
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την ανακοίνωσή μου με τίτλο ‘Ερμηνευτική προσέγγιση των ποιημάτων του Κ.Π.Καβάφη «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» και «Περιμένοντας του βαρβάρους», που εκφωνήθηκε στην Ημερίδα για τον εορτασμό έτους Καβάφη, στο Ίδρυμα «Maria Tsakos», Αθήνα, 26 Μαΐου 2013.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης εποχής, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια. Παιδί ακόμα φεύγει από την πόλη του για να ζήσει όλα τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Αγγλία και την Κωνσταντινούπολη. Το 1885 επιστρέφει μόνιμα πια στην Αλεξάνδρεια και αρχίζει να μελετά συστηματικά φιλολογία και ιστορία. Στις 29 Απριλίου 1933 πεθαίνει. Η Αλεξάνδρεια λειτουργεί στην ποίηση του Καβάφη ως ένας χώρος, γεμάτος γνώσεις, ελληνικότητα, καθώς και μια πλούσια ιστορία, στοιχεία που της προσδίδουν μια ιδιαίτερη δυναμικότητα και αποτελεί το χώρο στον οποίο διαδραματίζονται αρκετά ποιήματά του..
Ο Καβάφης έχει εντελώς δική του ποίηση. Θα μπορούσε να πει: «Η ποίηση μου είμαι εγώ». Όπως, πολύ σωστά, παρατηρεί ο Λίνος Πολίτης, η απομόνωση του Καβάφη εξηγεί, ως ένα μέρος τις ιδιοτυπίες της ποίησής του. Όσο όμως κι αν φαίνονται τα ποιήματά του πεζολογικά κι ο στίχος του λιτός, ας μη ξεχνάμε ότι ο ποιητής τα περνά πάντα από εξονυχιστική διεργασία. Η ποίησή του είναι διδακτική, ελεγειακή ακόμα και λυρική, αναζητά ορόσημα και όρια μέσα στην ιστορία.
Ο λόγος του πυκνός, δραματικός εκφράζει τα αδιέξοδα. Προσπαθεί να απομυθοποιήσει τα σύμβολα. Με τη χρήση των συμβόλων ο Καβάφης κατόρθωσε να εκφράσει σημαντικές έννοιες με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, εγκλωβίζοντας συχνά την φαντασία του αναγνώστη. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για το μέλλον. Στοιχεία που δίδουν διαχρονικότητα στο έργο του.
Οι ήρωες του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει, ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από το πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση. Είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική.
Τα ποιήματα του Καβάφη, αναπαριστούν «την ανθρώπινη δράση και την ανθρώπινη συμπεριφορά», κατά τον Elliot. Είναι γεμάτα από ένα πλήθος ανθρώπων και δραματικών καταστάσεων που παράγουν συγκίνηση. Σύμφωνα με το περιεχόμενό τους, χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής, ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή.
Εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικό» είναι ο Σεφέρης, για να διαχωρίσει με αυτόν τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά, δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες αλλά μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον, συνήθως στην ελληνιστική εποχή, όπως το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης».
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του εισηγήθηκε τον όρο «ιστορικοφανή». Εκεί εντάσσει τα ιστορικά ποιήματα, των οποίων τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει την πλοκή.
Ο Μιχάλης Πιερής θεώρησε αναγκαίο τον όρο «ιστοριογενή», για τα ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό.
Με το ποίημα «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» ο Καβάφης σατιρίζει την τάση ορισμένων ανθρώπων να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως κάτι που προφανώς δεν είναι, υποκρινόμενοι ανυπόστατες ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Η υποκρισία αυτή ενοχλεί τον ποιητή, ο οποίος θεωρεί ότι είναι ανόητο κάποιος να επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό του καλύτερο ή διαφορετικό απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1928.
Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια, τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού, ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης. Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική. Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο, κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας, έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται• κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά, κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό, ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά• κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
Το ποίημα αυτό είναι ψευδοϊστορικό καθώς ο πρωταγωνιστής του ο Αριστομένης ο υιός του Μενελάου, δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ο Καβάφης συνηθίζει να δημιουργεί πλαστά ιστορικά πρόσωπα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ποιητικής του ιδέας. Σε πολλά του ποιήματα αναπαριστά μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή και εντάσσει σε αυτή πρόσωπα που τα έχει εμπνευστεί ο ίδιος -δημιουργώντας έτσι μια μυθιστορηματική ποιητική σύνθεση- προκειμένου να ανασυνθέσει ένα κλίμα κατάλληλο για τη μετουσίωση των σκέψεών του σε ποίηση. Στήνει περίτεχνα ένα σκηνικό και κατορθώνει μέσα σ’ αυτό να κινήσει τους χαρακτήρες του ποιήματος και να τους κριτικάρει: Τον Αριστομένη, «ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης» και τους Αλεξανδρινούς.
Στη δημιουργία του διάκοσμου της σκηνής συμμετέχουν η γλώσσα, η οποία είναι ιδιότυπη, δημοτική με στοιχεία από την καθαρεύουσα, που προσδίδει ένα ίσως ηθελημένο πεζολογικό ύφος και με κωνσταντινουπολίτικους ιδιωματισμούς και τα λιτά εκφραστικά μέσα χωρίς τη συχνή χρήση επιθέτων και εικόνων, έτσι ώστε να κρύβει τον συναισθηματικό κόσμο αντί να τον φανερώνει.
Ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης μένει λίγες μέρες στην κοσμική Αλεξάνδρεια. Παρ’ όλο που η κοινωνία της είναι απαιτητή, κερδίζει τη μάχη των εντυπώσεων με τους εξής τρόπους:
• Καλύπτεται πίσω από ονόματα και ενδύματα ελληνικά «Αριστομένης, υιός του Μενελάου», «κοσμίως ελληνική».
• Προσέχει την συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του. Είναι ελληνοπρεπής και κινείται «με μέτρο».
• Επιλέγει τα βιβλία που ίσως και να μη διαβάζει «Αγόραζε βιβλία ελληνικά/ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά»
• Είναι λιγομίλητος και γι’ αυτό ‘διεδίδετο’ ότι ήταν βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος.
Οι Αλεξανδρινοί ξεγελάστηκαν από τους τίτλους και τη συμπεριφορά και όσα, τεχνηέντως, φρόντισε να παρουσιάσει ως συνήθειες δικές του.
Το κλίμα όμως του ποιήματος αλλάζει όταν ο ποιητής μας αποκαλύπτει ποιός είναι πραγματικά ο «Αριστομένης» χρησιμοποιώντας το σαρκασμό και την ειρωνεία, μια ειρωνεία που συνίσταται στην αντίθεση που βρίσκουμε, μεταξύ των προθέσεων του ήρωα και της πραγματικότητας: «Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε».
Ήταν ένας τυχαίος αστείος άνθρωπος, που υποκρινόταν ότι έχει ελληνική καταγωγή και που, για να πετύχει να δώσει στον κόσμο την εντύπωση που ήθελε, πλήρωσε το αντίτιμο της καταπίεσης της ίδιας της προσωπικότητάς του.
Ο «ηγεμόνας» είναι ένας σπουδαιοφανής φοβισμένος και καταπιεσμένος άνθρωπος («προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά/ κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας/ κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του»).
Εδώ βλέπουμε την τραγικότητα ενός ανθρώπου, που διαγράφει ολοκληρωτικά τον εαυτό του, προσποιούμενος ότι είναι κάποιος άλλος, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από μια ομάδα ανθρώπων (εν προκειμένω από τους Αλεξανδρινούς), ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία μήπως αποκαλυφθεί η πραγματική του ταυτότητα και παράλληλα πλήττει γιατί, ενώ έχει πολλά πράγματα να πει, δεν μπορεί παρά να σωπαίνει από φόβο μην φανεί η κενότητά του και υποστεί τον χλευασμό των Αλεξανδρινών («κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,/ ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι»). Έτσι οι σιωπές του ούτε βάθος σκέψεων αποδείκνυαν ούτε στοχασμό. Ήταν άμυνα, ήταν καταφυγή η σιωπή του, μήπως κάνει κάποιο λεκτικό λάθος και προδοθεί.
Η στάση του Αριστομένη οφείλεται στην επιθυμία του να θεωρείται ανώτερος από ό,τι πραγματικά είναι. Το ελάττωμα αυτό εμφανίζεται σε όλες τις εποχές και αποτέλεσε αγαπημένο θέμα της σάτιρας (π.χ. ο Αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου, Η Μαντάμ Σουσού του Ψαθά κ.α.).
Στην περίπτωση του Αριστομένη η φιλοδοξία του εκδηλώνεται με την προσπάθεια να ελληνίζει, να φέρεται σαν Έλληνας. Ο ελληνολάτρης Καβάφης επιζητούσε όχι μόνο να σατιρίσει όσους έχουν φιλοδοξίες πέρα από τις πραγματικές τους ικανότητες, αλλά και να τονίσει το γόητρο και την αίγλη που διατηρούσε ο ελληνισμός ακόμα και αιώνες μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας του Μεγ. Αλεξάνδρου. Το ίδιο θέμα αναπτύσσει και στα ποιήματα «Φιλέλλην» και «Επάνοδος από την Ελλάδα».
Όπως ο τραγικός και γελοίος μαζί Λίβυος ηγεμών, επιβιώνουμε, πλέον, με τη σκευή και τη μεταμφίεση που επιτάσσει ο οδοστρωτήρας της ομοιομορφίας και της συμμόρφωσης. Συμβαίνει να μιμούμαστε τους άλλους όταν δεν έχομε ακόμα ολοκληρώσει τη δική μας προσωπικότητα και δεν έχουμε ανακαλύψει τις πραγματικές δυνατότητες, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις μας.
Πολλές φορές επιθυμούμε να είμαστε αρεστοί και αποδεκτοί, ιδιαίτερα από ανθρώπους που θαυμάζουμε και θέλουμε να τους μοιάσουμε.
Όμως τα είδωλα μας δεν είναι άτρωτα. Έχουν αδυναμίες και μπορεί να κάνουν και λανθασμένες επιλογές. Ο καθένας μας είναι ξεχωριστός με μια κρυφή δύναμη που αποκαλύπτεται καθώς αποκτάμε γνώση και εμπειρία. Στο τέλος μπορούμε να ξεπεράσουμε τα είδωλα μας ή ακόμα και να ανακαλύψουμε ότι δεν ήταν καθόλου άξια θαυμασμού, γιατί η εικόνα τους ήταν πλαστή, αντίθετη προς τον πραγματικό εαυτό τους (όπως ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης).
Σημείωση: Η βιβλιογραφία, λόγω ελλείψεως χώρου, παραλείπεται.

































