
Η αποτυχία τής εκστρατείας τών Ελλήνων στη Χίο, το 1822, δημιούργησε τραγικές συνέπειες: δηώσεις και σφαγές χιλιάδων κατοίκων στην πόλη και στα χωριά τού νησιού από μαινόμενους και άγριους Τούρκους, οικονομική εξαθλίωση και προσφυγοποίηση μεγάλου τμήματος τού πληθυσμού. Πολλοί εκπατρισμένοι Χιώτες ζήτησαν καταφύγιο σε διάφορα νησιά τού Αιγαίου ενώ άλλοι στην Πελοπόννησο. Η προσφυγιά ήταν γι’ αυτούς -όπως και για πολλούς σημερινούς, οικονομικούς είτε πολεμικούς, πρόσφυγες- τραγική δοκιμασία, εφόσον αντιμετώπιζαν σε καθημερινή βάση το φάσμα της πείνας αλλά και την ανθρώπινη σκληρότητα και κοινωνική απόρριψη.
Εικόνα αυτών τών σκληρών δοκιμασιών αποτυπώνει η παραστατική και γνήσια λαϊκή αφήγηση ενός μικρού Χιώτη πρόσφυγα, τού Σταμάτη Σέρμπου. Εκπλήσσει τον αναγνώστη η παγερή απάθεια και εκμεταλλευτική διάθεση τών ενηλίκων, οι οποίοι μάλιστα είναι και ομοεθνείς τού μικρού ήρωα, απέναντι στον πόνο και το δράμα ενός ορφανού και απροστάτευτου παιδιού. Όπως επίσης εκπλήσσει θετικά το ενδιαφέρον της μουσουλμανίδας γριάς να νοιαστεί και να ευσπλαχνισθεί έναν «εχθρό» και ταυτόχρονα αλλόδοξο!
Η φυγή
Εγώ δε μετά της φαμελίας μας εφύγαμεν από τα όπισθεν μέρη τής Χίου (από τα Κόκκινα) χωρίς να απαντήσωμεν καμμίαν αντίστασιν και επεράσαμεν εις τα Ψαρά, καθώς και άλλοι πολλοί. Χωρίς όμως να πάρωμεν κανέν από τα οικιακά μας πράγματα, αφού απέρασεν η φαμέλια μας όλη εις τα Ψαρά, εκαθήσαμεν μόνον εις τα Ψαρά ολίγας ημέρας και έπειτα εβαρκαρίσθημεν εις εν βρίκιον Ψαριανόν και επλεύσαμεν δια Κόρινθον και εξεβαρκαρίσθημεν εις ταις Κεχριές και ανέβημεν εις την Κόρινθον όπου ήτο τότε η πρώτη συστηθείσα προσωρινή διοίκησις των Ελλήνων, και περιεθάλπτημεν τότε παρά της διοικήσεως, καθότι μάς εμοίραζαν δια μερικάς ημέρας από μίαν μερίδαν άρτου εκάστης ψυχής. Τούτο εγένετο εις όλας τάς φαμελίας όπου ήλθον τότε από Χίον, Αϊβαλί και άλλα τοιαύτα μέρη τής Στερεάς Ελλάδος κατατρεγμένας φαμελίας.
Εις αυτό το ολίγο διάστημα τής διαμονής μου εις Κόρινθον εμβήκα εις εν αυθεντικόν μπακάλη Παναγιώτης Βλάχος ονομαζόμενος και ήμουν πολλά ηγαπημένος παρ’ αυτού δια την υπακοήν μου και εμπειρίαν μου. Αλλά μετά 40 ημερών μετέβη η διοίκησις εις Άργος. Αναχώρησεν και η φαμελιά μας εις Άργος, ομού και εγώ.
Περιπλάνηση στο Μοριά
Ερχαμένη η φαμέλια μας εις Άργος ασθενήσαμεν όλοι από επιδημιακήν αστένεια και ενώ είμεθα δέκα ψυχαί συνιστάμεναι από 5 αγόρια και 3 κορίτσια και οι γονείς μας, δεν ήτο κανείς εξ ημών υγιής δια να περιθάλψη τούς άλλους. Τέλος, μετ’ ολίγας ημέρας ανάλαβα εγώ και ο μεγαλύτερος αδελφός Κωσταντής και η μεγαλύτερή μου αδελφή Αργυρή, οίτινες προσπαθούσαμεν να προμηθεύσωμεν τα προς του ζην εις τους άλλους, ώστε επηγαίναμεν και μαζώναμεν χόρτον και το επουλούσαμεν και με αυτά τα μέσα οικονομούμεθα.
