Η απώλεια της Κατινίτσας

Του Χειρουργού Γιώργου Γεωργαντή
Παρ, 18/04/2025 - 06:30

Το διήγημα αυτό του συμπατριώτη μας Χειρουργού Γιώργου Γεωργαντή, τιμήθηκε με Εύφημη μνεία, στον διαγωνισμό των εκδόσεων "Κομνηνός".

Συμπεριλαμβάνεται σε βιβλίο που εξέδωσαν οι εκδόσεις. Τίτλος του «Ένας κήπος ιστορίες» και κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.

 

         

   Η θάλασσα ήταν βαριά και φουρτουνιασμένη και το βαρόμετρο στη γέφυρα έπεφτε συνεχώς, στη μέση του αχανούς απλωμένου πελάγους. Από νωρίς, τα σημάδια στον ορίζοντα ήταν ύποπτα και απειλητικά. Ο ήλιος πετούσε ακτινωτά ποδάρια μέσα από οργισμένα παρασυρμένα σύννεφα, καθώς έπεφτε κόκκινος δυτικά, κάτω από  ένα σκοτεινιασμένο βαρυσκεπή ουρανό. Όλη νύχτα αστέρι να τρεμοπαίζει δεν φάνηκε,ούτε θολό φεγγάρι μα ούτε και στεριά. Θύελλα εν όψει! 

            Το μάτι του καπετάν Κωστή δεν έφευγε από τη βελόνα στο βαρόμετρο που κατρακυλούσε. Τα σημεία, με τα οποία προβλέπουν οι ναυτικοί τον καιρό, ήταν ανησυχητικά και κάποιοι γερόλυκοι στο πλήρωμα κούναγαν με λύπη το κεφάλι τους. Το μάτι της καταιγίδας ξεπήδαγε στο βάθος του χαμηλωμένου ουρανού.   Άλλωστε, η σκεπτική σιωπή που επικρατούσε στη βαρδιόλα και το σκυθρωπό ύφος από τα ρυτιδωμένα μέτωπα, επιβεβαίωνε τον άδηλο φόβο.  Ο άνεμος ισχυρός λυσσομανούσε και αντάριαζε με τις στροβιλίζουσες ριπές του, τη μελανή θάλασσα, που άφριζε και σήκωνε ακατάστατα το ρευστό σώμα της σε θηριώδη κύματα . Ο κλυδωνισμός ήταν τρομερός  και τα ατσαλένια ελάσματα έτριζαν με φρίκη και μεταλλικούς κρότους ως τα έγκατα του βαποριού. Το πέλαγος, μανιασμένο και κρύο, γίνονταν τρομακτικό, καθώς η επερχόμενη νύχτα συσκότιζε πηχτά τα πάντα. Τα ερεβώδη ανατριχιαστικά βουητά,  από τα ωρυόμενα στοιχεία της φύσης, επέτρεπαν μόνο στην επαγρυπνούσα ακοή να ψηλαφά το ταραγμένο κενό τριγύρω, αφού η όραση, αν και εργωδώς προσπαθούσε, δεν διέκρινε παρά μια μανιασμένη, ζοφώδη, ανταριασμένη υγρή πλάση μέσα στην ασέληνη νύχτα.     Ήταν τέλη Ιανουαρίου του 1911 και ο χειμώνας έδειχνε μέσα στο άγριο πέλαγος το αψύ κράτος του θυμωμένου Ποσειδώνα .

