Τα μουσικά τετράδια του Γ. Παντελάκη από το Πυργί της Χίου

Ανιχνεύοντας μια ανθεκτική μορφή πολιτισμικής αντι-ηγεμονίας.
Δείτε τις Φωτογραφίες
Παρ, 30/12/2022 - 15:01

Η Χίος έχει δικαίωμα να καυχιέται για την πλουσιότατη παράδοσή της στον πολιτισμό. Το παρόν άρθρο είναι μια απόπειρα ιχνηλάτησης του μουσικού πολιτισμού της Νότιας Χίου που καταφέρνει να συμπεριλαμβάνει και να μην περιθωριοποιεί τα ταλέντα του. Κάποια από αυτά, θα επιχειρηματολογήσουμε, κατάφεραν να χειραφετηθούν καλλιτεχνικά ασκώντας αντιηγεμονικές στρατηγικές σε αντίξοο περιβάλλον. Ως πηγές χρησιμοποιούμε ανεκδοτολογικές μαρτυρίες υπερήλικων και τα ευρεθέντα μουσικά τετράδια του Γιάννη Παντελάκη, αγρότη και εκκλησιαστικού μουσικού στο Πυργί της Χίου με καλλιτεχνική επιτέλεση  από το 1926 μέχρι το 1976.

Πώς ένας αγρότης στα Μαστιχοχώρια της Χίου, πεθαμένος εδώ και πολλά χρόνια, κατορθώνει με το καλλιτεχνικό του έργο να προσφέρει σήμερα μια χειρολαβή ελπίδας; Mε ποια συνειδησιακά αποθέματα κατάφερε να παραμείνει ανθεκτικός στους μεγάλους και βίαιους κλυδωνισμούς της μετεμφυλιακής Ελλάδας; Πώς δημιούργησε ένα πολιτισμικό κεφάλαιο που εμπνέει και σήμερα τους ομοτέχνους του; Μπορεί να συνδέεται η βιογραφία, λειψή και αποσπασματική ενός αγρότη-μουσικού, όπως προβάλλει από την προφορική ιστορία, με τον εκδημοκρατισμό της ιστορίας και την ανάδυση υποκειμένων που είχαν αποκλειστεί από την ιστορική αφήγηση; Πώς η ανθρώπινη δράση ενός καλλιτέχνη αγρότη καταφέρνει να αποδομεί τα κυρίαρχα αλλά και υπεξούσια αφηγήματα;

Η συνταγή συγγραφικής επιτυχίας, προκειμένου να συμβάλλεις στο πεδίο της σύγχρονης Ιστορίας και να συγκινήσεις το κοινό  θέλει ad nauseam απαισιοδοξία, ενοχή, απειλή, ψυχοκοινωνικά τραύματα, απώλειες. Αν στον εικοστό αιώνα εκφράστηκαν με την μεγαλύτερη δυνατή ορμή οι προσδοκίες για το μέλλον, όπως γράφει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος,  η βιωμένη εμπειρία τις έχει μετατρέψει στο αντίθετό τους, στην σημερινή πάνδημη αβεβαιότητα. Δεν θα αναζητήσουμε στο success story ενός Χιώτη αγρότη-μουσικού τόσο μαθήματα ιστορίας, ηθικές επιταγές ή συναισθηματική τόνωση όσο τη διανοητική παράδοση μιας τοπικής κοινωνίας   που επεξεργάζεται κριτικά την ιστορική εμπειρία της και επιχειρεί μια  ανοιχτή επανανάγνωση    της ιστορικής πορείας της.

