεία ήταν του Βουνακίου, «μεταξὺ τῆς πόλεως καὶ τοῦ φρουρίου», όπου, όπως σημειώνει ο J. Dallaway, «εὑρίσκεται τουρκικὴ κρήνη, ἡ ὁποία μετὰ τοῦ λιμένος καὶ τῶν παρακειμένων οἰκιῶν ἀποτελεῖ θαυμασίαν εἰκόνα». Το διοικητήριο (Κονάκι), διώροφο κτήριο, στέγαζε τις δικαστικές, αστυνομικές, και διοικητικές οθωμανικές αρχές[2]. (Το μουσουλμανικό τέμενος οικοδομήθηκε στα μέσα του 19ου αι. στον χώρο που υπήρχε ορθόδοξη εκκλησία[3].)
Βόρεια του λιμανιού και του κάστρου, στον Επάνω Αιγιαλό υπήρχαν τα βυρσοδεψεία και σειρά ανεμομύλων, που μερικοί σώζονται. Νότια, ο Κάτω Αιγιαλός, που έφτανε ως την Μπέλλα Βίστα, ήταν ο τόπος της θερινής αναψυχής, με μικρά καφενεία, εκτεταμένα περιβόλια, κήπους και ανεμόμυλους. Περιλάμβανε το τουρκικό νεκροταφείο κατάφυτο από δέντρα[4].
Η πόλη χωριζόταν σε τρία κύρια μέρη, τις Αδελφότητες, που ονομάζονταν από την τοποθεσία και την κύρια εκκλησία τους: Ἁπλωταριά ή Ἀδελφότης τῶν Ἁγίων Βικτώρων, όπου περίπου και σήμερα, με το μητροπολιτικό μέγαρο, το θρησκευτικό κέντρο των ορθοδόξων, ο Ἐγκρημνός ή Ἀδελφότης τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, που, όπως και στην Απλωταριά, κατοικούσαν οι ευπατρίδες και οι έμποροι, και Παλαιόκαστρον ή Ἀδελφότης τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, όπου κατοικούσαν οι τεχνίτες και οι εργαστηριάρχες. Άλλες μεγάλες συνοικίες της πόλης ήταν η Ατσική, η Βλαταριά, ο Άγ. Ιάκωβος, πιο ψηλά η Τρουλωτή και στην ευρύτερη περιοχή του Παλαιοκάστρου το Ρεπάρος, ο Χάντακας, ο Κάντηλας, η Καπέλα, η Ράμνη. Οι αδελφότητες υποδιαιρούνταν σε 47 ενορίες με την εκκλησία της η κάθε μία. Το πλήθος των ναών της πόλης, που ξεπερνούσε τους 300, προξενούσε θαυμασμό και έκπληξη σε όσους επισκέπτονταν τη Χίο. Λειτουργούσαν ναοί κοινοτικοί ή ενοριακοί, κτητορικοί και συντεχνιακοί (των Αδελφάτων), στους οποίους εφημέρευαν 100 ιερείς και 20 διάκονοι[5].
Από το τέμπλο του Αγ. Πολυκάρπου στον Κάμπο, περί το 1800. Πριν την καταστροφή το τέμπλο αυτό πρέπει να βρισκόταν στον Ταξιάρχη της Καμπάνας στην πόλη.
Μητροπολιτικός ναός από το 1700 ως το 1822 ήταν ο μέγας ναός του Αγ. Νικολάου Βασιλικάρη στην Απλωταριά, του οποίου κανένα ίχνος δεν υπάρχει σήμερα πλην της ομωνύμου οδού. Πριν από αυτόν, από το 1571 μέχρι το 1619, ήταν ο Άγιος Βασίλειος Πετροκοκκίνων, τα ερείπια του οποίου υπάρχουν στο Δημοτικό Κήπο, και από το 1619 μέχρι το 1700 ο Ταξιάρχης της Καμπάνας, ο οποίος καταστράφηκε ολοσχερώς το 1822 και σήμερα στο χώρο υπάρχει μικρός ευκτήριος οίκος. Ο ναός αυτός είχε ένα σπουδαίο μαρμάρινο τέμπλο, όπως μαρτυρεί έγγραφο του 1820 με την παραγγελία της κατασκευής ομοίου τέμπλου στη Μονή Αγίας ή Ζωοδόχου Πηγής Άνδρου. Πιθανόν, κατά τους μελετητές, να είναι αυτό που βρίσκεται σήμερα στον Άγιο Πολύκαρπο στο Τάλαρος Κάμπου και να μεταφέρθηκε μετά την καταστροφή[6].
Οι Καθολικοί κατοικούσαν στη Φραγκοπαροικιά, απέναντι από το φρούριο, και εκεί βρισκόταν η μητρόπολή τους καθώς και το γαλλικό και ιταλικό (Νεάπολης) υποπροξενείο. Υποπροξενεία υπήρχαν επίσης της Αγγλίας, των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, της Δανίας και άλλα.
Το ελληνικό διοικητικό κέντρο, ο «Μεζάς» (σώζεται μέρος του κτηρίου του), ήταν έδρα της Δημογεροντίας, η οποία με ετήσιους αιρετούς άρχοντες ασκούσε τη διοικητική, δικαστική και εν μέρει εκτελεστική εξουσία, στο πλαίσιο της ιδιάζουσας αυτονομίας που είχαν πετύχει οι Χιώτες[7]. Άλλα κοινωνικά καταστήματα με τα ανάλογα κτήρια ήταν: Το Εμπορικό δικαστήριο, με πέντε ετήσιους δικαστές, το Θαλασσινό δικαστήριο, με τρεις, δύο Συμβολαιογραφεία, ένα στην Απλωταριά με τέσσερις συμβολαιογράφους και ένα στο Παλαιόκαστρο με δύο[8].
Το υψηλό επίπεδο ζωής της προεπαναστατικής Χίου αποδεικνύουν και τα υγειονομικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Το Νοσοκομείο, ο «Ξενώνας τῆς Κεχαριτωμένης» από την εκκλησία του, ήταν εκτεταμένη οικοδομή με αυλές, ευρύχωρο κήπο, πολλά νερά, μύλο και φούρνο και μπορούσε να περιθάλψει 200 ασθενείς, ανεξαιρέτως ντόπιους και ξένους. Προσαρτημένο σ’ αυτό ήταν ένα άσυλο, όπου έβρισκαν φροντίδα γέροντες, ανάπηροι, ζητιάνοι, ορφανά, φρενοβλαβείς («καθ’ ἣν στιγμήν, όπως αναφέρει ο Αθ. Γκιάλας, αἱ ψυχιατρικαὶ κλινικαὶ ἦσαν σχεδὸν ἄγνωστοι εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον»). Εκεί ήταν επίσης η φυλακή των κακοποιών και των γυναικών με επιλήψιμη διαγωγή[9].
