Αισώπου μύθοι Μέρος 7ο

Κυρ, 22/10/2023 - 21:10
Λεωνίδας Πυργάρης

71.Ὀρνιθοθήρας καὶ πελαργός

Ὀρνιθοθήρας δίκτυα γεράνοις ἀναπετάσας πόρρωθεν ἀπεκαραδόκει τὴν ἄγραν. Πελαργοῦ δὲ σὺν ταῖς γεράνοις ἐπικαθίσαντος, ἐπιδραμὼν μετ’ ἐκείνων καὶ αὐτὸν συνέλαβε. Τοῦ δὲ δεομένου μεθεῖναι αὐτὸν καὶ λέγοντος ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος, τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων κατεσθίει, ὁ ὀρνιθοθήρας ἀπεκρίνατο· «Ἀλλ’ εἰ τὰ μάλιστα μὴ φαῦλος σὺ εἶ, δι’ αὐτὸ τοῦτο γοῦν ἄξιος εἶ κολάσεως, ὅτι μετὰ πονηρῶν κεκάθικας».

Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τὰς τῶν πονηρῶν συνηθείας περιφεύγειν, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ τῆς ἐκείνων κακίας κοινωνεῖν δόξωμεν.

[Ένας κυνηγός πουλιών (ορνιθοθήρας, πουλολόγος, ξοβεργάρης, αρατζής) άπλωσε τα δίχτυα του για να τσακώσει κάτι γερανούς. Έστησε λοιπόν καρτέρι κι από μακριά καραδοκούσε τα θηράματά του. Κάποια στιγμή, μαζί με τους γερανούς, πήγε κι έκατσε πάνω στην παγίδα κι ένας πελαργός. Ο αρατζής έτρεξε αμέσως και αιχμαλώτισε όλα τα πουλιά, μαζί και τον πελαργό. Ο πελαργός άρχισε τα παρακάλια να μην τον σφάξει ο κυνηγός: «Μη με σφάξεις, μη με σφάξεις! Εγώ όχι μόνο δεν κάνω ζημιά στους ανθρώπους αλλά είμαι και χρησιμότατο πουλί. Ποιος άλλος πιάνει και σκοτώνει όλα τα φίδια και τα ερπετά;».

Όμως ο κυνηγός ήταν αμετάπειστος: «Βρε δεν πα νά ’σαι και ο πλέον αναμάρτητος! Από τη στιγμή που κάνεις παρέα με τέτοια καθάρματα, ίδιος είσαι κι εσύ! Σου πρέπει τιμωρία!».

Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμάς: πρέπει να αποφεύγομε τις σκατοπαρέες, δηλαδή τις συναναστροφές με αχρεία υποκείμενα, για να μη νομίζει ο κόσμος πως κι εμείς είμαστε τα ίδια σκατά μ’ αυτούς.

Παροιμίες: «Πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», «Εκύλησε ο τέτζερης και ήβρε το καπάκι», «Ήβρε ο Φίλιππας το Ναθαναήλ», «Κατά τη σάλα και τα έπιπλα», «Κατά που λάχαν τα σκατά ήλαχεν και το φτυάρι», «Ο κότσυφας επέταξε κι ήκατσε στο χαράκι, κι εκύλησε ο τέτζερης και ήβρε το καπάκι», «Με κάλλιο σου συγκάιτζε και νηστικός σηκώνου!», «Πε μου την παρέγια σου να σου πω την ιδέα σου!», «Τήρα, συντήρα το σκαμνί, την τάβλα που θα κάτσεις!», «Φάε, πιε με το λωβιάρη (=αυτόν που έχει λώβα, λεπρό) μα τα ρούχα του μη βάλεις!», «Ο τσοπάνης τον άρρωστο τον τράγο τονε διώχτει αφ’ το μαντρί», «κακοῖσι δὲ μὴ προσομίλει/ἀνδράσιν, ἀλλ' αἰεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο·/καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε, καὶ μετὰ τοῖσιν/ἵζε, καὶ ἅνδανε τοῖσ', ὧν μεγάλη δύναμις./ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ' ἐσθλὰ μαθήσεαι· ἢν δὲ κακοῖσιν/συμμίσγῃς, ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον (Θέογνις, Elegia st. 29-36 Diehl)].