            Μπόρα, λένε οι Ρώσοι τον κραταιό άνεμο που κατεβαίνει ρωμαλέα, απότομος, κρύος και κοφτός, από τα χαμηλά πράσινα βουνά που στεφανώνουν τον κόλπο στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ. Ο Μπόρα είναι ελληνογενής, καθώς η λέξη βγαίνει από το Βορέας, όπως τον βάφτισαν οι έλληνες άποικοι της περιοχής από τα αρχαία χρόνια, και όταν φυσάει, είναι ατίθασος, δριμύς  και  καταστροφικός . Οι τσάροι ποθούσαν αιώνες να κατεβάσουν  την θαλασσινή έξοδο της χώρας τους σε πιο ζεστά μέρη και μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828, οι Ρώσοι κατέλαβαν το μέρος δίνοντας του, το όνομα της Νέας Ρωσίας(Νοβορασίγια),καθώς ο κόλπος του Τσεμέ είναι ο μόνος ελεύθερος από πάγους όλο το χρόνο, εξασφαλίζοντας συνεχή ναυσιπλοϊα στην αυτοκρατορία. Όμως, η ιδιομορφία του τοπίου κάνει τον Μπόρα να γεννιέται και να ξεχύνεται αιφνίδια ορμητικός στη Μαύρη θάλασσα, όταν τα ψυχρά ρεύματα της πεδιάδας συναντούν τα ζεστά νερά του Εύξεινου Πόντου.

 

            Το πλήρωμα στο κατάστρωμα έγκαιρα είχε ελέγξει τα μποτσαρίσματα, τα σκοινιά, τα μαπούνια και τις μάπες γύρω από τα σφραγισμένα αμπάρια, να είναι τεντωμένα σφιχτά. Φλόκος, πένα και στραλιέρα ήταν μαϊναρισμένα στα ξάρτια.

            Το φορτίο τους ήταν 1600 τόνοι σιτάρι, πυκνά στοιβαγμένο πλώρα-πρύμα στο κύτος μέχρι πάνω, ώστε  να μην αφήνει κενά στα αμπάρια,για  να κρατάει το βαπόρι την ευστάθεια του. Είχαν φορτώσει στο προφυλαγμένο λιμάνι του Νοβοροσίσκ της Μαύρης Θάλασσας και έπλεαν για Σικελία.

            Πελώρια ανακατεμένα κύματα με παφλασμό έσκαγαν στο κατάστρωμα. Ο ψεκασμός τους έφτανε ως τα τζάμια της γέφυρας. Το σκάφος έμοιαζε να κατεβαίνει σειόμενο σε ένα  θαλάσσιο  βάραθρο και μετά ανασήκωνε αργά αργά την πλώρη του, μέχρι να έλθει το επόμενο κύμα, που σαν υδάτινο βουνό ανυψώνονταν απειλητικό, για να επαναληφθεί η δοκιμασία. Σε κάθε κύμα αναμετρώνταν ο Δαυίδ με τον Γολιάθ.Ο καπετάν Κωστής και σύψυχο το πλήρωμα, ενθάρρυνε το βαπόρι να αναληφθεί η ατσάλινη σάρκα του από τα τενάγη της άβυσσου, με την ενδόμυχη ευχή  «άντε Παναγιά μου!».  Οι φανοί πορείας του πλοίου αναμμένοι ζερβά-δεξιά και πάνω στα γυμνά ξάρτια, μοναχικοί δείκτες ζωής σε μια έρημη αγρίλα .Πορεία σχεδόν νοτιοδυτική,  με το τιμόνι σταθερά κολλημένο στις διακόσιες σαράντα μοίρες για να έχουν όσο γίνεται πρύμα τον άνεμο  

            Καλοζυγισμένο το σκαρί της Κατινίτσας, φτιαγμένο από συμπαγές ατσάλι,  είχε μήκος 80 μέτρα και φάρδος 10 ,ενώ το βύθισμα του έφθανε τα 7 μέτρα. Ατμόπλοιο χτισμένο στο Αμβούργο το 1887, στα περίφημα ναυπηγεία της Βlohm&Voss, με κύτος  αρματωμένο με βοηθητικά  ιστία και χαρακτηριστική ορθόκοφτη πλώρη, σφράγιζε με το σκαρί της, την επαναστατική μετάβαση από το ιστίο και την ξυλεία στη μηχανή και το μέταλλο. Ξέχωρη ατμομηχανή παρήγαγε ηλεκτρισμό φωταγωγώντας το βαπόρι. Κανείς από το πλήρωμα δεν είχε ματαδεί, ούτε συναντήσει, τόσο φως τη νύχτα με το γύρισμα ενός διακόπτη. Η ανθρακόκαυστη τρικύλινδρη μηχανή του, που έβγαζε  δύναμη 160 αλόγων, στροβίλιζε κοχλιωτά μία τρίφτερη έλικα στην πρύμνη, για να κερδίσει ολομόναχη 4 με 5 κόμβους ταχύτητα, όταν δούλευε χωρίς την αρωγή των πανιών της. Τοποθετημένη και πακτωμένη στα έγκατα της μέσης του κύτους, κατέληγε καταμεσίς σε ένα μαύρο ψηλόλιγνο φουγάρο, στολισμένο με δύο λευκά δαχτυλίδια  που λόρδωνε προς τα πίσω και έκανε τη ντελικάτη σιλουέτα της να πλέει  περήφανα σα μαύρος κύκνος. Εκατέρωθεν της κατασκευής της μεσόστεγα υπερυψωμένης  γέφυρας  , που βρίσκονταν πάνω από δυο καταστρώματα, ένα πλωριό και ένα πρυμνιό ιστίο με πρότονους ζυγισμένα, ολοκλήρωναν την ξεχωριστή μορφή..