Το Λοιμοκαθαρτήριο-Λαζαρέττο βρισκόταν βόρεια της πόλης (όπου σήμερα το Νοσοκομείο), μεμονωμένο και περιφραγμένο με ψηλό τείχισμα. Η είσοδος ήταν από τη θάλασσα και δρόμος σκιερός από κληματαριές οδηγούσε σε μεγάλη στρωμένη με ποικιλόχρωμες πλάκες αυλή, που τριγύρω υπήρχαν τα χωρισμένα μεταξύ τους δωμάτια. Άλλοι κοιτώνες προορίζονταν γι’ αυτούς που ήταν στα πρώτα στάδια και άλλα για όσους ήταν στην ανάρρωση. Είχε δύο πατώματα και υπόγειο, με μεγάλες δεξαμενές για τη συλλογή ομβρίου ύδατος, αποθήκες για τις τροφές, δύο πύργους κτισμένους με πέτρα Θυμιανών και εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου γίνονταν κατ’ έτος το μνημόσυνο για τους θανόντες από την πανώλη. Τρεις υγειονόμοι, δύο ιερείς και άνδρες και γυναίκες απόλοιμοι φρόντιζαν τους ασθενείς. Μέχρι τα μέσα 20ού αι. σώζονταν τα θεμέλια[10].
Η έδρα της Δημογεροντίας, «ο Μεζάς».
Το Λωβοτροφείο-Λεπροκομείο βρισκόταν βορειοδυτικά της πόλης, σε τερπνότατη κοιλάδα, όπου υπάρχουν σήμερα οι μεταγενέστερες εγκαταστάσεις. Μετά από προσθήκες χωρούσε 150 ασθενείς, είχε τριάντα χωριστούς οικίσκους και άλλους τόσους μικρούς κήπους για την απασχόληση των ασθενών και δύο ναούς. Ο W. Wittman (1800) χαρακτηρίζει το οίκημα «ἐνάερον, εὐρύχωρον καὶ ἀναπαυτικόν». Το 1822 οι Τούρκοι έσφαξαν τους λεπρούς ̶ από τους 75 διασώθηκαν μόνο πέντε. «Οἱ λεβωβημένοι ἀσθενεῖς ἔγιναν ἀπαρχὴ μαρτυρικοῦ θανάτου»[11].
Τα καταστήματα και τα εργαστήρια ήταν σε ξεχωριστό μέρος κοντά στη θάλασσα, όπου υπήρχαν και πολυάριθμα καφενεία. Ήταν εφοδιασμένα με όλα τα απαραίτητα, τα εμπορεύματα πωλούνταν σε σχετικά υψηλές τιμές και είδη πολυτελείας γέμιζαν τα ράφια και τους πάγκους τους[12].
Ο πλούτος της Χίου είχε την πηγή του στην υφαντουργία και το εμπόριο. «Πρὸ περίπου ἑβδομήκοντα ἐτῶν (περί το 1770) ὑπῆρχαν στὴ Χίο, αναφέρει ο Βλαστός, 1200 ἐργοστάσια, ὅπου κατεσκευάζοντο παντὸς εἴδους χρυσοΰφαντα καὶ ἁπλὰ μεταξωτά». Αυτά βρίσκονταν κυρίως στο Παλαιόκαστρο και στη Φραγκοπαροικιά με μηχανές ικανού μεγέθους. «Τὰ καταστήματα εἶναι πλήρη, πολλὰ ἐξ αὐτῶν ἀπὸ τὰ πολυτελῆ ὑφάσματα, τὰ χρυσοΰφαντα καὶ ἀργυροΰφαντα, τὰ ὁποῖα σπανίως βλέπει τις καὶ ἐν Λονδίνῳ. Ἡ πόλις Χίος εἶναι ἐκ τῶν κυριωτέρων βιομηχανικῶν κέντρων τοῦ κράτους, μεταξωτὰ δέ, ἁμιλλώμενα εἰς ὡραιότητα καὶ κομψότητα πρὸς τὰ πολυτελέστερα τῆς Γαλλίας καὶ Ἰταλίας, κατασκευάζονται εἰς τοὺς ἀργαλειοὺς τῆς Χίου»[13]. Συνοικία των εργοστασίων ήταν και η Βλαταριά, στην πλατεία, όπως σημειώνει στο υπόμνημα του Σχεδιαγράμματος της πόλης ο Κ. Κανελλάκης, όπου περιγράφει και τα είδη των υφασμάτων: «Ἀρ. 17. Ἡ Πλατεία αὕτη ἔγεμε πρὸ τοῦ 1822 ἐργοστάσια εἰς ἃ ἠργάζοντο τὴν μέταξαν … Ἠμπορεύοντο εἰς τὰς ἀγορὰς τῆς Κωνσταν/λεως, Σμύρνης Θεσσαλονίκης, Βυρητοῦ κλπ. μερῶν»[14]. (Η ονομασία μίας οδού πίσω από τη Δημ. Πινακοθήκη είναι ό,τι έμεινε από την φημισμένη συνοικία.)
Κτητορική επιγραφή του παλιού νοσοκομείου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1760. (Από: Μ. Παϊδούσης, «Ἡ ἰατρικὴ εἰς τὴν Χίον κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνας».)
Η οικονομική ανάπτυξη έδωσε ώθηση και στην πνευματική. Τα φροντιστήρια που λειτουργούσαν οι τρεις αδελφότητες του νησιού συνενώθηκαν το 1792 στο Γυμνάσιον ή Μεγάλη Δημόσια Σχολή της Χίου, υπό τη διεύθυνση του Αθ. Παρίου, φημισμένου δασκάλου της εποχής του. Με τη χρηματοδότηση και την εποπτεία της αστικής τάξης και με αδιάκοπες φροντίδες του Αδ. Κοραή, η Σχολή με δασκάλους πολλών ειδικοτήτων παρείχε σε ντόπιους και ξένους σπουδαστές παιδεία πανεπιστημιακού επιπέδου[15]. Το κτηριακό συγκρότημα ήταν εντυπωσιακό. Στην αρχική ευρύχωρη οικία με τον κήπο και τη μεγάλη αυλή προστέθηκαν οι πολυδάπανες μεγαλοπρεπείς κατασκευές της βιβλιοθήκης και της πηγής, που κόστισαν 80.000 γρόσια, ενώ υπήρχε επίσης εργαστήριο θαυμάσιο χημείας και μεγάλη αίθουσα αναγνωστηρίου, όπου η Δημογεροντία είχε τοποθετήσει την εικόνα του Κοραή αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του[16]. «Εὐρυχωροτάτη οἰκοδομή» αποτελούσε την αίθουσα των εξετάσεων με αμφιθεατρικά καθίσματα για όσους κατά το τυπικό παρακολουθούσαν αυτές[17]. Το όλο οικοδόμημα σχημάτιζε ένα κανονικό τετράγωνο και περιλάμβανε ακόμα εκκλησία, θέατρο, αίθουσες και διαμερίσματα δασκάλων και μαθητών[18]. Το 1817 οικοδομήθηκε ευρύχωρο κτήριο για τη στέγαση της Δημοσίας Βιβλιοθήκης, όπου συγκεντρώθηκαν όλα τα βιβλία, που αύξαναν διαρκώς, ώστε ο Στ. Καββάδας υπολογίζει ότι πριν την καταστροφή ξεπερνούσαν τις 20.000[19]. Ήταν «στερεῶς ἐκτισμένη μὲ λίθους καὶ θολοσκεπὴς μὲ μακρὰς καμάρας» σημειώνει ο Marsellus, και για το τυπογραφείο, που εγκαταστάθηκε στις αρχές του 1819 με δύο πιεστήρια για την έκδοση διδακτικών βιβλίων, ότι ήταν «συνεσφιγμένον καὶ θὰ εὕρισκε εἰς τὰς σχεδιαζομένας νέας οἰκοδομὰς εὐρυχωτέραν ἐγκατάστασιν»[20].
