
Η Κατερίνα Αντωνιάδου έρχεται σε έναν γνώριμο γι’αυτήν τόπο, για να παρουσιάσει τη θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» την οποία έγραψε η ίδια και σκηνοθέτησε ο Γιώργος Αρμένης, με τους δύο τους να πρωταγωνιστούν και επί της σκηνής.
Αυτό το Σάββατο στις 9.15 το βράδυ στο θέατρο «Καστρομηνά» σε μια και μόνο παράσταση ανεβαίνει το συγκεκριμένο έργο, το οποίο για δύο χρόνια παίζεται στην Αθήνα, ενώ παράλληλα περιοδεύει και στην περιφέρεια.
Η Κατερίνα Αντωνιάδου ξέρει τη Χίο πολύ καλά μιας και έξι χρόνια έζησε στο νησί μας σπουδάζοντας στο τμήμα μηχανικών οικονομίας και διοίκησης, έχοντας πάρει το πτυχίο της το οποίο όμως δεν χρησιμοποίησε επαγγελματικά, αφού την κέρδισε το θέατρο.
«Ήμουν έτοιμη να μπω για μεταπτυχιακό στην Αθήνα και μπήκα στη δραματική σχολή», ανέφερε σε συνέντευξή της στο Ράδιο «Α» διευκρινίζοντας ότι το «μικρόβιο» της ηθοποιίας το είχε από μικρή, όμως αποφάσισε να το κάνει επάγγελμα σπουδάζοντας στη σχολή του Γ. Αρμένη.
«Αυτό που με παρακίνησε είναι ότι περνάει ο χρόνος και δεν κάνω αυτό που θέλω και άμα δεν το κάνω τώρα είπα τότε δεν θα το κάνω ποτέ», συνέχισε η Κατερίνα Αντωνιάδου
Το συγκεκριμένο έργο το έγραψε πριν ξεσπάσει ο κορονοϊός.
«Μέχρι τότε δεν είχα καμία επαφή με την άνοια. Ήθελα να γράψω ένα έργο για έναν πατέρα και μία κόρη», εξηγεί σημειώνοντας ότι το έργο δεν εστιάζει στην άνοια αλλά στη δυσλειτουργία της σχέσης μεταξύ πατέρα και κόρης, η οποίας έχει και εκείνη μια μορφή ψυχικής ασθένειας.
Σύμφωνα με την υπόθεση «ένας πατέρας με άνοια και η υστερική κόρη του, προσπαθούν μάταια να επικοινωνήσουν. Ο καθένας μέσα από την δική του διαταραχή, πάλλεται μέσα του, αναζητώντας την προσωπική του λύτρωση.
Η κόρη έχει αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον πατέρα της. Τον επισκέπτεται καθημερινά, τον φροντίζει, έχει την απόλυτη ευθύνη του. Έχει παραμερίσει εντελώς την ζωή της. Αυτή η μέρα που εξελίσσεται, είναι και η μέρα έξαρσης του πατέρα. Δεν την αναγνωρίζει. Ο ίδιος, προσκολλημένος σε ένα σταματημένο ρολόι, περιορίζεται σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αρνούμενος πεισματικά την αλήθεια. Αρνείται τα παιδιά του, αρνείται την δουλειά που υπηρέτησε, αρνείται την ανικανότητά του να αυτοεξυπηρετηθεί.
Παρά τις υστερικές πιέσεις που δέχεται από την κόρη του, φαίνεται να υπεκφεύγει συνεχώς από την πραγματικότητα – ή τουλάχιστον έτσι σκέφτεται το μπερδεμένο μυαλό της κόρης.
Μην μπορώντας κι αυτή να επικοινωνήσει με την νέα πραγματικότητα, χάνεται. Ανίκανη πλέον να διαχειριστεί και την προ πολλού, κατεστραμμένη σχέση με τον πατέρα της, αλλά κυρίως την σχέση της με τον εαυτό της, μπερδεύεται. Μπερδεύεται και κατηγορεί. Φτάνει στο σημείο να αμφισβητήσει την άνοια του πατέρα της, τρομοκρατώντας τον και φωνάζοντάς του “Δεν σε πιστεύω! Ένα παιχνίδι είναι αυτό που κάνεις”! Πάντα μέσα από την θέση του θύματος, προσκολλημένη στο παρελθόν της, το άμεσα εμπλεκόμενο με τον πατέρα της, το αναπολεί, πυροδοτώντας μνήμες άγριες και τον παρασέρνει σε έναν βίαιο χορό αισθήσεων και παραισθήσεων.
Η επικοινωνία είναι ένα χαμένο παιχνίδι. Η κατανόηση και από τις δύο πλευρές ανύπαρκτη και το εγώ του κάθε ήρωα είναι τόσο μεγάλο, που δεν αφήνει περιθώρια να δούνε πέρα από τη μύτη τους. Η άνοια και η υστερία προχωρούν, ασφυκτικά δεμένες, με άρρωστα βήματα, που τα μισά τρεκλίζουν προς αριστερά και τα άλλα μισά προς τα δεξιά. Προορισμός δεν υπάρχει. Πάνε και οι δυο, όπου φυσάει ο άνεμος. Ένα απόγευμα. Μια παραληρηματική ημέρα, που η κάθε επόμενη μέρα, έπεται μιας άλλης, που τίποτα δεν αλλάζει.
Πάντα μέσα από ένα χιούμορ, πάντα μέσα από ένα γέλιο, πάντα μέσα από έναν κλαυσίγελο, ένα απόγευμα, πατέρας και κόρη συναντιούνται και κοιτάζονται με βλέφαρα κλεισμένα.»