
Το δυστύχημα της Αίγινας, μας συγκλόνισε όλους, γιατί το «τυχαίο» των θυμάτων, για μια στιγμή μας έφερε κοντά σε εκείνους τους ανθρώπους που σήμερα θρηνούν. Το τυχαίο αυτό μεταφράζεται βέβαια και σε ευρύτητα κινδύνου, με την έννοια ότι στη θέση των θυμάτων θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς. Αυτές οι έννοιες που συχνά στην πράξη δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε, δηλαδή ο κίνδυνος, όταν (ευτυχώς) παραμένει απλός κίνδυνος και δεν προχωρεί σε βλάβη - θάνατο και η ευρύτητα του κινδύνου, ότι δηλαδή αυτός θα μπορούσε να θίξει τον οποιονδήποτε «τυχαίο» κοινωνό, έχουν αναγνωριστεί από το ποινικό μας δίκαιο και τους έχει αποδοθεί ξεχωριστή βαρύτητα, ανεξάρτητα από το αν τελικά προκαλείται βλάβη και ανεξάρτητα και από το πόσοι άνθρωποι τελικά έχουν πληγεί.
Ο κίνδυνος για αόριστο αριθμό αγαθών, πάντα ενδιέφερε στην πραγματικότητα την έννομη τάξη μας, απλά εμείς ως ελληνική κοινωνία, αν δε «δούμε αίμα», δε συγκινούμαστε. Ειδικά για τη συγκοινωνία, πέρα από την αυτονόητη ανθρωποκτονία από αμέλεια (302 Π.Κ.) που αφορά στο θάνατο (δηλαδή βλάβη) ενός ανθρώπου από αμέλεια και είναι πλημμέλημα, υπάρχουν κακουργήματα που αφορούν στη δημιουργία του κινδύνου μόνο, κατά τη συγκοινωνία- και όχι βλάβη- από δόλο ως προς τον κίνδυνο, για αόριστο αριθμό αγαθών, όπως τα άρθρα 290 και 291 Π.Κ., που τα θυμόμαστε σε κάθε τροχαίο –αεροπορικό -υδάτινο δυστύχημα με πολλά θύματα.
Κίνδυνος – βλάβη, δόλος – αμέλεια, ένας εξατομικευμένος άνθρωπος –αόριστος αριθμός αγαθών, πλημμέλημα – κακούργημα, πως συνδέονται όλα αυτά στον Ποινικό μας Κώδικα; Όπως κατανοεί ο καθένας, η βλάβη τιμωρείται βαρύτερα από τον κίνδυνο, ο δόλος βαρύτερα από την αμέλεια, η προσβολή αορίστου αριθμού ανθρώπων βαρύτερα από την προσβολή του συγκεκριμένου και το κακούργημα είναι βαρύτερο από το πλημμέλημα. Πολλές φορές κατά τη συγκοινωνία, κινδυνεύουν πολλοί λόγω παραβάσεων των όρων ασφάλειας, αλλά επειδή δεν συμβαίνει κάποιο δυστύχημα, αυτό το συμβάν περνά νομικά απαρατήρητο. Όταν συμβεί το δυστύχημα, συνήθως έχουν κινδυνεύσει πολλοί, από δόλο, και από όλους αυτούς που κινδύνευσαν βλάπτονται λίγοι, από αμέλεια. Το πλέον δε σύνηθες στα κατηγορητήρια των ποινικών δικαστηρίων είναι να περιγράφεται το απτό αποτέλεσμα, ότι δλδ θανατώθηκαν Χ άτομα και να δίνεται μάχη για να αποδειχθεί αν αυτό συνέβη από δόλο ή αμέλεια. Κάποτε, στα μεγάλα δυστυχήματα, μπροστά στην ανάγκη να συσταθούν κατηγορίες για κακουργήματα, ακόμη και με λογικές υπερβάσεις όπως στην περίπτωση των Τεμπών, η δίωξη αφορούσε σε ανθρωποκτονίες με ενδεχόμενο δόλο. Όλο αυτό βέβαια γινόταν κατά κατάχρηση της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και φυσικά στο δικαστήριο η κατηγορία κατέρρεε και καταλήγαμε με ανθρωποκτονίες από αμέλεια και οικογένειες θυμάτων που αισθάνονταν βαθιά αδικημένες. Και όλο αυτό συνέβαινε, γιατί αγνοούνταν οι διατάξεις για την πρόκληση κινδύνου από δόλο, για αόριστο αριθμό αγαθών, οι οποίες εφόσον είχαν και θανατηφόρο αποτέλεσμα από μόνες τους έστεκαν ως κακούργημα και απένειμαν πραγματικά, δικαιοσύνη.
Αντίστοιχα όμως και εδώ, η κατηγορία για το δυστύχημα της Αίγινας απαιτεί πάρα πολύ προσοχή και περιεκτικότητα, για τους ακόλουθους λόγους: Αν η κατηγορία περιοριστεί στην θανατηφόρα πρόκληση ναυαγίου (277 Π.Κ.) και την ανθρωποκτονία από αμέλεια (302 Π.Κ.) και αγνοηθούν ακόμη μία φορά, οι διατάξεις για τη διατάραξη της υδάτινης συγκοινωνίας (291 Π.Κ.), το έλλειμμα μπορεί να είναι καθοριστικό. Γιατί όλη αυτή η επιμονή; Διότι το κατηγορητήριο αυτό, μπορεί με μια ενδιαφέρουσα υπερασπιστική γραμμή να καταρρεύσει με σχετική ευκολία. Κι αυτό, γιατί η θανατηφόρα πρόκληση ναυαγίου τιμωρείται μόνο με δόλο ως προς την πρόκληση ναυαγίου, σχήμα ολίγον οξύμωρο, καθώς δεν είναι αυτό που λέμε λογικό, ο οδηγός του ταχυπλόου να είχε δόλο για την πρόκληση του ναυαγίου, αφού και ο ίδιος ήταν επιβάτης – κοινωνός του ίδιου κινδύνου. Άρα, πιο λογικό ακούγεται η πρόκληση ναυαγίου να ήταν από αμέλεια, άρα πλημμεληματικής μορφής, όπως και η ανθρωποκτονία από αμέλεια. Συνεπώς, αν αγνοηθεί το αρ. 291 Π.Κ., εύκολα αποκρούονται οι κακουργηματικές κατηγορίες και μας μένουν τα πλημμελήματα, με τις οικογένειες των θυμάτων να αναζητούν το αίσθημα της δικαίωσης σε ήπιες καταδίκες σε φυλάκιση, την κοινωνία να αισθάνεται ότι ήθελε «κάτι παραπάνω», σιγά σιγά δε, να νομιμοποιείται στα μάτια του κόσμου η παράκαμψη της Δικαιοσύνης, αφού η εικόνα Της, δεν προστατεύτηκε επαρκώς όταν έπρεπε.
Αντίθετα, η διατάραξη της υδάτινης συγκοινωνίας του αρ. 291 Π.Κ., απαιτεί δόλο μόνο ως προς τη δημιουργία κινδύνου κατά τη ναυσιπλοϊα και εφόσον υπάρχουν ανθρωποκτονίες από αμέλεια εξαιτίας του κινδύνου αυτού, ήδη η πράξη τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον 10 ετών. Είναι απορίας άξιο το γιατί αυτή η διάταξη, που καλύπτει όλο το εύρος των περιστάσεων και προσφέρει και το αντίστοιχο εύρος ποινής ώστε να μπορεί ο δικαστής να κινηθεί είτε στο χαμηλότερο είτε στο υψηλότερο πλαίσιο που του προσφέρεται, ανάλογα με τα στοιχεία της δικογραφίας, όλα αυτά τα έτη αγνοείται επιδεικτικά.
Σαφώς, όλες οι συζητήσεις στο χώρο της ενημέρωσης, αποτελούν απλά τροφή για σκέψη, αφού οι στέρεες αξιολογήσεις απαιτούν γνώση των συγκεκριμένων στοιχείων της κάθε υπόθεσης. Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα, δυστυχώς, είναι πολύ έμπειρη σε αυτής της φύσεως τις υποθέσεις, γεγονός όμως που σημαίνει ότι αυτές οι πικρές εμπειρίες δεν έχουν ακόμη προκαλέσει τις αναμενόμενες ζυμώσεις στην ελληνική κοινωνία.
Αναστασία Καρατζά
Δικηγόρος Χίου
ΜΔΕ Ποινικών και
Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ
