Ο Γιάννης Παντελάκης, σύμφωνα με τον γείτονά του αιωνόβιο Γιάννη Γιαννακή, «ήταν καλός αγρότης. Μαστιχοκαλλιεργητής γερός, έσπερνε επίσης σιτάρια, κουκιά και ζωοτροφές- κυρίως βίκο- αλλά  και γλυκάνισο». Μια δεύτερη εποχιακή απασχόληση, με τον σύντροφό του Γιαννακή ήταν η παρασκευή κάρβουνων στον ένα από τους δυο κάμπους του Πυργίου, την Λουράδα. Απέκτησε  εγγόνια και δισέγγονα  από τις δύο κόρες και τον γιο του, τον αείμνηστο παπά-Θόδωρο.  Παραμένει άγνωστο πώς κατόρθωσε ο Γιάννης Παντελάκης  να αποκτήσει τις γνώσεις να διαβάζει και να γράφει νότες στη βυζαντινή παρασημαντική, πολύ περισσότερο να συνθέτει μουσική.

Ο Γ. Παντελάκης επιβλήθηκε ως ιεροψαλτικό ανάστημα σε μια εποχή που δεν υπήρχαν μικρόφωνα μολονότι σύμφωνα με τον πληροφορητή Ηλία Ριάλλη «η φωνή του ήταν γλυκιά, ήταν μελωδός», σε ασυμφωνία με τα πρότυπα της εποχής. Γιατί ο ψάλτης, πριν την έλευση της νεωτερικότητας και του εξηλεκτρισμού, χωρίς μικροφωνικές εγκαταστάσεις, όφειλε να έχει δυνατή, ακόμα και βροντερή φωνή: «Κατά κανόνα ο μέλλων πρωτοψάλτης επεδιώκετο να είναι μεγαλόφωνος» γράφει ο ιστορικός των πατριαρχικών χορών Άγγελος Βουδούρης. Την παραπάνω απαίτηση διασώζει το χιώτικο σκωπτικό ανέκδοτο, σύμφωνα με το οποίο, όταν ρώτησαν ένα Πυργούση ποιό ζώο έχει την καλύτερη λαλιά, ο γάιδαρος ή το αηδόνι απάντησε «ο γάιδαρος»!

Το Πυργί και τα Μαστιχοχώρια παραμένουν μια παραδοσιακή κοινωνία στα πλαίσια της "βαθιάς Ελλάδας", όπως έχει εξερευνηθεί από την κοινότητα των κοινωνικών ανθρωπολόγων. Τα παρατηρηθέντα αποκλειστικά (exclusive) συστήματα διατηρούν την αντοχή τους παρά την εκσυγχρονιστική τροχιά της Ελλάδας μεταπολιτευτικά. Ένας πανελλήνια επιδραστικός διανοούμενος με καταγωγή από το Πυργί, ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς έχει περιγράψει αυτό το υπονομευτικό για μια συμπεριληπτική κοινωνία τοπικό φαινόμενο  αναγνωρίζοντας ότι «ο κοινωνικός διαχωρισμός έχει βαθιά επίδραση στις προσωπικές σχέσεις των Πυργούσιων».

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, συγκαιρινός του Γ. Παντελάκη, διακρίνει ανάμεσα σε ανώτερες γενιές (οικογένειες όχι υποχρεωτικά με μεγάλη κτηματική περιουσία) και κατώτερες γενιές για τις οποίες ουδέποτε λειτουργούσε το κοινωνικό ασανσέρ ανόδου ακόμα κι αν βελτίωναν την οικονομική τους θέση. Ορισμένες οικογένειες από τις ανώτερες γενιές διέθεταν την οικονομική ευρωστία, ήδη από τον 19ο αιώνα να αγοράζουν μουσικά βιβλία- βρίσκουμε το όνομά τους στον κατάλογο  συνδρομητών  σε μουσικά βιβλία που τυπώνονται στο Φανάρι.

Οι ίδιες οικογένειες προμήθευαν τους εφημέριους κληρικούς του Πυργίου, όπως αναγνωρίζει και ο Γάλλος περιηγητής Τουρνεφόρ στο υπόμνημά του για την κατάσταση του Ελληνικού κλήρου. Τέτοιες οικογένειες είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαθέτουν τη δυνατότητα απόκτησης μουσικών βιβλίων μέσω κάποιου μέλους της οικογένειας που είχε μεταναστεύσει για λόγους εργασίας ή σπουδών στην Κωνσταντινούπολη, το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Όμως ο Γ.Παντελάκης, λόγω της κατάταξης της οικογένειάς του («ήταν λίγο πιο κάτω κι από τις δεύτερες», σύμφωνα με πληροφορητή μου) δεν είχε καμιά τύχη να γίνει κάτοχος αυτών των βιβλίων που θα του επέτρεπαν να γίνει «εγκρατής» ψάλτης. Για μισό αιώνα αναζητούσε τη δυνατότητα να του επιτρέψουν μόνο να αντιγράφει αλλά δεν ήταν πάντα δεδομένη.

