Η Ελλάδα κρέμεται από μια κλωστή

Δευ, 13/04/2015 - 09:36

Έχουν περάσει ακριβώς πέντε χρόνια από τότε που η Ελλάδα εντάχθηκε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης με τη στενή συνεργασία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Εκείνη την χρονική περίοδο τα βασικά αλλά και κρίσιμα οικονομικά δεδομένα της χώρας ήταν τα κάτωθι: To ΑΕΠ ανερχόταν σε 222,151 δις στο τέλος του 2010. Το δημόσιο χρέος ήταν 148,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η ανεργία ανερχόταν στο 12,5%. To ποσοστό των Ελλήνων που ζούσαν στο όριο της φτώχειας (εισόδημα μικρότερο από το 60% του εθνικού διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος) ήταν 27,6%. 

H πολιτική της ακραιφνούς λιτότητας που εφαρμόζεται στη χώρα κατ’ εντολή των διεθνών πιστωτών όλα αυτά τα χρόνια έχει επιδεινώσει περαιτέρω την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι, το ΑΕΠ σήμερα έχει συρρικνωθεί σε 186,54 δις. Το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί στο 176% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η ανεργία έχει ανέλθει θεαματικά στο 26%, πλήττοντας κυρίως τους νέους που πολλοί εξ’ αυτών διαθέτουν λαμπρά επιστημονικά εφόδια με αποτέλεσμα να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Αυτή η σοβαρή απώλεια ταλέντων θα μπορούσε να βοηθήσει τη χώρα σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία. Το ποσοστό των Ελλήνων που ζουν στο όριο της φτώχειας είναι 34,6% ή 3.795100 άτομα.

Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς με βάση την παράθεση των παραπάνω στοιχείων ότι το πρόγραμμα της δημοσιονομικής προσαρμογής σε μια χώρα που βρισκόταν ήδη σε ύφεση πριν από το 2010 έχει παντελώς αποτύχει και δεν θα ήταν καθόλου ορθολογικό, οικονομικά και κοινωνικά, να συνεχιστεί η εφαρμογή του. Η συγκεκριμένη συσταλτική δημοσιονομική πολιτική και τα μέτρα λιτότητας διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα θανατηφόρο σπιράλ χρέους-ύφεσης-λιτότητας, αποκλείοντας κάθε προοπτική για ανάπτυξη.

Έτσι, η παρατηρούμενη επιμονή στη απαρέγκλιτη συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος ακραίας λιτότητας εκ μέρους των δανειστών θα έχει πραγματικά τραγικά αποτελέσματα για τη χώρα. Θα οδηγήσει στην ολική οικονομική καταστροφή που δεν θα μπορέσει να επουλωθεί για δεκαετίες και βεβαίως σε μια απίστευτων διαστάσεων ανθρωπιστική κρίση για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Οι άστεγοι και εξαθλιωμένοι πολίτες που είναι ήδη ορατοί στους δρόμους της Αθήνας θα πολλαπλασιαστούν ραγδαία. Οι αυτοκτονίες λόγω της απόγνωσης και της απελπισίας που προκαλεί η αδυναμία επιβίωσης θα συνεχίσουν τη φρενήρη αυξητική τους πορεία. Οι λιποθυμίες των παιδιών στα σχολεία λόγω έλλειψης επαρκούς σίτισης θα καταστούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.

Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται με επίταση αυτήν την κρίσιμη χρονική περίοδο είναι το τι πρέπει να γίνει προκειμένου η Ελλάδα να βγει από το θεοσκότεινο τούνελ της βαθειάς οικονομικής κρίσης και να εισέλθει στη φωτεινή λεωφόρο της ανάπτυξης και της προόδου.

Εν πρώτοις, το χρέος που σηκώνει στις πλάτες της η ελληνική οικονομία είναι τεράστιο και δυσβάσταχτο και δεν διαφαίνεται καμία δυνατότητα αποπληρωμής του. Άρα πρέπει να διαγραφεί το μεγαλύτερο μέρος της ονομαστικής αξίας του χρέους ώστε το δανειακό βάρος της χώρας να περιοριστεί κάτω από το 100% και να γίνει βιώσιμο με τεχνική ταυτόχρονα που δεν θα ζημιώνει τους άλλους λαούς της Ευρώπης. Η αποπληρωμή του υπόλοιπου χρέους θα πρέπει να συνδεθεί με «ρήτρα ανάπτυξης», έτσι ώστε να εξυπηρετείται από την ανάπτυξη και όχι από το ενδεχόμενο πλεόνασμα του προϋπολογισμού.