Παράλληλα με το υψηλό επίπεδο της παιδείας οι τέχνες βρίσκονταν σε μεγάλη άνθηση στην προεπαναστατική Χίο, μία περιοχή με μακραίωνη παράδοση σ’ αυτές, ακμάζουσα οικονομία και αρχοντικό τρόπο ζωής. Ντόπιοι και ξένοι καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, αγιογράφοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες κ.ά. δημιουργούσαν λαμπρά εκκλησιαστικά έργα, καθώς λόγω των θρησκευτικών ελευθεριών, της έντονης θρησκευτικότητας των Χιωτών και των οικονομικών τους δυνατοτήτων, άλλες εκκλησίες ανακαινίζονταν και άλλες ανεγείρονταν. Εξίσου σημαντικές παρουσιάζονται οι κοσμικές τέχνες στον τόπο που οι πολυταξιδεμένοι Χιώτες επιχειρηματίες συναγωνίζονταν σε λαμπρότητα και επίδειξη και οι Χιώτες τεχνίτες εντυπωσίαζαν με τα δημιουργήματά τους. Έργα γλυπτικής αρχιτεκτονικά και ελεύθερα, ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων και λαϊκότροπα, έδιδαν στα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και τους ελεύθερους χώρους όψη υψηλής αισθητικής, και η ζωγραφική σε οροφογραφίες, πίνακες σύγχρονων ευρωπαϊκών ρευμάτων και πορτραίτα της χιώτικης αριστοκρατίας από αναγνωρισμένους ζωγράφους κοσμούσαν τα πλούσια σπίτια: «Εἶδον εἰς παλαιὰν τινὰ γενουατικὴν κατοικίαν ἀρκετάς παλιὰς καὶ καλῶς ἐκτελεσθείσας ζωγραφίας» (J. Galt). «Ὅλαι αἱ ἀξιόλογοι οἰκίαι εἶναι κατασκευασμέναι κατὰ τὸν γενουατικὸν ρυθμόν, μὲ πυραμιδοειδεῖς στέγας, ἔχουσαι ἔμπροσθεν κλίμακας σκιαζομένας ὑπό κληματαριῶν, τῶν ὁποίων αἱ ἀφθόνως κρεμάμενοι βότρυες φαίνονται ὡς ἡ εἰκὼν τῆς ἀφθονίας» (P. E. Laurent). «Αἱ οἰκίαι κομψαὶ ἔχουν εὐκολίας τὰς ὁποίας ἐκπλήττεταί τις εὑρίσκων ἐν τῷ Αἰγαίῳ» (Choiseul Gouffier)[21]. Και από τα πολλά ακόμα που περιγράφονται, η εικόνα της οικίας Ράλλη: «Ἦτο πολὺ ὡραῖον σπίτι καὶ στολισμένον μὲ στῆλας ἀπὸ μάρμαρον τῆς Χίου, τὸ ὁποῖον πολὺ ἐξετιμᾶτο διὰ τὰς πλουσίας καὶ ποικιλοχρώμους ραβδώσεις του, καὶ στολισμένον μὲ εἰκόνας ἐγχωρίων ζωγράφων, τοὺς ὁποίους ὁ γενναιόδωρος, εὐφυής, εὐγενής, ὁ ἔχων ἐξαιρετικὸν γοῦστον διὰ καλὰς τέχνας Ράλλης, γενναιότατα συνέδραμε»[22].
Ο Ναός της Αγίας Υπακοής του Λωβοκομείου Χίου, 1737.
----
Αυτή ήταν η Χίος, πριν ο πόλεμος μετατρέψει σε ερείπια και στάχτες μέσα σε λίγο χρόνο ό,τι πολλές γενιές είχαν δημιουργήσει. Η πικραμένη διαπίστωση του ιστορικού Βλαστού εκφράζει σπαραχτικά την επόμενη περίοδο: «Τάφος ἀχανὴς σκεπάζει σήμερον τὴν δυστυχεστάτην πατρίδα μου. Ἡ Χίος, μία ἐκ τῶν ἐπιφανεστέρων νήσων τοῦ Αἰγαίου.....ἡ μοσχοβόλος Χίος δὲν ὑπάρχει πλέον!». Αυτόπτες μάρτυρες της απέραντης καταστροφής και όσοι επισκέφτηκαν την πόλη δίνουν την ζοφερή εικόνα που παρουσίαζε.
E. Delacroix, Η Σφαγή της Χίου. Λεπτομέρεια. Μουσείο του Λούβρου. (Από: Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι, εκδ. Μέλισσα.)
Η άφιξη του ελληνικού στόλου κατά την πρώτη αναποτελεσματική εκστρατεία υπό τον Τομπάζη τον Απρίλιο του 1821 έδωσε την αφορμή στους Τούρκους να ενισχύσουν την άμυνα του φρουρίου, που ήδη ήταν πολύ ισχυρό, με αρκετά βαρέα τηλεβόλα προς το μέρος της πόλης (J. Macgill)[23]. Κατά τη δεύτερη εκστρατεία, οι Έλληνες επαναστάτες υπό τον Σάμιο Λυκούργο Λογοθέτη και τον Αντώνιο Μπουρνιά, μετά την απόβασή τους στις 11 Μαρτίου 1822 έκλεισαν τους Τούρκους στο κάστρο. Από την Τρουλωτή, όπου εγκατέστησαν ένα μεγάλο κανόνι, και από άλλα σημεία έβαλλαν κατά του φρουρίου, ενώ οι πολιορκημένοι απαντούσαν με τα δικά τους τηλεβόλα. Την πρώτη ημέρα λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τουρκικά και άλλα οικοδομήματα, ενώ οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στις ξύλινες παράγκες μπροστά από το κάστρο. «Τὰ ξύλινα ἐργαστήρια κατὰ τὸ μέρος τῆς πόλεως τὸ καλούμενον Βουνάκι, τὰ ὁποῖα ἡ τοπικὴ συνήθεια ὀνόμαζε Παράκας, ἐχρησίμευσαν ὡς ἐπάλξεις εἰς τοὺς γραικούς, ἀπὸ τὰς ὁποίας, ὡς φαίνεται, ῥίπτοντες τὰ τουφέκιά των ἐπάνω εἰς τὸ κάστρον, ἐθανάτωσαν ὅσους ἔβλεπον Τούρκους. Καὶ διὰ νὰ ἀπαντήσωσιν αὐτὸ τὸ κακὸν οἱ Τοῦρκοι ἔρριψαν ἀπὸ τὸ κάστρον πῦρ διὰ νὰ κατακαύσουσυν ἤ, ὅπως ἄλλοι λέγουσιν, ἐξεπίτηδες ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ κάστρον καιροφυλακτήσαντες, καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν τὴν φωτίαν πάλιν ἐκλείσθησαν, καὶ ἄρχισεν ἡ πυρκαϊά, ἀφοῦ ἔκαμε στάκτην τὰς Παράκας, νὰ διαδίδεται εἰς τὸ Τζαρσὶ ὡς τὴν Σκάλαν, εἰς τὰ Σπετζαρία καὶ εἰς τὸν Μόλον, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ μικρὸν μέρος ἄκαυτον»[24]. Τις επόμενες μέρες συνεχίζονταν οι λεηλασίες, οι καταστροφές και η ανταλλαγή πυρών, που γίνονταν με τόση ένταση, ώστε η πόλη μετατρεπόταν σε ερείπια.