72. Ὀρνιθοθήρας καὶ πέρδιξ

Ὀρνιθοθήρας, ὀψιαίτερον αὐτῷ ξένου παραγενομένου, μὴ ἔχων ὅ τι αὐτῷ παραθείη, ὥρμησεν ἐπὶ τὸν τιθασσὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε. Τοῦ δὲ αἰτιωμένου αὐτὸν ὡς ἀχάριστον, εἴγε πολλὰ ὠφελούμενος παρ’ αὐτοῦ τοὺς ὁμοφύλους ἐκκαλουμένου καὶ παραδιδόντος, αὐτὸς ἀναιρεῖν αὐτὸν μέλλει, ἔφη· «Ἀλλὰ διὰ τοῦτό σε μᾶλλον θύσω, εἰ μηδὲ τῶν ὁμοφύλων ἀπέχῃ».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ τοὺς οἰκείους προδιδόντες οὐ μόνον ὑπὸ τῶν ἀδικουμένων μισοῦνται, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τούτων, οἷς προδιδόασιν.

[Ήταν ένας κυνηγός πουλιών που είχε μια εξημερωμένη πέρδικα. Τη χρησιμοποιούσε σα δόλωμα, δηλαδή για «κράχτη», για να προσελκύει άλλες άγριες πέρδικες. Μια φορά επισκέφτηκε αυτόν τον κυνηγό στο σπίτι του, αργά το βράδυ, ένας μουσαφίρης. Ο κυνηγός δεν είχε τίποτα φαγητό να προσφέρει βραδιάτικα στον αναπάντεχο επισκέπτη. Σκέφτηκε λοιπόν να σφάξει την πέρδικα και να ταΐσει μ’ αυτήν τον ξένο άνθρωπο. – «Είναι δυνατό να με σφάξεις; Μπορείς να κάμεις τέτοια αχαριστία σε βάρος μου; Σ’ εμένα που σου έχω φέρει τόσες και τόσες πέρδικες, πουλιά από το ίδιο μου το σόι;». – «Γι’ αυτό ακριβώς σού πρέπει σφάξιμο, γιατί ούτε της δικιάς σου ράτσας τα πλάσματα δε λυπάσαι! Γιατί τώρα εγώ θα πρέπει να λυπηθώ εσένα;».

Δίδαγμα: όσοι προδίδουν τούς δικούς τους ανθρώπους και συγγενείς, γίνονται μισητοί όχι μονάχα από τα θύματά τους αλλά ακόμα κι από ’κείνους που βγαίνουν ωφελημένοι από την προδοσία τους.

Παροιμία: «Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανείς»].

73. Ὀρνιθοθήρας καὶ κορύδαλος

Ὀρνιθορήρας ὄρνισιν ἵστη παγίδας. Κορύδαλος δὲ τοῦτον πόρρωθεν ἰδὼν ἐπυνθάνετο τί ποτ’ ἐργάζοιτο. Τοῦ δὲ πόλιν κτίζειν φαμένου, εἶτα δὲ πορρωτέρω ἀποχωρήσαντος καὶ κρυβέντος, ὁ κορύδαλος τοῖς τοῦ ἀνδρὸς λόγοις πιστεύσας, προσελθὼν εἰς τὸν βρόχον ἑάλω. Τοῦ δὲ ὀρνιθοθήρα ἐπιδραμόντος, ἐκεῖνος εἶπεν· «Ὦ οὗτος, εἰ τοιαύτην πόλιν κτίζεις, οὐ πολλοὺς εὑρήσεις τοὺς ἐνοικοῦντας».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τότε μάλιστα οἶκοι καὶ πόλεις ἐρημοῦνται, ὅταν οἱ προεστῶτες χαλεπαίνωσιν.

[Ένας κυνηγός πουλιών έστηνε παγίδες για πουλιά. Κάποιος κορυδαλλός τον είδε από μακριά και τον ρώτησε: «τι φτιάχνεις εκεί πέρα;». – «Βάζω τα θεμέλια για να χτίσω μια πόλη!».