                        Ένα χειμωνιάτικο πρωϊ στα τέλη του 1910,ο Δημήτρης Ανδρεάδης κατηφόρησε από το μεγαλόπρεπο σπίτι του, κοντά στην Παναγία Ερειθιανή του Βροντάδου στην παραλία του Βελονά, όπου βρίσκονταν  το ελαιοτριβείο του μπάρμπα Αναστάση, Αυτή την εποχή το λουτρουβειό του ήταν στο αποκορύφωμα της δουλειάς. Τα παιδιά του μπάρμπα Αναστάση, αν και είχαν λαμπρές σπουδές και πρόκοβαν στη ζωή, βρίσκονταν εκεί, καθώς τα χέρια ήταν αναγκαία στην σκληρή και απαιτητική εργασία. Όλοι τους αντιλαμβανόντουσαν ως τιμητικό χρέος τη δουλειά σε αυτό που τους είχε θρέψει και σπουδάσει, χωρίς να λογαριάζουν ούτε τη μούργα που τους λέρωνε, ούτε τη σωματική κόπωση.

            Η εμφάνιση ενός άρχοντα όπως του Ανδρεάδη, μέσα στην πυράδα της δουλειάς,ξάφνιασε. Ο μπάρμπα Τάσος, σηκώθηκε από το γραφείο του που μετρούσε οξύτητες και  οκάδες. Πλησίασε τον επισκέπτη του και, αφού τον καλημέρησε και τον καλωσόρισε τον ρώτησε «΄Ηντα γυρεύεις στο λουτρουβειό, κυρ Δημητρό;».

-Μπάρμπα Τάσο, θέλω τον γιο σου τον Κωστή! Τον έχω ανάγκη στα γρήγορα για ένα βαπόρι,  να πάει καπετάνιος!Ο  πατέρας μου, μαζί με τον αδελφό μου τον Γιώργη, πήρανε ένα βαπόρι με ατμομηχανή σιδερένιο.Το πρώτο που θα έλθει στον τόπο μας!Και ο Καπετά Κωστής είναι από τους λίγους που ξέρουν τις μηχανές και τα πανιά, για να το κουμαντάρει. Έχουμε και ένα καλό κοντράτο, για να μεταφέρει σιτάρι από τη Ρωσία, αλλά χρειάζομαι πλήρωμα και οι προθεσμίες με στενεύουν. Άστονε να'ρθει!

-Τι ΄α σου πω;Το λουτρουβείο δουλεύει ως τα μπούνια ακόμα, απάντησε λίγο σκεφτικός ο μπάρμπα Τάσος.΄Αμε μέσα που πολεμά και αρώτα τον!Σα θε, ας κάμει καλά εκείνος…

            Ο Δημήτρης πέρασε μέσα και βρήκε τον Κωστή να παλεύει με τα αδέλφια του, να στρίψει με μια πελώρια ξύλινη μανέλα το αδράχτι, που πίεζε στοιβαγμένες πετσέτες  με ελαιοπολτό για να βγάλουν το λάδι. Όλοι οι μύες των χεριών και του όμορφου προσώπου  του σφίγγονταν πάνω στο ζόρισμα, κάτι που τον έκανε να δείχνει στιβαρός και ατρόμητος. Ένας τέτοιος καπετάνιος χρειάζονταν στο βαπόρι τους.