Αλλά κατά τον Ιούνιον μήνα τού έτους 1822 περί τα τέλη τού Ιουνίου ήλθαν ειδήσεις ότι εμβήκεν από τα μεγάλα δερβένια τής Πελοποννήσου ο Τράμπαλης με 40 περίπου χιλιάδες στρατιών εξ ων 25 χιλιάδες καβαλαρία και 15 πεζικόν, και φθάνοντας εις την Κόρινθον αμέσως οι στρατιώται όπου εφύλαττον τήν Ακρόπολιν τής Κορίνθου άφησαν το φρούριον και έφυγαν και οι Τούρκοι την εκυρίευσαν χωρίς καμμίαν εναντίωσιν. Ο δε λαός τού Άργους απερνούσαν εις τα δύσβατα μέρη τής Πελοποννήσου, δηλαδή εις Τζακωνιές, εις τας νήσους και αλλού. Εγώ και η φαμελιά μας εκατέβημεν κάτω εις τους Μύλους, όλοι σχεδόν άρρωστοι εκτός ημείς οι τρεις όπου είχαμεν αναλάβει.
Εις τους Μύλους λοιπόν όπου κατέβημεν είμεθα επί ξύλου κρεμάμενοι, χωρίς χρήματα, χωρίς ενδύματα αναγκαία και χωρίς τίποτις άλλο. Και τελευταίον χωρίς να δυνάμεθα να περιπατήσωμεν να πάμε και ημείς εις εκείνα τα μέρη όπου επήγαιναν και άλλοι να γλυτώσουν από την αιχμαλωσίαν τών Τουρκών. Ο αδελφός μου λοιπόν ο μεγαλύτερος ο Κωσταντής βλέπων τήν απελπισίαν απεφάσισεν και έδωκεν κάτι όπου είχεν και εμβαρκαρίσθην εις εν πλοιάριον δια ταις Πέτζαις. Εγώ δε περιφερόμενος εις τους Μύλους με ηύρεν ένας Μανιάτης όστις με εγνώριζεν από την Χίον όπου ήτον χαλβατζής, και μου επαράστησεν ότι οι Τούρκοι θα σκλαβώσουν όλην την Πελοπόννησον και μόνον η Μάνη θα γλυτώση δια τον δύσβατόν της τόπον. Τέλος με κατέπεισεν και εμένα δια να πάγω με αυτόν εις την Μάνην.
Αποφάσισα λοιπόν να αφήσω τους γονείς μου εκεί κοιταμένους και να πάγω με αυτόν δια να γλυτώσω. Επήγα λοιπόν εκεί όπου ήτον ο πατέρας μου και η μητέρα μου και τα αδέλφια μου και εφίλησα τας χείρας τών γονέων μου και αναχώρησα μετά πολλών δακρύων εκατέρωθεν και εξ εκείνης της ώρας δεν είδον πλέον τους γονείς μου διότι απόθανον.