Ο κυνηγός απομακρύνθηκε και πήγε μέσα σε μια κρυψώνα. Ο κορυδαλλός πίστεψε στα λόγια τού κυνηγού, ξεθάρρεψε, μπαίνει μέσα στην παγίδα και πιάνεται στη θηλιά. Βγαίνει ο κυνηγός από την κρυψώνα του, πιάνει τον κορυδαλλό. Λέει ο κορυδαλλός: «ωραία πόλη χτίζεις! Δε νομίζω πως θα βρεις πολλούς που να θέλουν να την κατοικήσουν!».

Δίδαγμα: σπίτια και πόλεις, όλα μένουν έρημα και εγκαταλείπονται, όταν οι κυβερνήτες τους είναι σκληρόκαρδοι. Σε κάθε περίοδο τής Ιστορίας, όπως και στις μέρες μας άλλωστε, συχνό είναι το φαινόμενο τής μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από τις χώρες προέλευσής τους προς άλλα κράτη λόγω καταπίεσης (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, πολεμικής)].

74. Ὀρνιθοθήρας καὶ ἄγριαι καὶ ἥμεραι περιστεραί

Ὀρνιθοθήρας πετάσας τὰ λίνα ἐκ τῶν ἡμέρων περιστερῶν προσέδησεν· εἶτα ἀποστὰς αὐτὸς πόρρωθεν ἀπεκαραδόκει τὸ μέλλον. Ἀγρίων δὲ ταύταις προσελθουσῶν καὶ τοῖς βρόχοις ἐμπλακεισῶν, προσδραμὼν συλλαμβάνειν αὐτὰς ἐπειρᾶτο. Τῶν δὲ αἰτιωμένων τὰς ἡμέρους, εἴγε ὁμόφυλοι οὖσαι αὐταῖς τὸν δόλον οὐ προεμήνυσαν, ἐκεῖναι ὑποτυχοῦσαι ἔφασαν· «Ἀλλ’ ἡμῖν γε ἄμεινον δεσπότας φυλάττεσθαι ἢ τῇ ἡμετέρᾳ συγγενείᾳ χαρίζεσθαι».

Οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν οὐ μεμπτέοι εἰσὶν ὅσοι δι’ ἀγάπην τῶν οἰκείων δεσποτῶν παραπίπτουσι τῆς τῶν οἰκείων συγγενῶν φιλίας.

[Ένας κυνηγός πουλιών άπλωσε τα δίχτυα τής άρας. Εκεί, για να προσελκύσει άλλα πουλιά, έδεσε κάποια ήμερα περιστέρια σαν «κράχτες». Αυτός πήγε λίγο μακρύτερα, κρύφτηκε σ’ ένα σημείο και περίμενε να δει τι θα συμβεί. Σε λίγο κατέβηκε μέσα στην άρα ένα κοπάδι άγρια περιστέρια και πιάστηκαν στα δίχτυα. Ο αρατζής τρέχει και τα πιάνει.

Τότε τα αιχμαλωτισμένα περιστέρια κατηγόρησαν τα ήμερα για προδοσία: «καλά, δεν ντρέπεστε; Ανήκομε στο ίδιο σόι κι αντί να μας προειδοποιήσετε για την παγίδα που στήθηκε σε βάρος μας, εσείς συνεργαστήκατε με τον κυνηγό; Δε μπορούσατε τουλάχιστον να μας ειδοποιήσετε έγκαιρα να μην πέσομε στην παγίδα;». – «Εμείς έχομε τυφλή πίστη και αφοσίωση στο αφεντικό μας! Αυτόν υπηρετούμε ολόψυχα και ό,τι μάς προστάζει αυτός εκτελούμε. Ουδέποτε πηγαίνομε κόντρα στον αφέντη. Δεν ξέρομε εμείς ούτε φιλίες ούτε συγγένειες! Θεωρούμε καλύτερο να μη χαλάμε την καρδιά τού αφεντικού και να φυλαγόμαστε απ’ την οργή του, παρά να κάνομε χάρες στο συγγενολόγι μας!».