Η μεγάλη καταστροφή έγινε από τον στρατό και τους ατάκτους μετά την άφιξη τουρκικού στόλου την Μ. Πέμπτη στις 30 Μαρτίου. Οι Τούρκοι του κάστρου όταν είδαν το στόλο, έβαλαν μεγάλη φωτιά στην πόλη και μαζί με αυτούς που βγήκαν από τα πλοία σκότωναν, έκαιγαν και κατάστρεφαν οτιδήποτε παρουσιαζόταν μπροστά τους. Στη μεγάλη επίθεση της 31ης Μαρτίου, με εκτόξευση εμπρηστικών υλών από τις πολεμίστρες πήρε φωτιά η πόλη και οι υπερασπιστές των χαρακωμάτων αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν. Τίποτα τώρα δε σταματούσε το μανιασμένο πλήθος. Είναι συγκλονιστικά όσα καταγράφει ο αυτόπτης Ανδρ. Μάμουκας: «... Ἐκεῖ ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανὸς εἶδον νὰ πράττωνται ἐπάνω εἰς τὴν ἀνθρωπότητα θηριωδέστερα τῶν ὅσων ὑπαγορεύει εἰς τίγρεις, παρδάλεις καὶ τἆλλα αἱμοβόρα θηρία ἡ ἄλογος μανία κατὰ τῶν ὁμοφύλων τους ζῴων. ... Τὸ ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς οἱ Τοῦρκοι μὴ ἔχοντες κανένα ἐμπόδιον ἐτόλμησαν ὀλίγοι καὶ ἐξῆλθον. Τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἐπληθύνθησαν καὶ ἡ χώρα ἦτον ἤδη ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν των. Πρῶτον ἐλεηλάτουν τὰ ὀσπίτια τῆς χώρας καὶ ὅ,τι τοῖς ἤρεσεν ἔπαιρναν, εἶτα τὰ ἔκαιον»[25].
Με τον συνταρακτικό του λόγο δίνει την εικόνα ο μικρός τότε αυτόπτης μάρτυρας Χρ. Πλ. Καστάνης: «Ο βομβαρδισμός άρχισε. Η γη έτρεμε από τους κεραυνούς που προέρχονταν από τις ομοβροντίες ολόκληρου του στόλου. Το Φρούριο εκτόξευσε από τις επάλξεις του τη μανιασμένη οργή του… Φωτιές μαίνονταν από σπίτι σε σπίτι, ουρλιαχτά υψώθηκαν και καπνός έκρυψε τον ουρανό»[26].
Ο R. Walsh, εφημέριος του ναού της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, που επισκέφτηκε τη Χίο όταν ήταν νωπά τα ίχνη της Σφαγής, περιγράφει με αποτροπιασμό την εικόνα που αντίκρισε: «Τὸ θέαμα ἦτο φρικτόν. Τὰ σπίτια ἦσαν κτισμένα μὲ σύστημα εὐρωπαϊκόν, ἀλλὰ τώρα δὲν ἐπρόκειτο περὶ σπιτιῶν, ἀλλὰ περὶ ἐρειπίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν εἰς ἄθλιαν κατάστασιν. Ἄλλων αἱ προσόψεις ἦσαν ἀνοιγμέναι ἐντελῶς, ἄλλων ἡ στέγη εἶχεν καταρρεύση, τὰ παράθυρα ἦσαν μαυρισμένα ἀπὸ τὴν πυρπόλησιν. Μέσα εἰς τὰ συντρίμματα κεῖνται κρανία, χεῖρες, μισοκατεστραμμένα σώματα ἀνάμεσα ἀπὸ χαρτιά, βιβλία καὶ σπασμένα ἔπιπλα. Παντοῦ στοὺς δρόμους ἦσαν κάτι ποὺ ὡμοίαζον μὲ σωροὺς ἀπὸ χαλιά. Πολλάκις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ πατῶμεν ἐπάνω εἰς αὐτά. Ἦσαν μαλακὰ καὶ ἡ πίεσις τῶν ποδῶν μας ἔκαμνε νὰ πετῶνται ἔξω διάφορα μέλη καὶ ὠχρὰ πρόσωπα σωμάτων, τὰ ὁποῖα ἀνεπαύοντο κάτω ἀπὸ αὐτά. Ἡ θέα τούτων ἦτο φρικώδης καὶ ὅπου τὰ πόδια μας προσέκρουον εἰς τοιούτους σωρούς, ἀμέσως τὰ ἀπεσύραμεν».
Σφαγές της Χίου. Αντίγραφο τοιχογραφίας του Thomas Barker από Ir. Fetherstonhaugh. Λεπτομέρεια. Βιβλιοθήκη Κοραής, Συλλογή Αργέντη.
Όταν έφευγε από την Πόλη, φίλος του από την οικογένεια Ράλλη τον παρακάλεσε να επισκεφτεί το σπίτι τους και να τους μεταφέρει την κατάσταση και κάποιο ενθύμιο. «Εἰς τὸ σπίτι αὐτό, ὡς τὸ κομψότερον ὅλων ἐξέσπασε περισσότερον τὸ πάθος τῶν Τούρκων. Ἐκτὸς τῆς ἀνατροπῆς τοῦ πατώματος, τοῦ σχισίματος τῶν τοίχων πρὸς ἀναζήτησιν χρημάτων, κάθε κόσμημα ἐφαίνετο καταστραφὲν μὲ ἄσκοπον βιαιότητα. Μαρμάρινα κοσμήματα εἶχον συντριβῆ καὶ παραμορφωθῆ μὲ πελέκεις, αἱ εἰκόνες εἶχον τρυπηθῆ, οἱ καθρέπται σπάση μὲ σφαίρας πιστολίων καὶ τὰ βιβλία φαγωθῆ μὲ τὰ δόντια καὶ σχισθῆ, σὰν ἀπὸ λυσσασμένους σκύλους». Τα ενθύμια που προσκόμισε στον ιδιοκτήτη ήταν μία μισοκαμμένη εικόνα και μερικά απομεινάρια από το σαλόνι, αλλά ο Ράλλης δεν μπορούσε να επιβάλει στον εαυτό του τη δύναμη να τα αντικρύσει.