Η μουσική γνώση ήταν δυσεύρετη γιατί όλος αυτός ο θησαυρός ήταν ερμητικά καταχωνιασμένος σε απαραβίαστα  συρτάρια. Κατόπιν εορτής και ενώ ο κόσμος απομακρυνόταν από την οργανωμένη λατρεία, σιγά αλλά σταθερά, έπνευσε ένα πνεύμα γενναιοδωρίας στους επίγονους και αυτές οι σπάνιες εκδόσεις εμφανίστηκαν στον φυσικό τους χώρο, το αναλόγιο του καθεδρικού ναού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την κατοχή στο corpus του εν λόγω ναού των παρακάτω βιβλίων:

• Αναστασιματάριον του Πέτρου Πελοποννησίου. Το εξέδωσε ο Θεόδωρος Φωκαεύς κατά έτος 1855 επιμελούμενος τις μεταγραφές του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου.

• Τρίτομη Μουσική Συλλογή, του 1909, του Γεωργίου Πρωγάκη, με καταγωγή από το διπλανό Μαστιχοχώρι των Μεστών,καθηγητή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που συγκέντρωσε τα μαθήματα εκείνα που κατά κοινή ομολογία θεωρήθηκαν ότι εκπροσωπούν το κλασικό εκκλησιαστικό μέλος

• Δοξαστάριο του Πέτρου Πελοποννησίου , δεύτερη έκδοση του 1899, σε νέα επιμέλεια του Άρχοντος Πρωτοψάλτου της ΜΧΕ, Γεωργίου Βιολάκη πάλι σε δύο τόμους από το Πατριαρχικό τυπογραφείο «εξηγηθὲν πιστώς εκ της αρχαίας εις την καθ᾿ ημάς γραφὴν».

Τα συγκεκριμένα βιβλία, δωρεά του Πυργούση ευπατρίδη Γιάννη Παπαϊωάννου «Κουφού», που τα κληρονόμησε από τη θεία του, καλόγρια στο τοπικό  γυναικείο μοναστήρι, ανήκουν σε μια  γόνιμη εκδοτικά περίοδο για την Ελληνική μειονότητα της Πόλης που τερματίσθηκε γύρω στο 1910, καθώς ξέσπασαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-14) και ακολούθησε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918) και η ανασύσταση του Τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ.  Από το 1920 και μετά, λόγω των πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων, η μη ανατύπωση των μουσικών βιβλίων στην Κωνσταντινούπολη, και η σταδιακή εξάντληση του αποθέματος από τις διαθέσιμες εκδόσεις σε μερικά βιβλιοπωλεία, όπως π.χ. του Σεργιάδη, προκάλεσε ένα μεγάλο κενό για την κάλυψη των ψαλτικών αναγκών, το οποίο αντιμετωπίσθηκε με τη χρήση χειρογράφων όπως τα μουσικά τετράδια του Γ. Παντελάκη, μέχρι την εμφάνιση του πολύτομου Μουσικού Πανδέκτη της θρησκευτικής Οργάνωσης «Ζωή».

Τα μουσικά τετράδια του Πυργούση αγρότη- εκκλησιαστικού μουσικού δημιουργήθηκαν τμηματικά, σε μια περίοδο που καλύπτει μισό αιώνα. Ένα μέρος τους πιθανολογούμε ότι αντιγράφηκε όταν ο Παντελάκης υπηρετούσε ως δεξιός ψάλτης στην «Παναγία του Κάμπου» την περίοδο της Κατοχής εισπράττοντας ένα μέρος του μισθού του σε είδη διατροφής. Η θητεία σε ναούς της πρωτεύουσας του νησιού σίγουρα σήμαινε και μαθητεία στο Χιώτικο καλλιτεχνικό ύφος απόδοσης των εκκλησιαστικών μελών.