Το ίδιο ισχύει και με τους υπηρέτες: δεν πρέπει να τους κατακρίνομε, αν λόγω αγάπης προς τα αφεντικά τους, ξεμακραίνουν απ’ την αγάπη τών ίδιων τών συγγενών τους.

Διαπίστωση: συμβαίνει διαχρονικά, σε διάφορα εργασιακά περιβάλλοντα, κάποιοι εργαζόμενοι, και μάλιστα κακοπληρωμένοι και ανασφάλιστοι, να συμμαχούν με την αδίστακτη εργοδοσία και παράλληλα να στρέφονται κατά συναδέλφων τους εργαζομένων με τους οποίους έχουν κοινή εργασιακή και ταξική μοίρα]. 

75. Ὄνος παλιούρους ἐσθίων καὶ ἀλώπηξ

Ὄνος παλιούρων ἤσθιεν ὀξείην χαίτην.
Τὸν δ’ εἶδεν ἀλώπηξ, κερτομοῦσα δ’ εἰρήκει·
«Πῶς οὕτως ἁπαλῇ καὶ ἀνειμένῃ γλώσσῃ
σκληρὸν μαλάσσεις προσφάγημα καὶ τρώγεις;».

Ὁ μῦθος πρὸς τοὺς σκληροὺς καὶ ἐπικινδύνους προφέροντας διὰ γλώσσης λόγους.

[Ένας γάιδαρος έτρωγε έναν αγκαθωτό θάμνο από γαϊδουράγκαθα (παλιούρους, ράμνους). Μια αλεπού τον είδε, τον άρχισε στις ειρωνείες και στα μαϊτάπια (=ειρωνείες, κοροϊδίες), και του είπε: «πώς εσύ, με μια τόσο απαλή και τρυφερή γλωσσίτσα, μπορείς και τρως τόσο σκληρό και αγκαθωτό φαγητό;».

Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε ανθρώπους είρωνες και μαϊταψήδες (=εμπαίκτες τών άλλων, κοροϊδευτές), δηλαδή σε ανθρώπους πικρόχολους και δηκτικούς, «αγουρόλογους», που κάθε κουβέντα τους είναι «καρφί» για τον άλλον.

Παροιμίες: «Ο λόγος του έναι μαχαιριά!», «Η μαχαιριά γιατρεύγεται, μα ο άγουρος λόγος (=κακός λόγος, προσβολή) απομένει», «Η γλώσσα έναι το πιο γλυκό φαγί και το πιο πικρό φαγί». «Έχει στο στόμα ζάχαρη και στην ψυχή φαρμάκι», «Κάθε κουβέντα του δηλητήριο!», «Κάθε κουβέντα του αγκύλι!»].

76. Κύων λέοντα διώκων καὶ ἀλώπηξ

Κύων θηρευτικὸς λέοντα ἰδών, τοῦτον ἐδίωκεν. Ὡς δὲ ἐπιστραφεὶς ὁ λέων ἐβρυχήσατο, φοβηθεὶς εἰς τοὐπίσω ἔφυγεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἔφη· «Ὦ κακὴ κεφαλή, σὺ λέοντα ἐδίωκες, οὗ οὐδὲ τὸν βρυχηθμὸν ὑπέμεινας;».

Ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ’ ἀνδρῶν αὐθάδων οἳ κατὰ πολὺ δυνατωτέρων συκοφαντεῖν ἐπιχειροῦντες, ὅταν ἐκεῖνοι ἀντιστῶσιν, εὐθέως ἀναχαιτίζουσιν.

[Μια φορά ένας κυνηγετικός σκύλος είδε ένα λιοντάρι, κι άρχισε την καταδίωξή του. Κάποια στιγμή το λιοντάρι σταμάτησε να τρέχει. Γύρισε προς τα πίσω κι άρχισε τα μουγκρητά, τους βρυχηθμούς. Ο σκύλος, όπως ήταν φυσικό, τρομοκρατήθηκε και τό ’βαλε στα πόδια.

Μια αλεπού, που ήταν μπροστά σ’ εκείνη τη σκηνή, είπε στο σκύλο: «είσαι με τα καλά σου, βρε ηλίθιε; Τόλμησες να κυνηγήσεις λιοντάρι, εσύ που ούτε το μουγκρητό του δεν αντέχεις ν’ ακούσεις;».