«Τὸ μέγαρον τοῦ Ἐπισκόπου καὶ ἡ κομψὴ Μητρόπολις ἔγιναν κομμάτια. Ὁ ἥμισυς θόλος τῆς μητροπόλεως ἐστέκετο εἰς τὴν θέσιν του καὶ ἔδειχνε τι ἦτο ἄλλοτε». Θλιβερή εικόνα παρουσίαζε η πριν λίγο καιρό φημισμένη Σχολή της Χίου. Τώρα από το λαμπρό οικοδόμημα δεν απομένουν παρά καμένοι τοίχοι, οι δάσκαλοι «ἐσφάγησαν γενικῶς καὶ ἀδιακρίτως» και οι σπουδαστές, οι ελπίδες της χώρας, «ἀπήχθησαν ὡς σκλάβοι». Οι θηριωδίες δεν έχουν πουθενά όμοιές τους: «Ἐδῶ ἀπὸ τὰς τέσσαρας χιλιάδας οἰκίας δὲν ὑπάρχει οὔτε μία, τῆς ὁποίας ἡ ξυλεία νὰ μὴ ἐκάη καὶ οἱ τοῖχοι, ἐξαιρέσει μερικῶν ἐξωτερικῶν τοίχων, νὰ μὴ ἀνετράπησαν ἐκ θεμελίων. Τὰ ἐρείπια ἦσαν τόσον γενικά, ὥστε θὰ ἐφαίνοντο ἀνήκοντα εἰς κάποιαν ἀρχαίαν ἐρειπωμένην πόλιν, ἂν δὲν ἦσαν τὰ ἀναρίθμητα πτώματα, τὰ ὁποῖα κατέκειντο εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὰς οἰκίας καὶ τὰ ὁποῖα ἔδειχναν ὅτι ἦσαν πρό τινος ἀκόμη γεμάτα ζωὴν καὶ κατοίκους»[27].
B. CHΥDΙAKOV, Η Σφαγή. Λεπτομέρεια. Μουσείο Μπενάκη.
Την εικόνα τού φριχτού θεάματος της πυρπόλησης της πόλης δίνει στο θρηνητικό του άσμα Χιακὴ Ἱερεμιὰς ο Αργ. Καρράβας:
Εἶδον ἐκεῖθεν πυρὸς τοῦ παμφάγου ὁρμώσας τὰς φλόγας,
καὶ τὸν καπνὸν ἐν ταυτῷ ἀναβαίνοντα μέχρις αἰθέρος. (313-314)
… Μέγα δὲ Σάββατον ἦν, διπλοπένθιμος ὄντως ἡμέρα,
ὅτε οἱ Τοῦρκοι, πολλὰς πυρπολήσαντας ἤδη οἰκίας
καὶ λαμπροτάτους ναοὺς, διαρπάζουσι καὶ βεβηλοῦσι.
κτίρια δὲ καὶ κοινὰ καταστήματα πάντα εἰς τέφραν
καὶ ἐρειπίων σωροὺς καθιστᾶσι μετὰ τοῦ Σχολείου,
τοῦ περιφήμου βωμοῦ τῶν Μουσῶν καὶ καυχήματος Χίου.
Ὄργανα τῆς Φυσικῆς καὶ Χημείας, καὶ πλῆθος βιβλίων
κεῖνται εἰς τὰς ἀγυιάς, και πατοῦνται ὑπὸ τῶν βαρβάρων,
σώμασιν οἴμοι! νεκροῖς τοῖς σφαδάζουσι συμπεφυρμένα. (348-356)
Πολύ συγκινητικές με τον γλαφυρό τους λόγο είναι οι περιγραφές στα πεζογραφήματα.
Από τον Ι. Πιτσιπιό στην Ὀρφανὴ τῆς Χίου: «Αἱ μεγαλοπρεπεῑς οἰκοδομαὶ τῆς καταστραφείσης Χίου μετεβλήθησαν εἰς φρικώδη ἐρείπια, ἐν ᾧ ὁ φιλέλλην περιηγητὴς δὲν δύναται πλέον ν’ ἀναγνωρίσῃ οὐδὲ τὰ ἴχνη τῆς περιφήμου Ἀκαδημίας της, ἐν ᾧ τέσσαρα λαμπρὰ Νοσοκομεῖα της, ἀθάνατα σημεῖα τῆς ἀληθοῦς φιλοξενίας, ἔγιναν τροφὴ τῶν πυρκαϊῶν, καὶ οἱ χαριέστατοι αὐτῆς κῆποι μετεμορθώθησαν εἰς πλήρεις τριβόλων καὶ ἀκανθῶν ἀγρίων γηλόφους, μεταξὺ τοιούτων καταστροφῶν καὶ τοσούτων θορύβων, ὁ εἰρηνικὸς χείμαρρος Παρθένιος ἕρπει ἡσύχως διὰ τῶν ἐρειπίων τῶν ποτὲ ἀνθοστολίστων πεδιάδων τῆς άναξιοπαθούσης πατρίδος του»[28].
Ο Στ. Θ. Ξένος στην Ἡρωίδα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως χαρακτηρίζει την πόλη «ἐκτεταμένη κάμινο… Ὁ στρατὸς τῶν Χίων διελύθη, αἱ ἐν τῷ φρουρίῳ τίγρεις ἀπελύθησαν, αἱ βόμβαι καὶ τὰ πυροβόλα ἤναψαν διὰ μιᾶς εἰς ἑκατὸν διάφορα τῆς πόλεως μέρη τὰς φλόγας, καὶ οἱ Δερβίσαι ἐκραύγαζον τὴν θέλησιν τοῦ Ἀλλὰχ νὰ σφάξουν, καύσουν καὶ σβέσουν τὴν ψυχὴν τοῦ γκιαούρη»[29].
Κ. Κανελλάκη, «Σφαγαὶ Χίου». Λεπτομέρεια. Βιβλιοθήκη Κοραής, Συλλογή Αργέντη.
Ο ολλανδός υποπρόξενος στη Χίο Ant. Pasqua, στο Ημερολόγιό του, την εξαιρετικά σημαντική αυτή μαρτυρία, κατέγραψε με ζωντάνια και ακρίβεια τα γεγονότα όπως συνέβαιναν καθημερινά[30]. Και ενώ πέντε μέρες μετά την άφιξη του τουρκικού στόλου σημείωνε ότι «η φημισμένη Χίος δε βλέπεται, ούτε αναγνωρίζεται πια, έγινε χειρότερη από τη Ιερουσαλήμ και προκαλεί οίκτο» (16.4/4.4.1822), ακολουθούν συνεχόμενες αναφορές για επόμενες, ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές. «Παντού φωτιά νύχτα και μέρα. Έβαλαν εκ νέου φωτιά σε μερικά σπίτια που είχαν μείνει και έκαψαν άλλους τρεις μύλους» (20.4/8.4). «Η φωτιά στην πόλη και στην ύπαιθρο προκαλεί φρίκη. Σήμερα είδαμε πιο πολύ φωτιά και τυραννία από άλλες φορές» (29.4/17.4). «Η πόλη δεν αναγνωρίζεται πια» (8.5/26.4). «Συνεχώς βλέπεις νέες φωτιές. Βάζουν φωτιές στα σπίτια που είναι ήδη καμένα, στα απομεινάρια, και σκάβουν για να βρουν κρυψώνες… Αρπάζουν ακόμα και τα καρφιά» (17.5/5.5 - 31.5/19.5). Οι καταστροφές συνεχίζονταν και τους επόμενους μήνες, όταν έκαψαν και τις καθολικές εκκλησίες (11.7/29.6.1822).