Όπως έχει επισημάνει ο ερευνητής Μιχάλης Στρουμπάκης, η χαρτογράφηση της Χιακής ψαλτικής παράδοσης δείχνει κωνσταντινουπολίτικες, πατριαρχικές και αγιορείτικες επιδράσεις σε ντόπιους ψάλτες όπως ο  Νικόλαος Καματηρός, πρωτοψάλτης  Χίου, ο  Μανουήλ  Καββάκος, ο Μιχαήλ ιερεύς Χίος, ο Παρθένιος Σγούτας και ο Νικηφόρος Καντουνιάρης αρχιδιάκονος Αντιοχείας που δεν αποτελούν μόνο ένδειξη της εμβέλειας της Πόλης αλλά και αντιστρόφως, απόδειξη των σχέσεων της Χίου με τα κατά περιόδους εκκλησιαστικά, μοναστικά και πολιτικά κέντρα. Εξάλλου, οι ανταλλαγές και οι εκδιώξεις των Ρωμιών από την Κωνσταντινούπολη φέρνουν πρόσφυγες Ψάλτες και μουσικοδιδασκάλους στη Χίο και γίνονται αφορμή για να εμπλουτιστεί το ιεροψαλτικό δυναμικό με σημαντικότερο επεισόδιο τον διωγμό του ΑΠτΜτΧΕ Θρασύβουλου Στανίτσα ο οποίος, όταν απελάθηκε το 1964 ήλθε κατευθείαν Χίο όπου παρέμεινε παραπάνω από έναν χρόνο. (Σύμφωνα με μαρτυρία αείμνηστου εκκλησιάρχη, ανήμερα της Πανήγυρης προσερχόταν με λευκό κοστούμι στο καφενείο ιδιοκτησίας του στην Πυργούσικια πλατεία,  πίνοντας τρία ούζα «ξεροσφύρι» πριν την ακολουθία του Όρθρου!)

Η μελέτη των τετραδίων του Παντελάκη αποκαλύπτει την προσπάθεια άρθρωσης μιας αντι-ηγεμονίας της βαθιάς, παραδοσιακής Νότιας Χίου έναντι των οργανικών μουσικών διανοουμένων της Χιώτικης Χώρας, κυριότερος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο ιατρός και μουσικοδιδάσκαλος Μιχαήλ Περπινιάς (1903-1975). Ο Μικρασιάτης δερματολόγος ψάλλει σε διάφορους ναούς και επί πολλά χρόνια στον Ναό Παναγίας Λετσαίνης. Παράλληλα ιδρύει άτυπη σχολή, στην οποία  διδάσκει δωρεάν βυζαντινή μουσική προωθώντας τη Σμυρναίικη Ψαλτική παράδοση.

Ο Περπινιάς φαίνεται να έχει πετύχει την ηθική, πολιτική και πνευματική ηγεσία στην κοινωνική ζωή, με τη διάχυση της “κοσμοαντίληψής” του στο σύνολο του κοινωνικού μηχανισμού της Χίου, κερδίζοντας την μουσική ηγεμονία  διδάσκοντας σταθερά για δεκαετίες  μαθήματα του πρωτοψάλτη Σμύρνης Νικόλαου από τους τόμους του Πανδέκτη της θρησκευτικής οργάνωσης «Ζωή».

