
Είχαμε βρεθεί αποβραδίς με τον αγαπητό φίλο μου Πέτρο και έριξε την ιδέα… «Πάμε αύριο το πρωί για… πατσά;». Η ερώτηση έμεινε μετέωρη για δευτερόλεπτα μέχρι να την παιδέψω λίγο στο μυαλό μου. Κι αυτό γιατί μια δυο φορές που επιχείρησα να δοκιμάσω πατσά δεν ενθουσιάστηκα κιόλας. Και επειδή καθυστερούσα λίγο να απαντήσω, προφανώς κατάλαβε ότι δεν μου άρεσε και πολύ και το γύρισε αλλού… «Πάμε παρέα και εσύ φάε κάτι άλλο…». «Πρωινιάτικα βρε Πέτρο, τι να φάω;», εξέφρασα την αντίρρησή μου. «Ε, κάτι θα σου αρέσει» επέμεινε… Πάντως εκείνο που μου άρεσε πάντα ήταν οι μυρωδιές περνώντας έξω από τα μαγέρικα, που δεν έχουμε και πολλά στη Χίο…
Συναντηθήκαμε το πρωί κατά τις 9 και κατεβήκαμε στη Χώρα. Και ποιο ήταν το μαγέρικο που σερβίρει πατσά; Ποιο άλλο από το «Βυζάντιον», στην καρδιά της πόλης. Γιατί μπορεί να έχουμε αρκετά εστιατόρια και ταβέρνες στο νησί, αλλά έχω την εντύπωση πως το «Βυζάντιον» είναι το καθαρά παραδοσιακό μαγέρικο. Και να πούμε ότι έχει και ζωή αρκετών χρόνων και γράφει ιστορία…
Μπήκαμε, λοιπόν, στο μαγέρικο και πήγαμε προς τη βιτρίνα του όπου τα ταψιά με τα φαγητά. «Θα πάρεις, τελικά, κάτι;», με ρώτησε ο φίλος μου, αλλά έχοντας φάει πρωινό στο σπίτι δεν πήγαινε τίποτα άλλο κάτω. «Ε, να μην κάτσω κι εγώ» είπε και παράγγειλε να του βάλουν τον πατσά σε ένα μπολάκι να το πάρει στο σπίτι. Καθώς περίμενα να ετοιμαστεί το πακέτο παρατηρούσα έναν κύριο που καθόταν σε ένα τραπεζάκι με ποια ευχαρίστηση ρουφούσε τη σούπα. Βουτούσε το κουτάλι στο πιάτο και το έφερνε στο στόμα του με αίσθημα απόλυτης ικανοποίησης. Κάθε ρουφηξιά την χαιρόταν και την ευχαριστιόταν.
Τελικά αποχωρήσαμε από το μαγέρικο και θυμήθηκα ότι κάποτε ο πατσάς ήταν στην ημερήσια διάταξη για τους μεγάλους ανθρώπους και στη νυχτερινή διάταξη για τους ξενύχτηδες. Οι οποίοι μετά τη διασκέδαση ρουφούσαν ένα πιάτο πατσά που θεωρούταν ως θεραπεία του μεθυσιού. Και ακόμα πιο παλιά ένα δυο εστιατόρια (ένα ήταν το Μπελ Ερ) ήταν ανοικτά μέχρι τις πρωινές ώρες προκειμένου να εξυπηρετούνται ο ξενύχτηδες.
Αυτά για τον πατσά που σερβίρεται, αν δεν κάνω λάθος, τώρα πια στο «Βυζάντιον».
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