Στην απερίγραπτη συμφορά προστίθεται ο λοιμός που θέριζε τους επιζώντες, ενώ σεισμοί συμπλήρωσαν την καταστροφή: «Πέντε το απόγευμα έγινε μεγάλος σεισμός και ετοιμόρροπα από την πυρπόληση κτήρια καταρρέουν (1.7/19.6.1822). Κατά τις 9 το πρωί έγινε φοβερός σεισμός και πολλοί τοίχοι των πυρπολημένων σπιτιών κατέρρευσαν (1.8/20.7.1823). Έγινε ένας μεγάλος σεισμός και πολλοί τοίχοι κατέρρευσαν προκαλώντας πανικό (7.5./25.4.1826)».
Την κατάσταση της πόλης στα επόμενα χρόνια μαρτυρούν πολλοί αυτόπτες. Ενδεικτικά: Το 1825 ο Αυστριακός διπλωμάτης Prokesch Osten αναφέρει τι αντίκρισε: «Ὁποία ἐρήμωσις, ὁποῖον θέατρον καταστροφῆς. Ἀκόμη καὶ εἰς τὰ ἐρείπιά της διαλαλεῖ ἡ Χίος ὅτι ὑπῆρξε ἡ πρωτίστη πόλις τῆς Ἀνατολῆς…Τὰ πάντα κεκευμένα, ἐρημία φρικτή». «Ὑπεράνω τῶν ὑπὸ τοῦ ἡλίου λευκανθέντων ὀστῶν τῶν σφαγέντων κατὰ μῆκος τῆς παραλίας μετέβην ἔφιππος εἰς τὸ Σχολεῖον τοῦ Ὁμήρου»[31].
Δύο χρόνια αργότερα η κατάσταση ήταν άθλια, όπως περιγράφει ο Σκώτος συγγραφέας και δημοσιογράφος Ch. Mac Farlane, που ήρθε το 1827: «Μᾶς ὡδήγησε διὰ μέσου ἀνοικτῆς ρυπαρᾶς πλατείας, πλήρους ψωραλέων σκύλων καὶ κοσμουμένης ὑπὸ μεγάλης καὶ ὡραίας κρήνης, ἥτις ὅμως ἦτο βρωμερὰ καὶ ἠρειπωμένη, εἰς τὸ κάτω μέρος τῆς πόλεως, ἐκτισμένον διὰ ξύλων, παρὰ τὴν παραλίαν καὶ κατοικούμενον, τότε τουλάχιστον, κατὰ τὸ πλεῖστον ὑπὸ Τούρκων… Εὕρομεν θέατρο καταστροφῆς καὶ ἐρημώσεως … ἠρειπωμένους σκελετοὺς οἰκιῶν καὶ σωροὺς πεσμένων τοίχων… Τόσον ὅμως στερεὰ καὶ ἀπὸ τόσον καλὸν ὑλικὸν ἦσαν κατεσκευασμένα, ὥστε οἱ κύριοι τοῖχοι παραμένουν ἄνευ στέγης, μαῦροι ἐκ τοῦ καπνοῦ. Τὸ μέγαρον τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ Γυμνάσιον κατεστράφησαν ἐκ θεμελίων ὡς τόποι ἰδιαιτέρως ἀπεχθεῖς»[32].
Μέσα σ’ αυτό το κατεστραμμένο τοπίο και τον απέραντο πόνο για τους νεκρούς, που καθένας κάποιους δικούς του θρηνούσε, και για τους αιχμαλώτους, που η άγνωστη μαύρη μοίρα τους πλάκωνε την καρδιά και σκότιζε το νου των συγγενών, οι λίγοι επιζήσαντες στο νησί και όσοι σταδιακά επέστρεφαν προσπαθούσαν να οργανώσουν τη ζωή τους.
Ήρθε όμως η τρίτη, ανεπιτυχής δυστυχώς και αυτή, εκστρατεία για την απελευθέρωση του νησιού υπό τον συνταγματάρχη Φαβιέρο, που κατέστρεψε ό,τι είχε απομείνει. Για μήνες, από τον Οκτώβριο του 1827 μέχρι το άδοξο τέλος τον Μάρτιο του 1828, τα πυρά που ανταλλάσσονταν αμοιβαία από τα τηλεβόλα του κάστρου εναντίον των Ελλήνων και αντιστρόφως από τα δικά τους οχυρά, κυρίως της Τρουλωτής, διέλυσαν την πόλη. Τότε έπαθε μεγάλες ζημιές το κάστρο και καταστράφηκε το Μπούρζι.
Χρόνια μετά, το 1844, ο Maxime du Camp, έγραψε: «Οἱ Τοῦρκοι ἐπέρασαν ἐκεῖ! Τὰ πάντα εἶναι ἐρείπια καὶ πένθος. Μάλιστα τὰ πάντα εἶναι ἐρείπια καὶ πένθος! Ἡ Χίος, τῆς ὁποίας ἑκάστη οἰκία ἦτο ἀνάκτορον, σήμερον δὲν εἶναι παρὰ σωρὸς ἐρειπίων μαύρων ἐκ τοῦ καπνοῦ. Πλευραὶ μόνον τοίχων ἀποκεκομμένων εἶναι ἀκόμη ὄρθιαι, ἑτοιμόρροποι καὶ σειόμεναι, ὅταν πνέουν αἱ θύελλαι…Ἑκάστη οἰκία φέρει τὸ ἴδιον ἐκ τῆς μάχης καὶ τῆς πυρκαϊᾶς τραῦμα. Ἐκτὸς τοῦ γαλλικοῦ προξενείου, τῆς ἀτρώτου ἀκροπόλεως, μιᾶς μεγάλης ξύλινης ἀγορᾶς καὶ τῆς νεοδμήτου ἐκκλησίας, δὲν βλέπω παρὰ τοίχους καταρρέοντας, ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζονται καλύβαι τινὲς ἐκ σανίδων καὶ καλάμων, ὅπου στεγάζεται πληθυσμὸς θλιβερὸς καὶ ἄθλιος... Ὁ τρόμος εἶναι εἰς τὰ βλέμματα ὅλων, ἡ φρίκη εἰς ὅλας τὰς ἀναμνήσεις»[33].
«Οἱ δυστυχεῖς Χῖοι, έγραψε ο Karl von Hailbronner (1845), ζοῦν εἰς τὰ ἰσόγεια πυρποληθεισῶν οἰκιῶν …Μετὰ φρίκης εἰσήλθομεν εἰς τὴν πλατεῖαν, τῆς ὁποίας αἱ κατοικίαι κατηδαφίσθησαν ἅπασαι ὑπὸ τῶν κανονίων τοῦ γειτονικοῦ φρουρίου, διότι ἐδῶ εἶχον ἑορτάσει τὴν ἑορτὴν τοῦ αἵματος οἱ γενίτσαροι τοῦ καπουτὰν πασᾶ»[34].
