
Πληθαίνουν οι επιθέσεις σκύλων σε περιπατητές στους δρόμους του νησιού μας, έχοντας τα πρωτεία οι περιοχές αεροδρομίου και Τριών Μύλων Βροντάδου. Η κατάσταση έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που αρκετοί αποφασίζουν «να πάρουν την προστασία της ζωής τους στα χέρια τους» κρατώντας ένα ραβδί ή έχοντας πέτρες στην τσέπη τους για άμυνα. Κανείς δε γνωρίζει αν αυτά τα ζώα -με τα οποία ο γράφων όχι μόνο δεν είναι προκατειλημμένος αλλά τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια- είναι δεσποζόμενα ή αδέσποτα, αν είναι εμβολιασμένα, αν τα έχει δει ποτέ γιατρός και αν έχουν οποιαδήποτε φροντίδα.
Δεχόμενος και ο ίδιος επίθεση από ένα τέτοιο ζώο στους Τρεις Μύλους, αναγκάστηκα να αμυνθώ με διάφορους τρόπους, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που βρέθηκε ένας συντοπίτης να μου προσφέρει βοήθεια και να γλιτώσω από τα δόντια του. Από την επιμονή μου να μάθω τον ιδιοκτήτη του ζώου, που κανείς δεν προθυμοποιήθηκε να αποκαλύψει (ακόμη ψάχνω!!!), προέκυψε ότι δεν είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί αδέσποτο ούτε το μοναδικό που επιτίθεται σε ανύποπτους πεζούς.
Κι από εδώ και πέρα η κατάσταση αρχίζει να περιπλέκεται. Οι περισσότεροι εφαρμόζουν τη λαϊκή θυμοσοφία «τρεις πιθαμές μακριά μας το κακό κι ας λάχει όπου θε να λάχει». Αν κανείς συλλογιστεί ότι στη θέση του παθόντα θα μπορούσε να είναι ένα οικείο του πρόσωπο, δε θα καθόταν μακάρια να φιλοσοφεί. Θα ενεργοποιούνταν με κάθε τρόπο. Θα έκανε τα πάντα για να μην ξανασυμβεί παρόμοια ιστορία.
Τα ζώα συντροφιάς δρουν με το ένστικτο προκειμένου να αυτοσυντηρηθούν, να αμυνθούν, να προφυλαχτούν από καιρικές συνθήκες, συνθήκες αιχμαλωσίας, να επικρατήσουν στην περιοχή τους και τελικά να επιβιώσουν. Η λογική, όπου και όση υπάρχει, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και καμιά σχέση δεν έχει με την ανθρώπινη λογική. Με άλλα λόγια, όσο κι αν εμείς θέλουμε να τα μεταμορφώσουμε σε πλάσματα που να μας μοιάζουν, να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με τη δική μας, αυτό είναι αδύνατο ίσως και ανεπίτρεπτο.
Οι άνθρωποι πάλι επιθυμούν την επιβολή πάνω στα ζώα και ιδιαίτερα στα ζώα συντροφιάς, είτε για να καλύπτουν τις ανάγκες της συντροφικότητας, της εμπιστοσύνης, της αγάπης, της βοήθειας, που δε βρίσκουν από άλλους ανθρώπους είτε τις ανάγκες εξειδικευμένης βοήθειας και υπηρεσιών που λόγω ιδιαιτέρων ικανοτήτων δεν μπορεί να προσφέρει κανείς άλλος (φύλαξη, κυνήγι, διάσωση, έρευνα κ.λπ.). Βέβαια εκτός όλων των παραπάνω, η κατοχή ιδιαίτερα ενός σκύλου μπορεί να είναι και αποτέλεσμα ενός βίτσιου, μιας μόδας, που δυστυχώς πολύ σύντομα παρέρχεται, με αποτέλεσμα να μένει το ζώο μόνο, αβοήθητο, να εγκαταλείπεται στο έλεος της τύχης του, οπότε η Οδύσσεια του αδέσποτου αρχίζει.
Η θέσπιση κανόνων για την προστασία ζώων συντροφιάς και τις υποχρεώσεις όσων τα έχουν αποτελεί ένα θετικό βήμα και γι’ αυτά, αλλά και για όσους ανθρώπους έχουν κάθε δικαίωμα να κυκλοφορούν ασφαλείς στους δρόμους, χωρίς να κινδυνεύει η σωματική τους ακεραιότητα, χωρίς να απειλείται η υγεία τους, χωρίς να επιβαρύνονται οι δημόσιοι χώροι από την ανεξέλεγκτη εναπόθεση περιττωμάτων των αδέσποτων ή δεσποζόμενων. Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή του νόμου αφορά τους πάντες, αφού όλοι έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα απέναντι σ’ αυτόν, περισσότερο απευθύνεται σε μια κοινωνία ιδεατή, παρά στην κοινωνική πραγματικότητα που δυστυχώς βιώνουμε καθημερινά και είναι αυτή του «όποιος φωνάξει πιο δυνατά» ή του «φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης».
Για να το κάνουμε ακόμη πιο απλό. Αν τολμήσει οποιοσδήποτε από μόνος του να βρει και να εγκαλέσει τον ιδιοκτήτη κάποιου αδέσποτου σκυλιού -όχι για να διεκδικήσει την ψυχική ή τη σωματική οδύνη που έχει υποστεί από την επίθεση του ζώου ή από τις βρωμιές που γεμίζει τον κόσμο ή την όχληση που προκαλεί- το πιθανότερο είναι να το μετανιώσει πικρά. Αν πάλι υποθέσουμε ότι καταφεύγει κάποιος στους υπευθύνους για την εφαρμογή και τον έλεγχο των υφιστάμενων κανόνων, τι θα καταγγείλει; Το όνομα του ζώου που δεν έχει, τα στοιχεία του ανύπαρκτου τσιπ σήμανσης που θα έπρεπε να βρίσκεται πάνω στο ζώο ή τις ώρες και τον τόπο όπου συχνάζει; Είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν, να ταυτοποιηθούν τα αδέσποτα και να δοθούν στον κύριό τους, καταλογίζοντάς του συγχρόνως και την πράξη της εγκατάλειψης που τον βαρύνει.
Άρα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι από μόνη της η θέσπιση κανόνων και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί για την εφαρμογή τους δεν είναι δυνατό να προστατέψουν τον άνθρωπο, που έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί με ασφάλεια, χωρίς να κινδυνεύει να βρεθεί στο νοσοκομείο κατακρεουργημένος από τα δόντια κάποιου σκύλου. Η λύση βρίσκεται στη βούληση αντιμετώπισης του προβλήματος. Μπορεί να γίνει αρχή μέσα από την συλλογική δραστηριοποίηση (δημότες – δήμος - λαϊκές συνελεύσεις - φιλοζωικοί, πολιτιστικοί, αθλητικοί σύλλογοι – σύλλογοι γονέων) όσων βλέπουν αυτό το χάλι, αλλά μόνοι τους δεν τολμούν να το δημοσιοποιήσουν ή να το καταγγείλουν. Η παραίτηση από τέτοια προβλήματα δε βοηθά την καλυτέρευση της ζωής μας. Ας συμμαχήσουμε, λοιπόν, ενάντια στους ασυνείδητους που εγκαταλείπουν τα σκυλιά, αφού τα βαρεθούν, χωρίς να σέβονται ούτε τα ίδια ούτε και τους συνανθρώπους τους και σύντομα θα φτάσουμε στην άκρη του νήματος.-
Χίος, 12-6-2016
Φραγκούλης Π. Κυλαδίτης
