Πολιορκία Τριπολιτσάς 23 Σεπτεμβρίου 1821
Εγώ δε ηκολούθησα τον Μανιάτην έως εις τον Αχλαδόκαμπον όπου κείται εις τον ήμισυ δρόμον της Τριπολιτζάς και εκουράσθηκα ώστε δεν εδυνάμην πλέον να περιπατώ και με άφησαν εις αυτό το χωριό του Αχλαδοκάμπου και αυτός αναχώρησεν δια Τριπολιτζά. Διέτριψον εις τον Αχλαδόκαμπον 4 ημέρας και ετρεφόμην από τα σπίτια τού χωριού. Μετά τας 4 ημέρας ήλθεν ο Κολοκοτρώνης από τας Πάτρας με αρκετά στρατεύματα και εστρατοπέδευσε από όλην την Πελοπόννησον δια να κατέβη να πιάση το Άργος……………
Περιφερόμενος εκείθεν με εζήτησεν ένας αξιωματικός τού Γιατράκου από χωρίον Λογκανίκον, τούνομα Παναγιώτης, δια να πάγω με αυτόν να τον υπηρετώ καθώς και τον ηκολούθησα. Ήλθαμεν εις Άργος περί τας 20 Ιουλίου το οποίον ηύρομεν άδειον από κατοίκους, ούτε στρατεύματα τουρκικά είχαν έλθη ακόμη εις Άργος αλλά εις αυτάς τας ημέρας εσυνάζοντο αφ’ όλα τα μέρη τής Πελοποννήσου τα Ελληνικά στρατεύματα εις το Άργος, Κεφαλάρι και Μύλους. Μετά παρέλευσιν δε 4 ημερών αφού επήγαμεν εις το Άργος ήλθαν πλέον τα πολλά στρατεύματα τών Τουρκών δια να κυριεύσουν και το Άργος, καθότι αρχήτερα ήρχουντον ολίγοι και επήγαινον εις Ναύπλιον οπού ήτον ακόμα Τούρκοι. Αφού εσυνάχθησαν αρκετοί Τούρκοι έξω του Άργους, συνεκρότησαν εν μικρόν πόλεμον οι Τούρκοι με τους (Ρομ.) Έλληνας έξω εις τα περιβόλια τού Άργους έως το εσπέρας. Το εσπέρας οι Έλληνες ετραβήχθησαν όλοι απάνω εις το Κάστρο τού Άργους, ήλθα και εγώ μέσα εις το Κάστρο Άργους με τον καπετάνιο μου, την δε άλλην ημέραν επολέμησαν εις τους πρόποδες τού φρουρίου, και την επιούσαν, αφού μας στενοχώρησαν οι Τούρκοι, με έβγαλεν εμέ με άλλους 3 στρατιώτας ο καπετάνιος μου και μας έστειλεν εις το χωριό του με τινα λάφυρα.
Εις αυτήν την έξοδό μας, μας εκυνήγησαν τρεις Τούρκοι ιππείς οίτινες και επλησίασαν να μας πιάσουν ώστε οπού οι στρατιώται οπού μαζί μου έρριψαν τα φορτία τα λάφυρα οπού είχαν και εκαβάλησαν και έφυγαν, εγώ δε μη έχων τι ποιητέον ανέβην εις εν βουνόν πολλά δύσβατον και εκεί ευρέθησαν τινές στρατιώται και αντιπαρατάχθησαν με τους Τούρκους και με εγλύτωσαν. Τότε εγύρισαν πάλι εκείνοι οι στρατιώται οι εδικοί μας και επήραν και τα λάφυρά των και εμένα. Οπού να με παν εις του πατρός τού καπετάνιου μου, περιπατούσα λοιπόν ημέρας 3 δια να πάμε εις τον Λογκανίκον και ήμουν ξυπόλυτος με τα νύχια επειδή εκεί όπου έτρεχα να γλυτώσω από τους Τούρκους, έβγαλα τα παπούτσια μου δια να τρέχω καλύτερα, ώστε εις εκείνους τους δυσβάτους τόπους όπου περιπατούσαμεν, ήμουν ξυπόλυτος και είχαν τρυπήσει τα ποδάρια μου και έτρεχαν αίμα και η καύσις τών πετρών έψεναν ταις πληγές τών ποδαριών μου. Μόλις εις ένα χωριό με ελυπήθη ένας χωριγός και μου έκαμεν ένα ζευγάρι τζαρούχια από πετζί και τοιουτοτρόπως εδυνήθην να ακολουθήσω και δια την άλλην ημέραν……
Τέλος εφθάσαμεν εις το χωρίο του Λογκανίκου. Με επήγαν εις το σπίτι τού αφεντικού μου και με μεταχειρίστηκαν να τους υπηρετώ,να τους κουβαλώ ξύλα από τον λόγκον, να μαζώνω χόρτα δια τα ζώα των από τους κάμπους και να ποτίζω τα αραποσίτια των εις τον κάμπον. Από αυτήν λοιπόν την κακοπάθειαν και κακοφαγίαν ασθένησα με θέρμη, πλην δεν απηλλάχθην από τας ρηθείσας υπηρεσίας, αλλά η θέρμη με κτυπούσε και εγώ ενίοτε έκοπτα ξύλα θερμαινόμενος, και άλλοτε επότιζα, και άλλοτε χόρτον εμάζωνα, ενί λόγω οι κύριοί μου δεν ήθελον να ηξέρουν τι άλλο ή μη όσον ζω, η δουλειά των να γίνεται, και αν κατά δυστυχίαν καμμία ημέρα επήγαινα ολίγον χόρτον δια το άλογον, ή ολίγα ξύλα, μου έδιδαν ολίγον να φάγω και ύβριτας πάμπολλας.