Αυτό το μύθο θα μπορούσε να διηγηθεί κανείς σε ανθρώπους ψευτοπαλληκαράδες και διπρόσωπους, που, ενώ λένε λόγια και συκοφαντίες πίσω από την πλάτη τίμιων ανθρώπων, ωστόσο, όταν οι τίμιοι άνθρωποι είναι μπροστά, αυτοί αμέσως αναδιπλώνονται κι «αλλάζουν τροπάριο».

Παροιμίες: «Από μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος», «Άθρωπος μπροστοπίσινος» (=αυτός που λέγει άλλα μπροστά σου κι άλλα πίσω σου, διπρόσωπος)].

77. Κύων κρέας φέρουσα

Κύων κρέας ἔχουσα ποταμὸν διέβαινε· θεασαμένη δὲ τὴν ἑαυτῆς σκιὰν κατὰ τοῦ ὕδατος, ὑπέλαβεν ἑτέραν κύνα εἶναι μεῖζον κρέας ἔχουσαν. Διόπερ ἀφεῖσα τὸ ἴδιον ὥρμησεν ὡς τὸ ἐκείνης ἀφαιρησομένη. Συνέβη δὲ αὐτῇ ἀμφοτέρων στερηθῆναι, τοῦ μὲν μὴ ἐφικομένῃ, διότι οὐδὲ ἦν, τοῦ δὲ, ὅτι ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ παρεσύρη.

Πρὸς ἄνδρα πλεονέκτην ὁ λόγος εὔκαιρος.

[Μια σκύλα κρατούσε στο στόμα της ένα κομμάτι κρέας. Πήγε να περάσει έναν ποταμό. Μέσα στα νερά τού ποταμού είδε τη σκιά της, δηλαδή την αντανάκλαση τού εαυτού της, το καθρέφτισμά της, το είδωλό της. Και πίστεψε πως εκεί μέσα βρισκόταν κάποια άλλη σκύλα που κρατούσε στο στόμα της ένα πιο μεγάλο κομμάτι κρέας. Τότε άνοιξε το στόμα της, κι έκανε ν’ αρπάξει το κρέας από το στόμα τής άλλης σκύλας, που όμως εκείνη ήταν ανύπαρκτη, φανταστική, αντικατοπτρισμός στο νερό.

Και φυσικά δεν άρπαξε τίποτα! Έχασε και το δικό της κρέας, που το παρέσυρε μακριά το ποτάμι.

Αυτή η ιστορία ταιριάζει σε άνθρωπο πλεονέκτη: «Όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα».

Παροιμίες: «Όποιος γυρεύγει να καλοκάτσει, παίρνει ο δαίμονας το gώλον dου», «Η κουρούνα, για να μάθει την πορπατηξιά τής πέρδικας, ήχασε την ιδικήν της», «Όποιος τα ξένα πεθυμά, τα εδικά του χάνει»]. 

78. Δρύες καὶ Ζεὺς

Αἱ δρύες κατεμέμφοντο τοῦ Διὸς λέγουσαι ὅτι «μάτην παρήχθημεν ἐν τῷ βίῳ· ὑπὲρ πάντα γὰρ τὰ φυτὰ βιαίως τὴν τομὴν ὑφιστάμεθα». Καὶ ὁ Ζεύς· «Ὑμεῖς αὐταὶ αἴτιοι τῆς τοιαύτης ἑαυταῖς καθεστήκατε συμφορᾶς· εἰ μὴ γὰρ τοὺς στειλειοὺς ἐγεννᾶτε, καὶ πρὸς τεκτονικὴν καὶ γεωργικὴν χρήσιμοι ἦτε, οὐκ ἂν πέλεκυς ὑμᾶς ἐξέκοπτεν».

Αἴτιοί τινες ἑαυτοῖς τῶν κακῶν καταστάντες τὴν μέμψιν ἀφρόνως τιθέασι τῷ θεῷ.

