
«Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια. Τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα. Σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου· όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει.» έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο «Αναφορά στον Γκρέκο»
Ο εφημέριος της Κάτω Παναγιάς Πυργίου, ο πολύτεκνος παπα-Αντώνης πιστεύει βαθιά στο Ευαγγελικό «Αιτείτε και δοθήσετε». Σήμερα, παραμονές της γιορτής του Σωτήρα, αποφάσισε να επαναφέρει το αρχαίο έθιμο ευλόγησης των σταφυλιών στην εκκλησία του και να που στάθηκε τυχερός! Με συνάντησε τυχαία έξω από το Νεκροταφείο και με παρρησία μου ζήτησε «καρπούς σταφυλής». «Αμέσως παπά μου!» του απαντώ και μεταβαίνω να σκαρφαλώσω την κληματαριά που έχω φυτέψει στο σχολείο από τις πρώιμες ποικιλίες «Ερυθρά Αττική» και «Κορινθιακή Σταφίδα». «Το πρώιμο το ευλογά ο Θεός, το όψιμο το βοηθά ο καιρός» όπως λέει κι ο γείτονας αμπελουργός καπτα-Μιχάλης Σαϊντάνης..! Ελπίζω να προλάβω να του συμπληρώσω και από το αμπέλι των Κάτω Φανών αλλά θέλει μανούβρα γιατί το έχω σκεπάσει πλήρως με δίχτυα. Τον καιρό της κλιματικής αλλαγής το αμπέλι στον υγροβιότοπο φαίνεται να ευημερεί με δίκτυ 40% σκίασης και, παράξενο, θάλλει ακόμα και με δίχτυ 90% σκίασης! Πρέπει! Γιατί οτιδήποτε δεν σκεπάζεται εκεί φορολογείται αγρίως από μια πολυποίκιλη πανίδα, ήδη μόλις ξεκινήσει ο περκασμός.
Φέτος είναι οψιμοχρονιά στον τρύγο. Βοήθησαν και τα πρώιμα μελτέμια. «Οι βοριάδες φέρνουν τα λεφτά» έλεγαν οι παλιοί περιβολάρηδες. Αμπέλια όμως δεν έχουμε! Να ευλογήσουν οι παπάδες σταφύλια! Ο αείμνηστος φιλόλογος Νίκος Τσικής-αύριο στη Βολισσό θα μιλήσει ο Δήμαρχος Γ. Μαλαφής για τον καθηγητή του- έγραφε:
«Και τα αμπέλια ευδοκιμούσαν στο Πυργί. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει το αμπέλι του. Έτρωγαν άφθονα σταφύλια κατά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο και έκαμναν και κρασί, το οποίο εκερνούσαν κυρίως στους επισκέπτες και φιλοξενούμενους, στις γιορτές και τα πανηγύρια».
Σήμερα την θέση των αμπελιών στους παραγωγικούς κάμπους της Λουράδας και του Γαλάτη πήραν τα πηξάρια που φυτεύονται σε πεδινά και επομένως πολύ γονιμότερα χωράφια. Οι Πυργούσοι έπαψαν να ασχολούνται με άλλες καλλιέργειες οι οποίες παλαιότερα ταλαιπωρούσαν δεινά τους γεωργούς. Το μαστίχι όχι μόνο ακριβοπληρώνεται αλλά έχει γίνει και η μόνη υπολογίσιμη πηγή χρηματικού εισοδήματος, ενώ παλαιότερα τέτοια πηγή αποτελούσαν-εκτός από τα πάλαι ποτέ περίφημα Πυργούσικα καπνά που μνημονεύει το δημοφιλές τραγούδι για τα προϊόντα και αγαθά ενός εκάστου Χιώτικου χωριού- τα αμύγδαλα και τα σύκα, τα σιτηρά και τα όσπρια, τα άχυρα και το λάδι και τα ξακουστά Πυργούσικα άσπρα μικρόσωμα φασολάκια, τα ντοματάκια και τα κρεμμύδια. Ουδέν μεμπτόν! Οι συνθήκες εργασίας των γεωργών μας βελτιώθηκαν αποφασιστικά. Ο χρόνος απασχόλησης περιορίστηκε. Η εργασία τους έγινε πολύ άνετη. Η αποδοτικότητά της αυξήθηκε αισθητά. Το οικονομικό αποτέλεσμα βελτιώθηκε. Στη θέση του μακρότατου παρελθόντος κτίσθηκε το νεωτερικό παρόν: Tα εξόριστα στα βουνά πηξάρια βαρέθηκαν να ζουν σε άγονους τόπους και να λιμοκτονούν. Πήραν τον κατήφορο και εγκαταστάθηκαν στα φιλόξενα σαλόνια και εκτοπίσανε τους παλιούς δικαιούχους. Στους κάμπους βρήκαν εύφορα εδάφη και γνώρισαν κι αυτά ότι από αρκετό καιρό γνώριζαν τα αμπέλια, το όργωμα δηλαδή, τη λίπανση και το κλάδεμα. Προσωπικά, έβαλα στοίχημα την διάσωση των ποικιλιών του παραδοσιακού Χιώτικου αμπελώνα και δεν θα μπορούσα να το κερδίσω αν δεν είχα την αμέριστη στήριξη με την μορφή της προσωρινής χορήγησης από τις ευγενείς Ολυμπούσενες κτητόρισσες Δέσποινα Σιδωράκη (συγχαρητήρια για την εισαγωγή της κόρης στη Φιλολογία Αθηνών!) και Τζούλια Σιδωράκη. Είναι κρίμα να χαθεί ένα γενετικό υλικό που θεωρείται ξακουσμένο στην ορεινή Νάξο από την οποία κατάγομαι: Ασπροχιώτικα, σταυροχιώτικα και αρκετές ποικιλίες φωκιανών, παλαιόθεν θεωρούνται από τους Αξώτες ότι μεταφέρθηκαν από τη Μυροβόλο.