Στα μουσικά τετράδιά του, αντιθέτως,  ο Πυργούσης  αγρότης-μουσικός ουδέποτε ανθολογεί Νικόλαο Σμύρνης ο οποίος δεν έγινε ποτέ δεκτός από το Φανάρι, λοιδορούμενος από τους πατριαρχικούς  για έκλυτο, υπερβολικά περίτεχνο μανιερισμό και ωραιοπάθεια. Σχεδόν όλα τα μέλη ενός τετραδίου ανήκουν στα κλασσικά μαθήματα, ιδιαίτερα τα δοξαστικά  στοιχούνται στα έργα Πέτρου Πελοποννησίου με την απλή, αφηγηματική δομή που μπορεί να εκτελεστεί από το σύνολο των ψαλτών και όχι από λίγους οι οποίοι έχουν επαυξημένο ταλέντο φωνητικής έκτασης.

Η επιλογή των μουσικών κειμένων από τον Παντελάκη είναι καθρέπτης μιας αρκετά εξωτικής ιδιομορφίας, αν συγκριθεί με το σημερινό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Στο εκκλησιαστικό μέλος αποφεύγει τους αυτοσχεδιασμούς και επιλέγει εύρυθμες ερμηνείες που δεν εκπίπτουν σε βραδείες και δυσκίνητες εκτελέσεις που θα ταλαιπωρούσαν το κουρασμένο από αγροτικές εργασίες εκκλησίασμα. Δεν εισάγει ανατολικόφερτους αμανέδες, ελευθεριάζουσες φόρμες δημοτικών τραγουδιών σε χερουβικά ή δυτικόφερτες καντάδες αντί καλυπτήριων κοινωνικών ύμνων. Πρόκειται για μια δημοκρατική κατάκτηση αφού αυτός ο μουσικός τρόπος μπορεί να διακονηθεί από την συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών ψαλτών που δεν δύνανται να πραγματοποιήσουν άμετρους λαρυγγισμούς και προκλητικές φωνητικές επιδείξεις. Επιπλέον ο τρόπος του Πέτρου, εξέχοντος μέλους του πρώιμου Νεοελληνικού Διαφωτισμού συντέμνει αποφασιστικά τα μέλη, επιτρέποντας πιο σύντομες ακολουθίες.

Η ύπαρξη καινοτόμων δοξολογιών στα τετράδια  όπως του Τσικνόπουλου σε ήχο Πλάγιο του Τετάρτου και του  Βιολάκη σε ήχο πλάγιο του Πρώτου- τα παραπάνω, αντιγραφές από τον τόμο «Όρθρος» του Μουσικού Πανδέκτη, υπογραμμίζουν τις ρωγμές και τον άνισο χαρακτήρα της λαϊκής μουσικής  συνείδησης του Παντελάκη, καθώς πάντα ενυπάρχει μια ένταση και μια σύγκρουση μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων κοσμοαντιλήψεων, η μία προερχόμενη από τις «επίσημες έννοιες» της κυρίαρχης τάξης, εδώ, της κοσμοπολίτικης, εμπορικής και ναυτικής Χίου και η άλλη από την πρακτική εμπειρία της κοινωνικής πραγματικότητας των ξωμάχων αγροτών. Κάθε αντι- ηγεμονία, όπως γράφει ο Τέρυ Ήγκλετον οφείλει να διεξαγάγει την  καμπάνια της στο μέχρι πρότινος παραμελημένο πεδίο των εθίμων, της ομιλίας και των τελετουργικών πρακτικών.

Μια όχι απαραίτητα πολιτική καμπάνια αφού ο Ιατρός Περπινιάς, η θρησκευτική οργάνωση «Ζωή», ο κτηματίας ψάλτης Παντελάκης αλλά και ο προϊστάμενός τους μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης έχουν κοινό εχθρό, την κομμουνιστική ιδεολογία και εμφορούνται από φιλοβασιλικό φρόνημα. Στην περίπτωση του Παντελάκη η ύπαρξη φιλοβασιλικών φρονημάτων τεκμαίρεται από την αντιγραφή στο δεύτερο τετράδιο έξι βασιλικών πολυχρόνιων που γράφονται την περίοδο πολιτικής ηγεμονίας του Ελληνικού Συναγερμού. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι μελετητές της τοπικής πολιτισμικής ιστορίας, συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησιαστικής, δείχνουν να μην έχουν εκτεθεί στην περίφημη φράση του Clifford Geertz ότι  οι  κοινωνικοί ανθρωπολόγοι δεν μελετούν τα χωριά, μελετούν σε χωριά.

