
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Η Σφαγή του έρωτα" της Ελπινίκης Καλαγκιά που ξυπνά μνήμες 203 ετών...
«Κάνε κουράγιο, γιε μου! Μετά από αυτή τη στροφή θα φανεί το Σήφι!»
Πράγματι μετά από δύο λεπτά πήραν τη στροφή και φάνηκε η κοιλάδα στο Σήφι… να φλέγεται! […]
«Ξαφνικά μου μύρισε καπνός … Η μυρωδιά ήταν έντονη. Τρόμαξα. Δεν ήταν μόνο ο καπνός. Υπήρχε ένας ήχος … Μια παράξενη φασαρία, ένα βουητό που σταματούσε απότομα και μετά ξαναρχόταν. Δε μπορούσα να μείνω εκεί ούτε να γυρίσω χωρίς να μάθω. Προχώρησα προς τα πάνω. Έφτασα κάτω από το λόφο της Παναγιάς της Βοήθειας».
Η Μερσίνα έβαλε το πρόσωπό της μες τα χέρια της κι άρχισε πάλι να κλαίει σαν να τα διηγούνταν πρώτη φορά. Η Ευγενία δεν είχε υπομονή. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με την κοπέλα που τα εξιστορούνταν σαν να έλεγε παραμύθι. Χωρίς να μπορεί να ελέγξει τα νεύρα της και μην έχοντας την αίσθηση τι κάνει, της τράβηξε τα χέρια και την ταρακούνησε.
«Τι είδες που να πάρει! Τι συμβαίνει;! Λέγε επιτέλους!» της φώναξε απαιτώντας από εκείνη να συμμορφωθεί με τη λαχτάρα της να μάθει.
«Το νησί φλέγεται!» της αποκάλυψε τελικά χάνοντας μεμιάς το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούσε τόση ώρα. Σαν να μιλούσε άλλος άνθρωπος τώρα η Μερσίνα βρήκε την αυτοκυριαρχία της και περιέγραψε ωμά όσα είδε κι όσα άκουσε.
«Καπνοί και φλόγες σε κάθε σημείο της Χώρας, όπου και να κοιτάξεις! Στριγκλιές, φωνές, κανόνια, πιστολιές!» […]
Γονάτισαν όλοι μπροστά από το ιερό. Έδεσαν τα χέρια, έκλεισαν τα μάτια και προσευχήθηκαν σιωπηλά με μεγάλη δύναμη ψυχής. Οι εικόνες δάκρυσαν. Η Παναγιά τους αγκάλιασε. Πόσο αντιθετικές εκείνες οι σκηνές. Στιγμές κατάνυξης και σιγής μέσα στον Άγιο Λάζαρο. Ένας τοίχος τους χώριζε από τη σύγχυση, το χαμό, την αναστάτωση που εκτυλίσσονταν κατά μήκος του λεπροκομείου. Ποδοβολητά, φωνές, κλάματα, κατάρες προς τους Τούρκους που έσπερναν το θάνατο. Παρ’ όλη τη φασαρία του πανικού, μια φωνή κατάφερε να ξεχωρίσει και να υψωθεί πάνω από τις υπόλοιπες.
«Έρχονται!!! Οι καταραμένοι έρχονται!!! Έχουν αφηνιάσει!» […]
«Κάψτε την!» ακούστηκε σα βροντή η εντολή του αρχηγού τους.
Κι αμέσως η Παναγιά η Υπακοή έγινε παρανάλωμα του πυρός. Ο παπάς δάκρυσε για μια φορά ακόμα γνωρίζοντας ότι μέσα εκεί είχε το Δισκοπότηρο και τα Άγια.
Ο ήχος της φωτιάς που κατάπινε λαίμαργα τα πάντα βασάνιζε τα αυτιά και την ψυχή τους. Ξαφνικά ο τρόμος τους έφτασε στο αποκορύφωμα. […]
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Ζαννής βλέποντας το λεπροκομείο τυλιγμένο στις φλόγες ήταν να τρέξει για να σώσει την αγαπημένη του. Δεν ήταν μόνος του όμως. Τα δυο χέρια που τον αγκάλιαζαν από τη μέση σφιχτά όση ώρα έτρεχαν με το άλογο ήταν του γιου του. Η προστασία του ήταν αποκλειστική του ευθύνη. Τα ζύγισε καλά στο μυαλό του πριν κάνει την επόμενη κίνηση. Η Ευγενία ήταν μαχήτρια. […]


