Το 1848 ο αββάς J. Meslin, δίνει την εικόνα του τόπου: «Μέγαρα κεκοσμημένα μὲ ἀψῖδας, ἐξώστας, μαρμαρίνους κίονας, ὅλα εἶναι ἀκατοίκηταˑ ὅλα ἐλεηλατήθησαν, ἐκάησαν, κατεκρημνίσθησαν. Ἑνίοτε εὑρίσκει τις οἰκογένειεαν τῶν παλαιῶν ἰδιοκτητῶν συμμαζευμένην ὑπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ μεγάρου της, ζῶσαν ἀθλίως καὶ μὲ ἐλπίδας… Μολονότι ἐν τῇ πόλει τὸ πλεῖστον τῶν οἰκιῶν ἐκτίσθη ἐκ νέου, μολαταῦτα βλέπει τις παντοῦ τὰ ἴχνη τοῦ πολέμου. Τὸ μέγα ἄνοιγμα, τὸ ὁποῖον χωρίζει τὴν ἀκρόπολιν ἀπὸ τῆς πόλεως, κατείχετο ὑπὸ οἰκιῶν· ὅλαι ἐκάησαν καὶ ἐκρημνίσθησαν, διὰ νὰ ἐλευθερωθῇ ἡ ἀκρόπολις· διὰ νὰ μεταβῇ τις εἰς τὸν καθολικὸν μητροπολιτικὸν ναόν, ἐκτισμένον ἀντικρὺ τῆς ἀκροπόλεως, πρέπει νὰ χωθῇ εἰς τὸν κονιορτὸν τῶν ἐρειπίων των· ὁ ναὸς οὗτος ἐκάη δίς, τῷ 1822 καὶ τῷ 1827»[35].
Δεν είχαν όμως τέλος οι συμφορές του 19ου αιώνα για τη μαρτυρική Χίο. Ήρθαν οι φοβεροί σεισμοί του 1881 και ισοπέδωσαν ό,τι μισοκατεστραμμένο έμεινε και ό,τι στο μεταξύ είχε γίνει, στερώντας για πάντα τον τόπο από τα μεγαλειώδη οικοδομήματά του. Αναζητώντας στη σημερινή Χίο μαρτυρίες κτηρίων προ του 1822 ελάχιστα μπορεί κανείς να εντοπίσει. Βλέποντας όμως τη σύγχρονη πόλη, δεν μπορεί κανείς παρά να αισιοδοξεί, αφού ξαναζωντάνεψε μετά από αυτή την απέραντη καταστροφή, συνειδητοποιώντας τη δύναμη της ζωής και του ανθρώπου κατά τον στίχο του Σοφοκλή «πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει».
Αθηνά Κ. Ζαχαρού-Λουτράρη
Δρ Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΚΑΜΠΑΝΕΣ (τ/χ 18, Μάιος 2021, σελ. 128-139), που εκδίδει ο Γυναικείος Σύνδεσμος: Οι φίλοι του Χιώτικου Χωριού
[1] Ιακ. Πιτσιπιός, «Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς νήσου Χίου κατὰ τοὺς ἐσχάτους αὐτῆς χρόνους», Ὁ Φανὸς τῆς Μεσογείου, Α΄, Κωνσταντινούπολη, Μάιος 1844, 46-47. Για 4.000 οικίες και για 25.000 κατοίκους κάνει λόγο ο R. Walsh, A residence at Constantinople during a period including the commencement, progress and termination of the Greek and Turkish revolutions, London 1836, στο: Κ. Καιροφύλλας, «Οἱ σκλάβοι Χῖοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἄγνωστα δράματα ἀπὸ τὴν καταστροφήν τῆς νήσου. Ἀφήγησις αὐτόπτου Ἄγγλου συγγραφέως», Αἰγαῖον, Α΄ (1935), 235.
Για τον πληθυσμό: Κ. Φραγκομίχαλος, «Οι Σφαγές της Χίου το 1822: Ποιος ο ακριβής αριθμός των θυμάτων τους», Φιλολογική Χίος, 6 (1998), 17-19, με λεπτομερή εξέταση όλων των σωζομένων μαρτυριών.
Βασικό έργο για την πόλη της Χίου: Δ. Μονιούδη-Γαβαλά, Η πόλη της Χίου. Κοινωνία-Πολεοδομία-Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1994.
J. Galt, στο: Φ. Αργέντης - Στ. Κυριακίδης, Ἡ Χίος παρὰ τοῖς γεωγράφοις καὶ περιηγηταῖς ἀπὸ τοῦ ὀγδόου μέχρι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, Β΄, Αθήνα 1946, 887-8.
[2] Luigi Santi, «Η Χίος κατά το 1810» στο: Κ. Ν. Κανελάκη, Χιακά Ανάλεκτα, Αθήνα 1890, 493. Κ. Σγουρός, Ἱστορία τῆς νήσου Χίου ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τοῦ 1700 μ.Χ., Αθήνα 1937, 298. Αλ. Βλαστός, Χιακά, ἤτοι Ἱστορία τῆς νήσου Χίου. Ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς ἔτει 1822 γενομένης καταστροφῆς αὐτῆς παρὰ τῶν Τούρκων, Ερμούπολη 1840. Β΄, 127-180. Δ. Μονιούδη-Γαβαλά, όπ. π., 66-79. J. Macgill, Αργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 874-5. J. Dallaway, Αργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 828.
[3] Κ. Σγουρός, όπ. π., 382: Σύμφωνα με μαρτυρία «τοῦ κτίσαντος τὸ Μετζιτιὲ τζαμίον πρωτομάστορη Γέρο-Ποτοῦ, ἀνασκαπτομένων τῶν θεμελίων αὐτοῦ, εὑρέθη ἡ τοῦ ναοῦ Ἁγία Πρόθεσις, ἣν εὐλαβῶς περιτυλίξας ὁ ἀρχιτέκτων ἐκεῖνος καὶ ἄνθρωπος προηγμένης ἡλικίας κατὰ τὴν πανωλεθρίαν τοῦ 1822, ἐπέχωσε πάλιν ἐν ᾦ μέρει εὑρέθη».
[4] P. E. Laurent, Αργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 925-6.
[5] Ι. Ἀνδρεάδης, Ἱστορία τῆς ἐν Χίῳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Α΄, Αθήνα 1940. Για τον αριθμό του κλήρου, 136-139 και των ναών, 178-200.
[6] Κατασκευάστηκε στη Χίο από τον «κτίστη μαρμαρά» μαστρο-Διαμαντή Τοπίκλη Τζαννή Χλη και μεταφέρθηκε στην Άνδρο σε κομμάτια. Το τέμπλο του Αγ. Πολυκάρπου χρονολογείται γύρω στα 1800. Αλ. Γουλάκη-Βουτυρά - Γ. Καραδέδος, Χίος, Λέσβος και η εκκλησιαστική γλυπτική στο Αιγαίο. 16ος - 20 ός αιώνας, Θεσσαλονίκη 2011, 42-43.
[7] Για τα προνόμια και τη διοίκηση της Χίου: Αντ. Χαροκόπος, Ὁ θεσμός τῆς Δημογεροντίας ἐν Χίῳ ἐπὶ Τουρκοκρατίας, Χίος 1960. Σελίδες σε όλες τις Ιστορίες της Χίου και νεότερες εργασίες.
[8] Αλ. Βλαστός, όπ. π., Β΄, 160-63. L. Santi, όπ. π., 510.