Οι Χιώτες ιστορικοί που μελετούν το Νότο υιοθετούν ύφος λογιοσύνης και αδιαφορούν για την ετερότητα και τις έκκεντρες ιστορίες. Σε μια από αυτές, ο «Κόκκινος», κομμουνιστής ψάλτης του Πυργίου, δέχθηκε ξυλοδαρμό γιατί αρνήθηκε να ψάλει τον βασιλικό Πολυχρόνιο στον άη- Γιώργη του Πορτανάτου. Ο αμετακίνητος στην ένταξή του στις γραμμές του Κ.Κ.Ε μέχρι το τέλος της ζωής του ψάλτης έφτασε να διαδεχθεί στο αξίωμα του Πρωτοψάλτη Γ. Παντελάκη μέχρι την αποχώρησή του λόγω βαθέως γήρατος από το αναλόγιο το 1999.

Ας φανταστούμε τις συνθήκες που γράφει τα μουσικά τετράδιά του ο αγρότης  Παντελάκης. Ζει σε ένα χωριό με φρουριακή αρχιτεκτονική που δεν υπέστη σημαντικές ζημιές από τον καταστροφικό σεισμό του 1881. Το οικιστικό πλέγμα χαρακτηρίζεται από δύο κεντρικούς δρόμους οι οποίοι καταλήγουν στο κέντρο του χωριού. Κατά μήκος αυτών των κεντρικών οδών αναπτύσσεται εκτενές δίκτυο μικρότερων δρόμων οι οποίοι είναι αδιέξοδοι καθώς είναι εξωτερικά τειχισμένο το χωριό αλλά μπορούν να οδηγήσουν στο κέντρο του οικισμού, όπου βρίσκεται ανοιχτός δημόσιος χώρος, το «Λιβάδι», με τον πύργο. Αργά το απόγευμα, με το άκουσμα της καμπάνας του εσπερινού, όπως έχει περιγράψει ο αείμνηστος πρόεδρος του διπλανού χωριού των Ολύμπων, Νίκος Λατουσάκης, μαθηματικός και ψάλτης,  πραγματοποιείται μαζική επιστροφή των κατοίκων από τις πυκνές αγροτικές εργασίες που διαδέχεται  την μαζική έξοδο από το χωριό νωρίς το πρωί. Εντός του χωριού τότε μένουν μόνο οι άρρωστοι και οι ηλικιωμένοι που συνήθως φρόντιζαν τα μωρά που δεν έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι οι γονείς. Ο κατοικημένος χώρος είναι αυστηρά οριοθετημένος. Η κατοικία του Γ. Παντελάκη, δίπλα στην κατοικία του φίλου του Γιάννη Γιαννακή περιλαμβάνει το «κατώι» και τον πρώτο όροφο. Στο κατώι (υπόγειο) στεγάζονται τα ζώα, ενώ σε πρόχειρες ξύλινες υπερκείμενες κατασκευές αποθηκεύονται οι τροφές των ζώων ή φτιάχνονται μικρά κοτέτσια. Το κατώι λειτουργεί επίσης ως τουαλέτα -η πολύτιμη κοπριά μεταφέρεται στα χωράφια δύο ή τρεις φορές τον χρόνο αν και από το 1935 ξεκινά η σημαντική χρήση χημικών λιπασμάτων με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς. Ο χώρος αυτός, με ελάχιστο φωτισμό και αερισμό, επικοινωνούσε με την κεντρική είσοδο της οικίας από την οποία μια απότομη σκάλα φθάνει στον πρώτο όροφο της οικίας. Αυτός ο ενιαίος και σχετικά ευμεγέθης χώρος, το «πουντί», καλύπτει τις κύριες ανάγκες τις οικογένειας. Εδώ βρίσκεται η κουζίνα, εδώ μαγειρεύεται το φαγητό και ζυμώνεται το ψωμί, εδώ βρίσκονται τα μικρά δωμάτια για τον ύπνο της οικογένειας, συνήθως δύο, ένα για τους γονείς και ένα για τα παιδιά. Εδώ είναι και ο χώρος που αντέγραφε και μελοποιούσε ο Γ. Παντελάκης.