Δεύτερον, απαιτείται η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με κύριους μοχλούς α) την βιώσιμη εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσα από την αλλαγή του μείγματος των παραγόμενων προϊόντων στη χώρα, ενδυναμώνοντας κατά συνέπεια τα περιθώρια εξαγωγικού προσανατολισμού πολλών κλάδων της ελληνικής οικονομίας. β) την εκβιομηχάνιση με την εφαρμογής μιας ολοκληρωμένης μακρόπνοης βιομηχανικής πολιτικής και την ανάπτυξη της εγχώριας έρευνας και της παραγωγής μιας ευρείας γκάμας προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. O τομέας της μεταποίησης είναι ιδιαίτερα κρίσιμος αφού είναι αδύνατον να ελπίζει μια χώρα ότι θα ανέλθει στην αλυσίδα αξίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας χωρίς να δημιουργήσει την απαραίτητη μεταποιητική βάση που περιλαμβάνει πρωτίστως την παραγωγή τελικών βιομηχανικών προϊόντων. γ) την απόδοση ιδιαίτερης έμφασης στον τουρισμό, στον οποίο η Ελλάδα διαθέτει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα, αλλά και τη ναυτιλία-η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο-και ασφαλώς την γεωργία για την κάλυψη βασικών κοινωνικών αγαθών και δ) την αποτελεσματική εκμετάλλευση των πρώτων υλών-όπως βωξίτες από όπου παράγεται το αλουμίνιο- και πιθανών μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου, τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο Πέλαγος.

Τρίτον, χρειάζεται η οικοδόμηση ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού  και ορθολογικού κράτους που θα λειτουργεί με εντιμότητα και δεν θα παρεμβάλει αμέτρητα γραφειοκρατικά εμπόδια στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας  καθώς και η αποτελεσματική καταπολέμηση της Λερναίας Ύδρας της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, ούτως ώστε να αρθούν οι πολλαπλές αρνητικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις που προκαλεί και να αποδοθεί φορολογική δικαιοσύνη. Οι οικονομικές επιπτώσεις έχουν να κάνουν αφενός με τις ζημίες των οικονομικών του κράτους και αφετέρου με τις δυσμενείς επιδράσεις στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Όταν παγιώνεται η αντίληψη ότι μόνο με το χρηματισμό των ατόμων που κατέχουν κομβικές θέσεις στη δημόσια διοίκηση μπορεί να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αποθαρρύνονται οι επενδύσεις, νοθεύεται ο υγιής ανταγωνισμός και καταδικάζονται σε μαρασμό οι επιχειρήσεις που αρνούνται να συμμετέχουν σε τέτοιου τύπου άνομες και ανήθικες συναλλαγές. Οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της διαφθοράς είναι, επίσης, εξαιρετικά σοβαρές. Η διαφθορά δημιουργεί στους πολίτες δυσαρέσκεια, απογοήτευση και ένα έντονο αίσθημα κατάρρευσης των αξιών. Παγιώνεται η πεποίθηση ότι τίποτα δεν λειτουργεί σωστά και ότι ο νομοταγής πολίτης αδικείται. Οι θεσμοί υπονομεύονται και κλονίζονται και εντέλει διαβάλλεται το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα στα μάτια των πολιτών. Η άμεση θέσπιση εξάλλου ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος που δεν θα ενθαρρύνει και δεν θα «δικαιολογεί» τη φοροδιαφυγή θα συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της φορολογικής συνείδησης των φορολογούμενων και άρα στη σημαντική αύξηση των κρατικών εσόδων.

Οι θέσεις αυτές θα πρέπει χωρίς καθυστέρηση να μπουν στον δρόμο της υλοποίησης ούτως ώστε να βγει η Ελλάδα από το κώμα της ύφεσης και να οδηγηθεί στο φως της πολυπόθητης ανάπτυξης, μακριά από τις εφαρμοζόμενες άγριες και αδιέξοδες πολιτικές της λιτότητας, που αποτελούν την αιχμή του δόρατος του χρηματιστικού καπιταλισμού στην προσπάθεια του να αποπληρωθεί το χρέος και να διατηρήσει την κυριαρχία του σε μια εποχή έντονης και γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης.

            Οι Ευρωπαίοι πολίτες από την πλευρά τους θα πρέπει να σταθούν αλληλέγγυοι στο δράμα του ελληνικού λαού που μετατράπηκε όλα αυτά τα χρόνια σε πειραματόζωο, αφού το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που δανείζεται το ελληνικό Δημόσιο δεν καταλήγει στους Έλληνες φορολογούμενους, αλλά σε τράπεζες είτε για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων ή για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, το κόστος της οποίας βαραίνει σε μεγάλο μέρος τους φορολογούμενους.  

Συμπερασματικά, η Ελλάδα δεν αντέχει να συνεχίσει με τη λιτότητα, διότι έχει φτάσει στα απώτατα όρια της, αφού έχει καταρρεύσει το βιοτικό επίπεδο αλλά και η αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού και αυτό θα πρέπει να το κατανοήσουν οι πιστωτές. Διαφορετικά, η ώρα της σύγκρουσης και της ρήξης δεν θα αργήσει.  

 

Άλλες απόψεις: Του Ισίδωρου Καρδερίνη