            Όταν τέλειωσε, οι δυο άντρες χαιρετίστηκαν και πήγαν παράμερα σε ένα γραφείο και μίλησαν για κάμποση ώρα. Το μάτι του μπάρμπα Τάσου, όμως, έπιασε την χειραψία και το χτύπημα στον ώμο και κατάλαβε αμέσως.

-“Ε ήντα κάματε;Tα ΄βρατε;;

-Ναι πατέρα..Τα κανονίσαμε να πάω.Ο κυρ Δημήτρης με χρειάζεται! Την άλλη εβδομάδα μπαρκάρω! Σιδερένιο βαπόρι με μηχανή που 'α ρτει,να το πάρω από δω. Με ηλεκτρισμό και φώτα και ανέσεις! Μονάχα τού ΄πα να μ΄άφησει να κάμω πλήρωμα δικό μου. Θα πάρω ανθρώπους δικούς μας, εμπιστοσύνης.Καλά΄ναι πια! Να νετάρω από τα μπρίκια!

            Είχε προχωρήσει ο Δεκέμβρης και ανοιχτά του Βελονά αγέρωχα φουνταρισμένη η «Κατινίτσα»,κορδωνόταν όμοιος με αφροπλασμένος κύκνος, θαυμαζόμενη από τον κόσμο, που συγκεντρωμένος κατευόδωνε στο μακρινό ταξίδι. Η θάλασσα εκείνη τη μέρα παραπλανούσε με την υποκρισία της, δελεαστική, γαλήνια, φτιασιδωμένη, λαμποκοπώντας σε ήρεμα αργυρά νερά. Σκέπαζε η αχόρταγη την απονιά της και την σκληράδα της, από όσους έκλεβε για μήνες να παραδέρνουν πάνω της για το πικρό ψωμί   Μπαούλα φόρτωναν στις βάρκες γεμάτα με τα προικιά της θάλασσας για τους ναυτικούς, να έχουν στο βαπόρι τα χρειαζούμενα. Δεκαεφτά διαλεχτά παληκάρια από το ναυτοχώρι είχε μαζέψει ο καπτά Κωστής, για πλήρωμα. Κάποια αμούστακα παιδιά πρωτόμπαρκα και κάποιους παλιούς  συντρόφους που όργωναν ριψοκίνδυνα τα κύματα από χρόνια. Μαζεμένες φτωχές μανάδες και ανήλικα παιδιά στο ακρογυάλι, με αγκαλιές και δάκρυα  αντικαθιστούσαν τα γλυκά λόγια, την άχαρη ώρα του αποχωρισμού, με το μυαλό να απωθεί το αιχμηρό φόβο να μην είναι η στερνή φορά. Καθησυχαστικά λόγια από τους άντρες, που έμεναν πίσω, να μην έχουν έννοια για τα γυναικόπαιδα και το σπίτι που άφηναν πίσω οι ναυτικοί. Σφιχτός κόμπος έσφιγγε στα σωθικά, τα αναγκαστικά χαμόγελα που κρύβονταν κάτω από τις στριφτές μουστάκες, του καπτά Κωστή, όταν παρέδιδε στον κόρφο της γυναίκας του Μαρίας τον τρίχρονο γιο  του."Άμε στο καλό. Καλό ταξίδι!» ακούστηκε ο μπάρμπα Τάσος, όταν ο γιος σήκωσε το πλατύ χέρι του για τελευταίο χαιρετισμό μέσα στη βάρκα που λαμνοκοπούσε προς την υπήνεμη πλευρά του βαποριού  και δυο ρυτίδες έσκαψαν το μέτωπο του, καθώς τη σιωπή την έκοβαν αναφιλητά.

                        Όταν ο ήλιος έπεσε, η "Κατινίτσα" άρχισε να βιράρει τις άγκυρες και αργοπλέοντας, χαιρέτισε με ένα ατελείωτο συριγμό που αντιλαλούσε στους βράχους του περήφανου Βροντάδου, καθώς χάνονταν βορεινά στον ορίζοντα.