Άξιος ο παπάς «που τον τρώνε οι δρόμοι» και πανάξιος ο Δεσπότης που θεωρεί έγκλημα καθοσιώσεως να αφήσει το πιο παραγωγικό σε μαστίχα και με τη μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση Μαστιχοχώρι με μία μόνο ενορία. Γιατί κάθε οργανική θέση εφημερίου που χάνεται στην αγροτική «βαθιά Ελλάδα» είναι τραύμα στην ψυχοκοινωνική ανθεκτικότητα. Και γιατί όλες οι Πυργούσενες και Πυργούσοι, πλουσιοπάροχα ακόμα παραγωγικοί στη Μαστιχοκαλλιέργεια, όσο θυμούνται, «μεγαλώσαμε με δύο ενορίες», όπως μου έλεγε χθες ο Πρόεδρος της κοινότητας, Δάσκαλος Κώστας Παπαδόπουλος.
«Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Πέρα Παναγιά, Δώθε Παναγιά» για να θυμηθούμε τη διαχρονική ατάκα από τον Ελληνικό κινηματογράφο. Στην ευάλωτη ελληνική περιφέρεια, όχι των «ψηφιακών εριφίων» του Προέδρου της Ε.Μ.Χ Γιώργου Τούμπου αλλά της πραγματικής αγροτικής παραγωγής, είναι εστίες κοινοτιστικής αυτοπεποίθησης . Κάποτε, όχι πολύ παλιά, επτά ενοριακοί ναοί υπήρχαν στο Πυργί: Της Κοιμήσεως, των Εισοδίων, της Αγίας Κυριακής, της Αγίας Παρασκευής, της Υπαπαντής, του Αγίου Γεωργίου στον Πορτανάτο και του Αγίου Στεφάνου, δέκα παπάδες, δύο διάκοι και αρκετοί ψάλτες, από τους οποίους μόνον τρεις ή τέσσερεις ήταν καλοί και επίσημοι, έμμισθοι όπως οι καλλικέλαδοι Γ. Μπενέτος, πατέρας του αγαπημένου παιδίατρου Νίκου Μπενέτου, Γ. Παντελάκης των Μουσικών τετραδίων και ο αντισυμβατικός «Κότσινος» Λαγούδης. Να σημειώσουμε, προκειμένου ιδιαίτερα για τον κλήρο ότι στο Πυργί συνέβαινε ότι με την υπόλοιπη αγροτική Ελλάδα: Ουδέποτε ίσχυσε το «ή Παπάς ή ζευγάς». Οι οικογένειές τους ασχολούνταν με τη γεωργία εξ ίσου εντατικά με τους άλλους Πυργούσους.
Δεν έχει απεδαφοποιηθεί η θρησκευτικότητα στα Μαστιχοχώρια, όπως κατά τη γνώμη μου και σε όλη τη Χίο. Οι Πυργούσοι - για να μνημονεύσουμε πάλι τον εγκρατή φιλόλογο Ν. Τσική - σέβονται και τηρούν με προσήλωση τα καθιερωμένα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας χωρίς να ενοχλούνται από τυχόν διαφορετικές απόψεις και πίστεις, χωρίς να επικρίνουν και να μισούν τους Καθολικούς ή τους Εβραίους…»







