Χαρακτηριστικό των χειρογράφων του Γ. Παντελάκη είναι ότι είναι γραμμένα σε μαθητικά τετράδια με νεώτερα πρόχειρα μέσα, όπως μολύβια, στυλό ή και μαρκαδόρους, πολλές φορές πολύχρωμα (μπλε ή μαύρα σημάδια, κόκκινα γράμματα με μαύρη παρασημαντική). Απουσιάζουν, όπως αναμένεται, τα περίτεχνα και πολύχρωμα επίτιτλα κοσμήματα, τα κεφαλαιογράμματα και οι μινιατούρες των μουσικών βιβλίων της Κωνσταντινούπολης και των άλλων εκδοτικών μητροπόλεων αλλά ο επιμελημένος γραφικός χαρακτήρας του γραφέα, με την απαράμιλλη προσοχή ώστε να αποφευχθούν τα παροράματα, διασώζει την αισθητική των παραπάνω βιβλίων. Είναι σαφώς διατυπωμένο από τον συγγραφέα τους ότι τα μουσικά τετράδια του Παντελάκη απευθύνονται  προς χρήση και στις μελλοντικές γενιές ψαλτών καθώς σε περίπτωση παροράματος σημειώνει με κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα: «Aι γραμμαί αυταί ελήφθησαν λόγω απροσεξίας. Προσοχήν εις την συνέχειαν!» Από την άλλη πλευρά, επειδή γινόταν καθημερινή χρήση τους στο ψαλτήρι τα τετράδια έφθασαν έως τη σημερινή εποχή πολύ φθαρμένα και ρυπωμένα, αφού στερούνταν της σκληρής στάχωσης και των θηλυκωτήρων, που προφύλαγαν τα παλαιά δερματόδετα βιβλία.

Τα μουσικά τετράδια του Παντελάκη δεν φαίνεται να είναι αντίγραφα παλαιότερων τετραδίων των αγνώστων σε εμάς δασκάλων του. Τέτοια τετράδια, τα οποία αναπαράγονται για πρακτικούς, συνήθως διδακτικούς, λόγους αντιγράφονται «μια κι έξω», ενώ τα τετράδια του Πυργούση Πρωτοψάλτη έχουν μουσικά κείμενα με χρονολογική ένδειξη γραφής που οδηγούν στην ιδέα ενός παλίμψηστου διά βίου γραφόμενο: Υπάρχουν τα χερουβικά του Θεοδώρου Φωκαέως με την σημείωση «Παντελάκης, 1926». Υπάρχει κείμενο στο ίδιο βιβλίο, η Δοξολογία σε Γ’ ήχο του Ιακώβου, με την σημείωση «Εν Κάμπω τη 9/12/34». Η Δοξολογία του Σακελλαρίδη «Εν Πυργίω τη 29/9/40», η Εναρμόνια του Βιολάκη «Πυργί τη 28/10/51». Το Δοξαστικό του Ευαγγελισμού έχει γραφτεί παραμονές της Εθνικής εορτής, το 1966. Ο ύμνος «Επί Σοί Χαίρει Κεχαριτωμένη», σε σύντομο, ειρμολογικό,  μέλος έχει ένδειξη «22/3/76, Γ.Π».