            Ο κ  Χόμπς σχεδόν πετάχτηκε από το ξύλινο γραφείο του όταν διάβασε το τηλεγράφημα που του άφησε κυνικά η γραμματέας του.

-Είναι από τους ιδιοκτήτες  είπε καθώς έβγαινε

"8 Feb.ΚΑΤΙΝΙΤΖΑ left Novorossisk Jan 26 for Italy .Up to date has not passsed Constantinople, neither have we any news".

            Βγήκε και ζήτησε από τη γραμματέα να βρεί τον πράκτορά τους στην Κωνσταντινούπολη αμέσως, για  να τους ενημερώσει για ό,τι νέο υπήρχε σχετικό με το βαπόρι. Το πρακτορείο Reuters, στις 2 Φεβρουαρίου, είχε μεταδώσει πως στην περιοχή της βορειοανατολικής Μαύρης θάλασσας μια χιονοθύελλα είχε ξεσπάσει με σφοδρότητα, έχοντας κάνει αρκετά πλοία να εξωκείλουν. Ο Χόμπς αύξησε εκείνη την ημέρα τα τσιγάρα που κάπνιζε και σκυθρώπιαζε εύκολα, πηγαινορχόμενος στο ευρύχωρο γραφείο του μουρμουρίζοντας. ΄Ηταν ατζέντης και ενδιαφέρονταν για το Κατινίτσα, που είχε ασφαλίσει το σκαρί του για τρεις χιλιάδες χρυσές λίρες Αγγλίας από τους Ανδρεάδηδες.

            Την επόμενη μέρα, 9 Φεβρουαρίου, η απάντηση από την Κωνσταντινούπολη ήλθε μονοκόμματη  και τελεσίδικη, μέσα σε τρεις λέξεις. "ΚΑΤΙΝΙΤΖΑ not Passed".Έβαλε το ολόμαλλο πανωφόρι του και το καπέλο του έφυγε βιαστικά για το Κόρνχιλ, στην έδρα που βρίσκονταν το μέγαρο των Lloyds στο Λονδίνο. Στις 15 του Φλεβάρη και, καθώς είχαν περάσει 14 μέρες από το απόπλου από το Νοβοροσίσκ, οι Lloyds, ελέγχοντας πληροφορίες και ντοκουμέντα ανακήρυξαν το πλοίο σε άγνοια.

            Ένας καπετάνιος Ρώσος κατέπλευσε τσακισμένος από τη θύελλα με το καράβι του στο Βατούμ, στις 2 του Φλεβάρη. Είχαν αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη λίγες μέρες νωρίτερα. Ανέφερε στις λιμενικές αρχές ότι στις 28 του Ιανουαρίου, στις 6.45 το πρωί, καμιά εκατοστή μίλια έξω από την Πόλη, ο αξιωματικός βάρδιας τον κάλεσε επειγόντως στη γέφυρα. Μπροστά τους, μέσα στη θύελλα, ένα ατμόπλοιο μάχονταν να κρατηθεί σε μια πορεία που, όμως, τους έφερνε κατά πάνω τους, χωρίς να φαίνεται ελιγμός διαφυγής από την επερχόμενη σύγκρουση. Φαίνονταν να είναι εν κινήσει, αφού από τη τσιμινιέρα που έφερε δυο λευκά δαχτυλίδια, διακρίνονταν να βγαίνει λίγος μαύρος καπνός . Δεν μπορούσαν όμως να διακρίνουν κανέναν πάνω του. Τα κύματα με μανία χτυπούν την απελπισμένη Κατινίτσα που παλεύει και αγωνίζεται. Στις 7.10 μέσα σε ένα θαμπό φως ένα μίλι τους χώριζε, όταν το απροσπέλαστο πεπρωμένο επέβαλε αδιαπραγμάτευτα την απόφαση του με απάθεια, κόβοντας την κλωστή της μοίρας. Το άμοιρο βαπόρι νικημένο, απότομα γυρνάει πορεία που φέρνει την πάντα του πάνω στον καιρό. Σε μια φοβερή στιγμή, γιγάντια κύματα επανέρχονται εκδικητικά στη λεία τους, ανελέητα το πλήττουν κατά μήκος, το κουκουλώνουν, μπατάρει και καταποντίζεται μονομιάς, στο βυθό αύτανδρο μέσα σε μια αδηφάγα δίνη. Μαρμαρωμένος ο Ρώσος καπετάνιος, δεν είδε να αναδύεται τίποτα. Η "Κατινίτσα" αβοήθητη  εχάθη στα μαύρα νερά.