[Κάποτε οι δρύες (βαλανιδιές) τα βάλανε με το Δία και θύμωσαν πολύ μαζί του: «μάταια ήρθαμε σε τούτο τον κόσμο! Περισσότερο απ’ όλα τα φυτά και τα δέντρα εμείς δεχόμαστε τη βία απ’ τα τσεκούρια τών ανθρώπων!».

Και ο Δίας: «Και ποια ευθύνη φέρω εγώ γι’ αυτό;; Εσείς και μόνο έχετε την αποκλειστική ευθύνη για ό,τι τραβάτε! Αν δεν προσφέρατε στους ανθρώπους τόση χρησιμότητα στις οικοδομές, στη ναυπηγική, και γενικά σ’ όλες τις τέχνες, κι αν εσείς οι ίδιες δεν δίνατε τα στειλιάρια τών τσεκουριών με τα οποία σάς κόβουν, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα παθαίνατε. Για όσα λοιπόν τραβάτε, φταίει το ξεροκέφαλό σας!».

Δίδαγμα: τα βάσανα ορισμένων ανθρώπων οφείλονται στο κεφάλι τους και μόνο. Δεν σου φταίει ο Θεός, αν εσύ «γίνεσαι χαλί να σε πατάνε όλοι». Όποιος εκμηδενίζει και ακυρώνει τον εαυτό του ο ίδιος, είναι φυσικό επακόλουθο να μην τον λογαριάζουν ούτε οι άλλοι. Δηλαδή, ακόμα και στην φιλοτιμία και στην προσφορά προς τους άλλους, χρειάζεται μέτρο κι όχι υπερβολή.

Παροιμίες: «Όποιος εύκολα προσφέρεται, εύκολα και περιφρονιέται», «Αν δεν εγονάτιζε η καμήλα, δεν θα την εφορτώνανε», «Θώρε την κρυάδα και μοίραζε το πάπλωμα!» (=δίνε τη βοήθειά σου στους άλλους ανάλογα με τις δυσκολίες που εκείνοι αντιμετωπίζουν, κι όχι ίδια και όμοια σ’ όλους ανεξαιρέτως!), «Όποιος γίνεται γη, τον πατούνε όλοι», «Όποιος γίνεται μέλι, τον τρων οι μύγες», «Όποιος γίνεται πρόβατο, τον τρώει ο λύκος», «Το χαμηλό το άλογο όλοι το καβαλλάνε», «Ο καλός καλό δε βλέπει, κι ο κακός κακό δε βλέπει»].

79. Κύων και μάγειρος

Κύων εἰσπηδήσας εἰς μαγειρεῖον καὶ, τοῦ μαγείρου ἀσχολουμένου, καρδίαν ἁρπάσας, ἔφυγεν. Ὁ δὲ μάγειρος ἐπιστραφείς, ὡς εἶδεν αὐτὸν φεύγοντα, εῖπεν· «Ὦ οὗτος, ἴσθι ὡς, ὅπουπερ ἂν ᾖς, φυλάξομαί σε· οὐ γὰρ ἀπ’ ἐμοῦ καρδίαν εἴληφας, ἀλλ’ ἐμοὶ καρδίαν ἔδωκας».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνονται.

[Ένας σκύλος πήδηξε κρυφά μέσα σ’ ένα μαγειρείο. Εκείνη την ώρα ο μάγειρας ήταν απασχολημένος στην κουζίνα, και δεν τον πήρε είδηση. Ο σκύλος λοιπόν άρπαξε πάνω από τον πάγκο μια καρδιά ζώου, που ο μάγειρας την προόριζε για μαγείρεμα.

Ο μάγειρας, σαν είδε τον κλέφτη σκύλο να έχει στο στόμα την καρδιά και να φεύγει, του είπε: «Έννοια σου, και μη στενοχωριέσαι, βρομόσκυλο! Όπου και να πας, ξέρε πως θα σε πιάσω! Τώρα, δεν μου πήρες καρδιά, μου έδωσες καρδιά!».

Πολλές φορές τα παθήματα γίνονται μαθήματα και μας κάνουν πιο δυνατούς, ψυχικά και συναισθηματικά, για την αντιμετώπιση μελλοντικών δυσκολιών. 