Η κωδικοποίηση των μουσικών κειμένων στα τετράδια του Παντελάκη υπακούουν σε ένα σύστημα οντολογικών πεποιθήσεων του αυτόχθονα μουσικού. Ο Παντελάκης διακρίνει τα κλασσικά παραδοσιακά μέλη, κυρίως του Πέτρου Λαμπαδαρίου, και επιφυλάσσει ειδικό τετράδιο για αυτά. Υπάρχει διαφορετικό τετράδιο που καταγράφει τις μοντέρνες συνθέσεις σύγχρονων μελοποιών οι οποίες άρχιζαν να κερδίζουν σε δημοφιλία, όπως οι δοξολογίες του Ανδρέα Τσικνόπουλου, του Ν. Αναστασιάδου, του «Σακελλαρίου»(sic). Στο τετράδιο του ανανεωτικού ρεπερτορίου ακριβώς μετά τη λήξη του Εμφύλιου γράφει ή μάλλον αντιγράφει λειτουργικά ήχων και δώδεκα «Άξιον Εστί», πιθανώς ακολουθώντας την καλλιτεχνική τάση της εποχής να ψάλλεται η θεία Λειτουργία στον ήχο της εβδομάδας. Ο Παντελάκης κάποτε γίνεται και πρωτότυπος μελουργός μέ προσωπικές  μελοποιήσεις, ἔργα θαυμάσια ἀλλά δυστυχῶς ἄγνωστα στούς σύγχρονους Ψάλτες, όπως το κατά τριφωνίαν Κεκραγάριο σε Α’ ήχο που δημιούργησε για χρήση στον Πανηγυρικό εσπερινό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου  της αλλά και ένα Πολυχρόνιο που συνέθεσε το 1966. Τα τετράδιά του βεβαίως ως μουσικά κείμενα, ως νότες δηλαδή, δεν επιτελούν μουσική.  Η μουσική που τελικά θα παραχθεί σε χωριοεκκλησιές, αγροτικά ξωκλήσια και πανηγύρια  δεν καθορίζεται μόνο από τις νότες που περιλαμβάνει, αλλά και από ένα πλήθος άλλους παράγοντες, που συνήθως δεν παρασημαίνονται. «Αλλιώς σερβίρεις το μάθημα σε κάθε ακροατήριο», σύμφωνα με τη ρήση ενός αιωνόβιου ντόπιου Ψάλτη. Οι απαρασήμαντες αυτές πλευρές μπορεί να είναι πολύ καθοριστικές, όπως έχει δείξει πρόσφατα ο μουσικολόγος Κωστής Δρυγιαννάκης.

Ο Γιάννης Παντελάκης τελικά κατέκτησε το δώρο της ανθεκτικότητας παραμένοντας πολλές δεκαετίες ανένδοτος μαστιχοκαλλιεργητής και παράλληλα διά βίου καλλιτέχνης. Ίσως να μην ήταν αντιφατικό γιατί σήμερα έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται από την ιατρική ερευνητική κοινότητα η προστατευτική επίδραση της κοινωνικότητας σε ένα μοτίβο ενοριακής ζωής, σύνηθες σε εκκλησιαστικούς μουσικούς. «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος» έλεγαν οι Αρχαίοι και το αφουγκραζόμαστε σήμερα στις πρόωρες καρδιακές νόσους, κυρίως αλλοδαπών εργατών γης,  που δεν γνωρίζουν αργίες και γιορτές προκειμένου να κατακτήσουν το Εldorado της μετεωρικής τιμής που απολαμβάνει η μαστίχα. Ο γραφέας των μουσικών τετραδίων, εν χρήσει ακόμα, αναπαυόμενα στο δεξιό «αναλιό» της Κοιμήσεως Θεοτόκου Πυργίου, γνώριζε ότι η σφαίρα της αγοράς έχει όρια στο πώς εξηγείται ο κόσμος. «Πέραν αυτών των ορίων, όπως γράφει η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη (ΤΟ ΒΗΜΑ, ένθετο Νέες Εποχές, 18/12/22), μόνο η Τέχνη μπορεί να ανταποκριθεί. Η Τέχνη αποτυπώνει το άρρητο, γαληνεύει συναισθηματικά, θεραπεύει, επικοινωνεί με κώδικες προ-γλωσσικούς σχεδόν, αγγίζοντας έτσι τις άλογες αγωνίες και τα ένστικτά μας.

Κώστας Προμπονάς

Σχετικά Άρθρα