            Αέρας έτρεξαν από τον Εύξεινο Πόντο τα οικτρά νέα ,να συντρίψουν την αγνότητα της ζωής του θαλασσόπληκτου χωριού. Στην αρχή ως απέλπιδα υποψία και μετά ως αβάστακτη βεβαιότητα, πέτρωσαν τις ζωές απρόσμενα, από το μαχαίρωμα της είδησης.  Μαυροφόρεσε απαρηγόρητος ο Βροντάδος για τα παιδιά του. Αγαθοί και πολύμοχθοι οι άνθρωποι βίωναν στα μολυβένια σωθικά τον απότομο χωρισμό του θανάτου ως ξεριζωμό. Μόνο η μνήμη σιωπηλά ψηλαφούσε τις γλυκές μορφές. ΄Απιαστες όμως, αμετάκλητα απόμακρες στις αισθήσεις, όπως η σκιά, υποταγμένες στο απροσμάχητο μοιραίο, αντηχούσαν μόνο ματαίωση εγκλωβισμένη σε μια φωτογραφία  Μοιρολόγησαν γοερά με μέγα θρήνο τους πατέρες και γιους που άφησαν στην γυμνή  ορφάνια φαρμακωμένες γυναίκες και απροστάτευτα παιδιά να ζουν οριστικά με την απουσία. Σπαρακτική βουή και ουρανομήκης ολοφυρμός, σηκώθηκε από το oδυρόμενο ναυτοχώρι για τις αθώες ψυχές. Βλέπεις, στην κυκλική στροφορμή της ζωής του μικρού τόπου,  η Ραχήλ έπρεπε  ξανά και ξανά να θρηνεί πικρά τα χαμένα  τέκνα της.

            Και η θάλασσα στην έρημη πια ακτή, που σαβάνωσε με αφρούς τόσα και τόσα κορμιά και ξέσκισε ματώνοντας τόσες καρδιές, άδικη, άπιστη, άσπλαχνη, φθονερή, με ψεύτικο δάκρυ, παίζει μαζί του με ελαφρύ παφλασμό, η αχόρταγη μάγισσα. Κάμνει τάχατες πως λυπάται στο αλμυρό ακρογυάλι η υποκρίτρια!

Αχ, θάλασσα- θάλασσα, κάνεις πως δεν ξέρεις...

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Πρόκειται για αληθινή ιστορία, που άκουγα σκόρπια στην οικογένεια μου. Άκουγα λοιπόν, τον παππού μου να λέει πως ορφάνεψε τριών χρόνων, αφότου έχασε τον πατέρα του σε ναυάγιο στην Μαύρη θάλασσα. Να μας λέει για τα νέα που ήρθαν εβδομάδες μετά στο χωριό τους και για τον ένα επιζώντα, που από τύχη δεν μπήκε στο πλοίο την τελευταία στιγμή. Και μετά βρήκα την φωτογραφία που επισυνάπτω, που ήταν η μόνη που έβγαλε το πλήρωμα και πρόλαβαν να στείλουν πριν το ναυάγιο στη Χίο (ο καπετάν Κωστής του διηγήματος, που ήταν ο προππάπους μου, είναι εμφανής). Έκανα έρευνα σε τοπικές εφημερίδες και αρχεία των Loyd's στο Λονδίνο και βρήκα πολλά στοιχεία για να συνθέσω το πάζλ και να αφηγηθώ την ιστορία, όχι για να συγκριθώ με την περίφημη γενιά της στροφής του 1930 ούτε για να πρωτοτυπήσω θεματικά, αλλά για να διασώσω ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της οικογένειας μου, μια μνήμη.

 

 

 

Σχετικά Άρθρα