[9] Για τα υγειονομικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα της προεπαναστατικής Χίου: σελίδες στις Ιστορίες της Χίου, στους περιηγητές, και: Μ. Παϊδούσης, «Ἡ ἰατρικὴ εἰς τὴν Χίον κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνας (1600-1900)», Περιοδικὸν τοῦ ἐν Χίῳ Συλλόγου Ἀργέντη, Β΄, τ/χ 1-2 (1939), 14-15. Αθ. Γκιάλας, «Ἡ κοινωνικὴ πρόνοια καὶ αἱ ὑγειονομικαὶ ὑπηρεσίαι εἰς τὴν Χίον ἀπὸ τοῦ 14ου μέχρι τῆς σφαγῆς τοῦ 1822», Χιακὴ Ἐπιθεώρησις, 10, τ/χ. 28 (1972), 36-45. Α. Μιχαηλίδης, «Τα υγειονομικά της Χίου κατά τις Σφαγές του 1822», Φιλολογική Χίος, 11 (2014), 97-118.
Μικρό εικονοστάσι δήλωνε την παρουσία του ναού της Κεχαριτωμένης, μέχρι πρόσφατα, όταν οι νέοι ιδιοκτήτες το εξαφάνισαν.
[10] Αλ. Βλαστός, όπ. π., 140-142. Μ. Παϊδούσης, όπ. π., 45-55.
[11] Αλ. Βλαστός, όπ. π., 142-144. Μ. Παϊδούσης, όπ. π., 37-43. W. Wittman, Αργέντης - Κυριακίδης, Γ΄, 1784.
[12] Ι. Πιτσιπιός, όπ. π., 46-47, W. Wittman, Αργέντης - Κυριακίδης, Γ΄, 1782. P. E. Laurent. Αργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 924: «Εἰς διάφορα καταστήματα τῆς πόλεως εἶναι ἐκτεθειμένοι μεγάλοι ὄγκοι μαύρου χαβιαρίου».
[13] Αλ. Βλαστός, όπ. π., 175-176. J. Galt, Αργέντης - Κυριακίδης Β΄, 889. L. Santi, όπ. π., 494, 496.
[14] Κ. Κανελλάκης, ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΧΙΟΥ, 1911, Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής», Συλλογή Αργέντη. «Τὰ ἐργαζόμενα ἦσαν ἀλατζάδες, ζωνάρια, πουγγία κορδόνια, τάπητας καὶ στόφες. Ὅλα τὰ ἀναφερόμενα εἶχον τέλεια ἐργασία, ἀλλ’ αἱ στόφαι εἶχον τὸ θεϊκὸν τῆς τε καλλιτεχνίας, στερεόταται τῆς πρώτης τάξεως μετάξης και χρωμάτων. Εἷς πῆχυς στόφας δύναται σήμερον νὰ πωληθῇ 500 φράγκα. Αἱ ἐν τῇ πλατείᾳ οἰκοδομαὶ κατεστράφησαν τὸ 1822».
[15] Για την παιδεία στην προεπαναστατική Χίο υπάρχουν πολλές πηγές και μελέτες. Ενδεικτικά: Γ. Ζολώτας, Γ1, 373-657. Κ. Άμαντος, Τὰ γράμματα εἰς τὴν Χίον κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν 1566-1822, Πειραιάς 1946. Στερ. Φασουλάκης, Η εκπαίδευση στη Χίο. Από την Εκκλησία στο αστικό στοιχείο. Χίος 1992. Αντ. Χαροκόπος, Η Περιώνυμη Μεγάλη Σχολή της Χίου: Το ιστορικό Γυμνάσιο Χίου, Θεσσαλονίκη 2006.
[16] Βλαστός, όπ. π., Β΄, 133-135.
[17] Ιακ. Πιτσιπιός, όπ. π., 57.
[18] R. Walsh, όπ. π., 234.
[19] Για τον αριθμό των βιβλίων δεν συμφωνούν οι πηγές. Στ. Καββάδας, Ἡ ἐν Χίῳ Βιβλιοθήκη Κοραῆ, Αθήνα 1933, 16.
[20] M. L. compte de Marcellus, Αργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 945-6.
[21] J. Galt, Αργέντης - Κυριακίδης Β΄, 890. P. E. Laurent. Αργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 925.M. C. F. A. comte de Choiseul Gouffier, Αργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 785. Για την τέχνη της νεότερης Χίου υπάρχουν πολλές ειδικές μελέτες για τους επιμέρους τομείς.
[22] R. Walsh, όπ. π., 234.
[23] J. Macgill, Αργέντης - Κυριακίδης Β΄, 874-5.
[24] Ανδρ. Μάμουκας, «Παράγραφος γραφῆς ἑνὸς γραικοῦ Α. πρὸς τὸν φίλον του Ν. περὶ τῆς καταστροφῆς τῆς Χίου» (Σμύρνη 1822), στο: Ι. Βλαχογιάννη, Χιακὸν Ἀρχεῖον, Α΄ (1924), 301.
[25] Ανδρ. Μάμουκας, όπ. π., 297.
[26] Χρ. Πλ. Καστάνης, Ο Έλληνας εξόριστος, Φιλαδέλφεια 1851. Μετ. Χ. Γ. Γιατράκος και πρόλογος Μ-Ε. Γ. Γιατράκου, Αθήνα 2001, 40.
[27] R. Walsh, όπ.π., 231-235.
[28] Ι. Πιτσιπιός, Ἡ Ὀρφανὴ τῆς Χίου ἢ Ὁ θρίαμβος τῆς ἀρετῆς, Ερμούπολη, 1839. (Έκδ. 1898, σελ. 4).
[29] Στ. Θ. Ξένος, Ἡ ἡρωὶς τῆς Ελληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ἤτοι Σκηναὶ ἐν Ἑλλάδι ἀπὸ τοῦ ἔτους 1821-1828, Α΄ Λονδίνο 1861, 315, 316.
[30] Ο Antonio Pasqua έγραψε στα ιταλικά Ημερολόγιο των γεγονότων της Χίου από 6 Μαΐου 1821 μέχρι 30 Φεβρουαρίου 1828. Με εκτενή εισαγωγή στα ελληνικά ο Γ. Ζώρας, Ἡ ἐν ἔτει 1822 καταστροφὴ τῆς Χίου κατὰ ἄγνωστον περιγραφὴ τοῦ Ὀλλανδοῦ προξένου, Αθήνα 1973, δημοσίευσε το ιταλικό τμήμα από τον Μάρτιο 1822 μέχρι και τον Μάιο 1822, και τη μετάφραση στα ελληνικά ο Π. Αδ. Σαλιάρης στη Φιλολογική Χίο, Στ΄ (1997), 61-98. Στη Βιβλιοθήκη Αργέντη υπάρχει και η περίληψη όλου του Ημερολογίου στα αγγλικά κατά ημέρα. Ο Pasqua χρησιμοποιεί το Νέο Ημερολόγιο, το οποίο προηγείται κατά 12 ημέρες του παλαιού που ίσχυε στην Ελλάδα, με το οποίο εμείς έχουμε συνδέσει τα γεγονότα.
[31] Prokesch Osten, Αργέντης - Κυριακίδης Β΄, 1082-83 .
[32] Charles Mac Farlane, Aργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 1110-1112.
[33] Maxime du Camp, Aργέντης - Κυριακίδης, Β΄, 1158-1159.
[34] Karl von Hailbronner, Αργέντης - Κυριακίδης, Γ΄, 1868-69.







