Παροιμία: «Το σίδερο όσο το χτυπάς σκληραίνει», «Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάμνει πιο δυνατό»].

80. Δημάδης ὁ ῥήτωρ

Δημάδης ὁ ῥήτωρ δημηγορῶν ποτε ἐν Ἀθήναις, ἐκείνων μὴ πάνυ τι αὐτῷ προσεχόντων, ἐδεήθη αὐτῶν ὅπως ἐπιτρέψωσιν αὐτῷ Αἰσώπειον μῦθον εἰπεῖν. Τῶν δὲ συγχωρησάντων αὐτῷ, ἀρξάμενος ἔλεγε· «Δήμητρα καὶ χελιδὼν καὶ ἔγχελυς τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον· γενομένων δὲ αὐτῶν κατά τινα ποταμόν, ἡ μὲν χελιδὼν ἔπτη, ἡ δὲ ἔγχελυς κατέδυ»· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐσιώπησεν. Ἐρομένων δὲ αὐτῶν· «Ἡ οὖν Δήμητρα τί ἔπαθεν;» ἔφη· «Κεχόλωται ὑμῖν, οἵτινες τὰ τῆς πόλεως πράγματα ἐάσαντες Αἰσωπείων μύθων ἀντέχεσθε».

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν ὅσοι τῶν μὲν ἀναγκαίων ὀλιγωροῦσι, τὰ δὲ πρὸς ἡδονὴν μᾶλλον αἱροῦνται.

[Κάποτε ο ρήτορας Δημάδης δημηγορούσε στην Αθήνα. Όμως οι ακροατές του καθόλου δεν τον πρόσεχαν και «κοιμόντουσαν». Τότε τούς είπε: «σας παρακαλώ πολύ, δώστε βάση σ’ ένα μύθο τού Αισώπου τον οποίο τώρα θα σας διηγηθώ! Θέλετε να τον ακούσετε;». – «Ναι!», απάντησε, με μια φωνή, το πλήθος.

Κι ο Δημάδης άρχισε την εξιστόρηση τού παραμυθιού: «Μια φορά ήταν η θεά Δήμητρα, ένα χελιδόνι κι ένα χέλι. Όλοι αυτοί βάδιζαν μαζί στο δρόμο. Κάποια στιγμή πλησιάζουν σ’ έναν ποταμό. Το χελιδόνι πήρε δρόμο και πέταξε στον ουρανό, και το χέλι βούτηξε στα νερά τού ποταμού».

Σαν είπε όλα αυτά τα λόγια ο Δημάδης, έκανε παύση για λίγο. Και οι ακροατές, που τους είχε εξάψει την περιέργεια και ήθελαν να ακούσουν και τα παρακάτω, ρώτησαν: «Κι η Δήμητρα τι έκαμε;». – «Η θεά Δήμητρα οργίστηκε, και είναι ακόμα πολύ θυμωμένη μαζί σας, διότι δε δίνετε σημασία για τις υποθέσεις τού κράτους και κάθεστε κι ακούτε εμένα που σας αραδιάζω παραμύθια τού Αισώπου!».

Δίδαγμα πρώτο: ορισμένοι άνθρωποι είναι τόσο ανώριμοι και ανεύθυνοι που αδιαφορούν για τις σοβαρές υποθέσεις και στρέφουν την προσοχή τους σε άλλα «χαζοχαρούμενα» ζητήματα.

Δίδαγμα δεύτερο: όσοι μιλούν μπροστά σε ακροατήρια (δάσκαλοι, πολιτικοί) οφείλουν να είναι γνώστες τής Ψυχολογίας τών Μαζών. Δηλαδή είναι σύνηθες φαινόμενο, όταν κανείς μιλά σε ακροατήρια, ο αποκοιμισμός τού ακροατηρίου, για μια σειρά από λόγους. Τότε ο άξιος ομιλητής πρέπει να ξέρει την τεχνική μέσω τής οποίας οι «κοιμισμένοι» ακροατές θα «ξυπνήσουν» και θα επανενωθούν με τον ομιλητή, νοητικά και ψυχικά]. 

 

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη