
-Ε κυρ Γιάννη, ίντα κάεις. Σήμερις ε σε ΄δα στο λιοχώραφο α εμπύεις τον τράο τσε την αγελάα εδετσεί. Πως τσε εν ήρκες.
-Όι βρε Γιωργό, ήμουε από προχτές χάλια. Επόνιεν το στομάι μου. Εν τα χα τα τσαλά μου τσι είπα ας μη κάω αμώρια (απερισκεψία) τσε πάω τσε ξανατσυλώ.
- Αμάτις α ρτω α κάτςοεν εδευτού στην πετζούλα, μόνο μη κολλήω τίποτις.
-Όγιεσκε, αμώνω σου πως εν έω τώρα τόποτις. Έλα α σου πω το πάημα ενός συχωρεμένου παπά Βασίλη, Πυργούση πούαμεν στην Παναγιά πρι εατό πενήντα χρόνια Που λες Γιωργό, ο παπά Βασίλης, ελέαν πως ήταν αγουρόγλωσσος τσι ήψαλλεν άγλυκα τσε πασπάτης ήτανε. Όπου όμως εβρίσκουνταν (όξω από την εκκλησά) ήρεσέν του α λε στις παρέγιες του: «Διάολε ίντα ‘ναι ευτά που λες;» Έτσινα αρχινούσεν τα λόια του τσε φόριεν τσε ένα αμάνικο ξεβαμένο αντερί ως τη γη α μη γλέπουν πως πορπατεί κεπαπούτσωτος. Μιαν ημέρα ήρκεν ο Δεσπότης που εν ήτο Χιώτης τσε ελωλάθη μόλις ο παπάς ήψαλλεν τρις το «Τσύριε ελέησον, Τσύριε ελέησον, Τσύριε ελέσον». Ήπιαεν η λουτουργιά στις εφτά κι ήφταεν στις 11 τσε εν είεν τέλος. Λέ ο Δεσπότης: «Ε παπά θ΄απολύσουμε επιτέλους σήμερα;» Ο παπάς ΄λε του: «Πολεμώ τα, εν τα πολλαίνω μα ο Τσύριος θε όλα α τα πάουνε στ’ αυθκί του. Αφού διάζεσαι, λέε εσύ το «Πατερ ημών», λέω εγώ διαστικά το «Μετά φόβου Θεού» τσε πε εσύ «Διευχών» τσε εξεμπεράψαμεν τα΄ άλλη φορά τ΄άλλα. « Έδεδέτσι εγίνηεν τσι ήβγαν οξω τσε επίαν για βασκομηλιά με ρουκανάτσι. Εδεστεί λε ο Δεσπότης: «Ε παπά Βασίλη, μου είπαν πως έχει ένα πουγκί γεμάτο φλουριά αληθεύει; » Ο παπάς:»Δ…λε ίντα ‘ναι ευτά που λες ; Εν εω τέτοιο πράμα. Μόνο μπακανότες έω.» Πάλι ο Δεσπότης: «Ε παπά Βασίλη το φελόνι σου το έπιασε ο σκώρος. Πάρε άλλο καινούργιο. Αφού το πουγκί σου έχει γρόσια» Τουμπαλι ι ο παπάς: «Δ….λε ίντα ‘ναι ευτά που λές; Αφκρίσου το στοαυθκί σου, εν έω παράες.» Ο Δεσπότης του λε: «Πολύ τακτικά ακούω πως τον καλείς τον δ…λο» Τσιο παπάς: «Δ…λε ίντα ‘ναι ευτά που λες; Μόνο όξω αφ΄την εκκλησά το λέω. Γλέπεις ήμαθά το από παιί.»
- Ε κυρ Γιάννη είχε και συνέχεια η υπόθεση;
- Εδετσίνη τη στιγμή μπροαίνει ο γιός του παπά δέκα χρονώ παιί, τον γλέπει εδετσεί τσε φωνάτζει του. «Ε παπά, έμπυα το παλούκι του δεσπότη σ΄άλλο μέρος τσι ήσφυξα του το καπίστρι μη φύει, τσε ε μπανά, ας φά τσε μερτσινιές. Ήβαλα τσε την αγελάα πιο πέρα». Ήκουεν τον ο Δεσπότης τσε λέ του: «Μικρέ ποιος ειν΄αυτός ο δεσπότης;» Ο μικρός μονομιάς λέ του, δίχως α δει ποιος είναι: «Ο τράος μας. Ευτόν λέομεν δεσπότη».
-Ηγού, ηγού λόον κυρ Γιάννη που ηξεστόμησεν. Τσι ύστερις.
- Ε ήφυεν με διασύνη ο Δεσπότης τσε σε δυό μέρες ήστειλεν του παπά Βασίλη το χαρτί πως α γενεί αργός έναν μήνα. Πα ο παπάς στη χώρα τσε λε στον Πρωτόπαπα της Μητρόπολης το τσε το. «Δ…λε ίντα ‘αι ευτά που μου στειλεν ο Δεσπότης; Α αφουκράζεται ευτά που λε ένα παιί τσε α τα πιστεύκει ;» Ο πρωτόπαπας του λε: «Ε γροικάς παπά Βασίλη πως απέ μικρό κι απε λωλό μαθαίνεις την αλήθεια; Ύστερις ειν και τάλλο όλο λες «Δ…ολε…και Δ…λε. Κι απαντά στον πρωτόπαπα: «Ε μα εν το λέω στην εκκλησά μόνο μόνο πούετι αλλού το λέω. Τσε τον τράο δεσπότη είπατονε μια φορά επειδής έει μακριά γεννιάδα. Ευτό ταν όλο όλο.» Εδευτά τούπεν, μα έφυε αποσβολωμένος τσε ήρκε στο καντούνι του ως να τσυλίσει ο μήνας τ΄ άχνα εν ήβγαλεν.
- Ίντα α πω τσε γω κυρ Γιάννη. Θεός σχωρέσει τσε τον παπά τσε τον Δεσπότη. Εν εγροίκουν πως υπήρξεν τράος που... εξαίμασε ένα παπά. Ηγού ηγού τσι «οι τοίοι έουν αυθκιά». Θεός φυλάξει αφ΄τις ξεες γλώσσες!
* Ιάκωβος Γ. Μπριλής - Συντ/χος Μαθηματικός

