Αφού λοιπόν δεν επεριθάλπτην από την θέρμην, με εγύρισεν λοιμικήν και ενώ είχον άπειρον καύσιν με σηκώνει ο αφεντικός μου και με στέλνει εις εν συμπέθερόν του μακράν 2 ½ ώρες από το χωριό μας, δια να μου δώση εν φορτίον άχυρον. Πηγαινάμενος λοιπόν κατέβην από το ζώον και ευθύς έρχεται ένα σκυλί και με δάγκωσεν εις το μερί και έκαμα ένα χρόνον, να ιατρευτώ. Μόλα ταύτα ο εκεί οίκος δεσπότης, ήτοι ο συμπέθερός των, ήτον τόσον απάνθρωπος οπού αφού έτρεχε το αίμα από τα βρακιά μου δεν εστάθη τρόπος να μου το δέση με ένα πανί αλλά μου έδωσεν το άχυρον, επήγα εις τον αυθεντικόν μου, χωρίς όμως να αιστάνομαι από την πολλήν καύσιν. Φθάσας λοιπόν εις το σπίτι τού αυθεντικού μου με ερωτεί τι μου είπεν ο συμπέθερός του και εγώ παραλογών από την καύσιν τού έλεγα άλλα των άλλων, αυτός δε οργισθείς εναντίον μου ήρχισεν να με υβρίζη. Ένας χωριγός γείτονάς του ευρέθη εκεί και κάτι του είπεν και εμετρίασεν την οργήν του και έδωσεν μία καπότα και επλάγιασα μέσα εις το αχούρι των αλόγων χωρίς καμμίαν επίσκεψιν, και αφού εβάρυνα πολύ ώστε οπού ήμουν δια θάνατον με ανέβασεν επάνω εις το σπίτι οπού ήτο ζεστώτερα, ή ίσως να μη αποθάνω εις το αχούρι και κατηγορηθούν κατά τούτο.
Εις αυτήν λοιπόν την περίστασιν τής αστένειας μου επέρασαν περίπου 15 ημέρας χωρίς να αισθάνωμαι αν ζω ή όχι, ούτε ενθυμούμαι διόλου πώς πέρασα, τούτο μόνον ενθυμούμαι:εξύπνησα και είδον οπού έτρωγαν φακή, και εζήτησα και εγώ και μου έδωσαν και εμένα ένα τζανάκι και εκείνο με ανέζησεν. Αφού λοιπόν αρχίνησα κάτι να ζητώ δια να τρώγω, την φακή μόνον έφαγα μαγειρευτό φαγί, και έπειτα από εκείνο το λειψό ψωμί και το αραποσίτικον χωρίς τίποτε άλλο. Μέσα λοιπόν σ’ αυτές τις δυστυχίες είχα και ψείρες τόσες πολλές όπου η καπότα οπού εκοιμώμουν ενώ ήτον μαύρη ήλθεν και άσπρισε ώστε όπου καταντούσαν να με φάγουν ζωντανόν.
