
Το χίλια εννιακόσια δώδεκα συμβούλιο έγινε
οι Έλληνες σκεφτήκανε τι πρέπει να απογίνει
σκεφτήκανε τι έχουν παθημένα
τι έχουν των παππούδων τους οι Τούρκοι καμωμένα
τα παλληκάρια του Μοριά έχουν αυτοί σφαγμένα
και αναρίθμητα παιδιά έχουν ορφανεμένα
τώρα θα τα πλερώσουν και αυτοί ένα ένα
Οι Έλληνες σκεφτήκανε στον πόλεμο να βγούνε
ή που να βρουν το δίκιο τους για όλοι να χαθούνε
Άγιος Μηνάς αγρύπνησε τον άγιο Λευτέρη
φέρε τους Έλληνες στη Χιο και ο κόσμος περιμένει.
Του αγίου Μηνά την εορτή και Κυριακή ημέρα
στο μιναρέ ανέβηκαν και ‘βαλαν την παντιέρα.
Τους Έλληνες σαν είδανε να βγαίνουν στο Ρουχούνι
οι Τούρκοι όλοι χάθηκαν δεν έμεινε ρουθούνι.
Εγράψανε στο φρούραρχο και στον καϊμακάμη
αν θέλει να παραδοθεί
για πόλεμο να κάμει
Δεν ελυπήθεις το χαρτί να γράφεις γραμματάκια
μουστάκια έχομε και εμείς, δεν είμαστε παιδάκια
να παραδώσω το νησί με δυο μπαινιές μελάνι
έλα να με ΄βρεις στο βουνό να κάνεις και σεριάνι.
Πολίτες ακολούθησαν χιλιάδες από πίσω
άλλοι να παν για πόλεμο και άλλοι να σεργιανίσουν
σταμάτησε η μουσική και αρχίνεψεν η μάχη
αναστέναζαν τα βουνά και τρέμανε τα βράχη
πολίτες που καθότανε οπίσω με τα κιάλια
έβλεπαν Τούρκους στα βουνά να τρέχουν σαν τσακάλια.
Αλλάχ Αλλάχ φωνάζανε και που θα πα’ χωθούμε
σήμερα ειν το τέλος μας όλοι θα χαθούμε.
Οι Έλληνες επάψανε δεν παν να πολεμάνε
είναι τα μέρη δύσκολα και αν πάνε θα χαθούνε.
Οι Έλληνες σκεφτήκανε τον πόλεμο να πάψουν
να ‘ρθουν κανόνια ορεινά και εκείνα να τους κάψουν
Το Μακεδονία στάθηκε κοντά εις το Κοντάρι
έφαγε την πόλη Τουρκιά καρσί στον Κορακάρη
Οι καμένοι οι καλόγεροι ‘γιναν των Τούρκων μάγεροι
την ημέρα έψηναν ρύζια το βράδυ στα μετερίζια
αν έψηναν πιλάφι βάζαν και δικό τους λάδι.
Μια μέρα κίνησαν για το χωριό πεντ’ έξι Τουρκαλάδες
πήγαν να πάρουνε καπνό και σπίρτα με παράδες
ώσπου να φτάσουν στο χωριό τους έπιασαν οι αντάρτες
έκοψαν τα κεφάλια τους και τα έριξαν στις γάτες.
Οι Τουρκαλάδες εις τη Χιο κάναν το παλληκάρι
τώρα βρομούνε τα βουνά που ‘κεί ντε σαν γαιδάροι
Επιάσανε και τον Καϊμακάμη και τον ρωτούν τα γρόσα του
που τα ‘χει αυτός κρυμμένα
δεν έχω μα την πίστη μου δεκάρα εις το χέρι
τα ξόδιαζα τα χρήματα και τάιζα το ασκέρι
ευθύς βγάζει το όπλο του και το ΄κουμπά στα αφτιά του
τα χρήματα θα τα ‘βρετε εισ’ τους άγιους πατέρες
τα μπέρδευα στο μέτρημα σαν πέφταν οι οβίδες
μα πρέπει κάπου να ‘τανε δέκα χιλιάδες λίρες
τώρα θα γίνουμε και φίλοι
που τρωγόμαστε σαν σκύλοι.

