Μια ημέρα με είδεν μία γραία γυναίκα τούρκα κατά την θρησκείαν, την οποίαν είχον ως αιχμάλωτη εκεί, αυτή λοιπόν με εσπλαχνίσθην και μου είπεν δια να με γδύση και να μου πάρη όλα τα φορέματα να μου τα ζεματίση, αλλ’ αφού έβγαλα όσα φορούσα δεν είχον πλέον τι να φορέσω και εμβήκα μέσα εις εν χωράφι, έως ότου να ζεματισθούν και να στεγνώσουν να τα φορέσω. Και αφού εστέγνωσαν τα φορέματά μου ο αυθεντικός μου δεν ήθελε να μου δώση την καπότα να κοιμούμαι δια να μην την ψειριάσω πάλιν, αλλά εκοιμώμουν μέσα εις το χωράφι. Ένεκα τούτου λοιπόν φαίνεται ότι εκρύωσα και έβγαλα εις το δεξιόν πόδι ένα κρύον όπου έγινα ανίκανος μήτε πλέον να δουλεύσω, μήτε να περιπατήσω και εβιάσθην ο κύριός μου να με διώξη. Εγώ μ’ όλα ταύτα και πριν μου ειπή αυτός τίποτις τού επρόλαβα εγώ λέγοντάς του, ότι επειδή και απεκατέστην ανίκανος πλέον δια να σας υπηρετώ δια τούτο αναγκάζομαι να κατέβω εις Τριπολιτζά ίσως εύρω τούς συγγενείς μου να με ιατρεύσουν, και ούτως με άφησαν,πλην τους εζήτησα 5 γρόσια δια να φάγω ψωμί εις τον δρόμον αλλά με είπεν, ότι όταν πεινάς διακονεύεις και ζης. Αναχωρών λοιπόν εκείθεν ηρχόμην δια Τριπολιτζά, και ενώ είναι μόνο 12 ώρες δρόμος εγώ κουτζός ων και μη γνωρίζων τους δρόμους καλά έκαμα 4 ημέρας και εις τον δρόμον τα τζομπανόπουλα εζητούσαν να με σκοτώσουν με ταις πέτρες νομίζων ότι είμαι Τουρκόπουλο, και με πολλά διαβάσματα αφού τους έλεγον με άφηνον.
Ερχάμενος εις Τριπολιτζά συγγενείς μου τινές δεν ηύρον αλλά με ευρήκεν μία γραία Χία ήτις με επήρεν εις το σπίτι της δια να μου ιατρεύση το πόδι μου καθώς και μου το εγιάτρευσεν, αλλά απερνώντας μου αυτό με ακολουθεί συγχρόνως μίαν κίνησιν εις είδος πιλώματα και ήτον αγιάτρευτο, ώστε οπού με επήγαινεν αίμα, και εις το σπίτι οπού ήταν η γραία εκείνη ζητούν να την διώξουν επειδή και εκατοικούσαν και άλλες φαμέλιες μέσα και εφοβούντο να μην κολλήσουν και τα παιδιά των, ώστε εβιάσθην η γραία να με κατεβάση κάτω εις το μαγαζί, το οποίον ήτον γεμάτο από κοπριές ανθρώπινες και των ζώων. Αφού έμεινον και εις εκείνο το μαγαζίον 3 ημέρες, εκείνη η καλή γραία έδωσεν λόγον εις εν επίτροπον τού νοσοκομείου τής Τριπολιτζάς και έρχεται και με σηκώνει μισοπεθαμένον και με πάγει εις το νοσοκομείον. Εκεί ανάπτων φωτιά μού έκαμεν εν γιατάκι πλησίον τής φωτιάς και με επισκέπτει ο ιατρός. Μου έδιδαν 8 ημέρες το νερόν του ριζιού, δηλαδή αφού έβραζεν το ρίζι το έστιβαν με εν πανί και εκείνο το νερόν τρώγων εις 8 ημέρας έγινα καλά.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας περί την 30 Νοεμβρίου 1823 ήλθεν είδησις εις Τριπολιτζά ότι εις το Ανάπλι εμβήκαν Ρομαίοι, και ότι ο Στάϊκος έκαμεν ρεσάλτο εις το Παλαμίδι. Αφού επέρασεν ολίγον διάστημα καιρού, ίσως κανένας μήνας, ήλθον εις Ναύπλιον και εμβήκα υπηρέτης με εν ταβαρνιάρη τούνομα Παναγιώτη Σαμπαζότη, με αυτόν εκάθησα σχεδόν 3 χρόνια όπου υπέφερα και αυτού αρκετά, και ασθενείας και άλλα πολλά δεινά.
(Λουκίας Δρούλια: « Παράλληλα στον Αγώνα του ’21». Ανάτυπο τού τόμου «Σταθμοί προς τη Νέα Ελληνική Κοινωνία», Αθήνα 1965, σελ. 81-118. Αποσπάσματα από τις σελ. 90-99).






































