Τετ, 26/02/2025 - 12:13

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ με Χιώτικη ντοπιολαλιά
- Καλημέρα κυρά Αργεντού, ίντα κάμνετενε;
- Καλά μεστένε κυρά Μαρού , καθούμεστενε εδωνά με το Νικολιό μου και θυμούμεστενε τα παλιά.
- Για πες μου να καταλάβω περί ποιού θέματος λέτενε.
- Κυρά Μαρού μου, για τις απόκριες ελέγαμενε τότες που ηβάζαμενε τα σεντόνια ή τις κουρελούδες από κεφαλής κι εγυρίζαμενε από σπίτι σε σπίτι κι εκάμναμενε τα φαντάσματα.
- Ηγού ίντα μου θύμησες τώρα κυρά Αργεντού. Να μια φορά εβάλαμενε δυό παλιόπαρτα στην πλάτη εγώ κι ο Παναής μου και εβάψαμενε με φούμο τα μούτρα μας και σε μια ώρα εγινήκαμενε αγνώριστοι.
- Για περίμενε ως εδώ κυρά Μαρού, κι έλα μέσα να κάτσεις με το Νικολιό ως να ψήσω ένα καφεδάκι και να μας τα πεις με την ησυχία σου.
- Έρκομαι μα έχω και μαγείρεμα και θα χασομερίσω τώρα. Όμως εν πολυπειράζει αφού ο Παναής μου σήμερις σκολά την νύχτα. Γιάσου Νικολιό μας ίντα χαζεύεις στο χαζοκούτι σήμερις; Κάτσε εδωνά ν΄ακούσεις κι εσύ ευτά που ξεκίνησα να λέω για τις κουδουνατιές…
- Κυρά Μαρού , μίλα δυνατά ν΄ακούω κι εγώ ως την κουζίνα που χω τη γκαζιέρα και ψήνω το καφεδάκι.
- Λοιπόν ήλεγα πως ντυθήκαμενε κουδουνάτοι κι εβάλαμενε εκτός από τα παλιοπαρτά και το φούμο και δυο βουδοκέρατα στο κεφάλι μας. Βγήκαμενε σε δυο τρια συγγενικά σπίτια, μα κανείς δεν μας εγνώριζενε. Λε ο Παναής, «εν πάμενε και στην άμια Δεσποινιώ , να την πειράξομενε» Ε μηδέ λωλού το πεις, σε δυο λεφτά της εκτυπήσαμενε μεσ΄τα μεσάνυχτα την πόρτα. «Ποιός είναι τέτοια ώρα» ρωτά. Ο Παναής της λέ: «Άνοιξε άμια να σου πω πως θα πάς στον παράδεισο» Εκείνη απαντά «Εχάθηκενε να περάσεις αύριο με τη μέρα του Θεού;» Ανταπανατά ο Παναής : «ΟΧΙ τώρα γιατί το πρωί θάναι πια αργά για σένα.» Τότες σηκώνετε κι ανοίγει το πότρεγο. Η μπρόβαλε στο άνοιγμα κι εφόριενε το νυχτικό της και το φακιόλι στο κεφάλι κι εκρατούσενε και την αναμμένη λάμπα με το πετρόλαδο στο χέρι. Με το που μας γλέπει , τάχασενε κι αφήνει στην καρέγα τη λάμπα κι ήρχισενε τα σταυροκοπήματα. «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά.» Μωρέ είστενε διαβόλοι κι ήρτετενε να με πάτενε στον παράδεισο;
- Κι ο Παναής της λε σοβαρά σοβαρά: «Ίντα δουλειά ΄χεις στον παράδεισο να κάθεσαι εδεκεί μόνο με Αγίους και Οσίους. Έλα στην κόλαση να διασκεδάζεις και να θυμάσαι τους έρωτές σου.» Εκείνη την ώρα έκαμε να μας σπρώξει κι έλεγε « Χριστός και Παναγιά, όξω το κακό, όξω το κακό». Ήρπαξενε και τη βρέγα της πούχενε για μπαστούνα αλλά και για να δέρνει τον γάδαρό της και μας επήρενε κυνήγι. Εμείς εφύαμενε μα εν της εφανερωθήκαμενε.
- Έλα κυρά Μαρού μου , ώρα να πιεις και το καφεδάκι να πάρεις μια ανάσα .
- Ναι, μα εν ετελείωσενε εδώ το πράμα. Το πρωί της αλλονής μέρας να η άμια Δεσπινιώ στο δικό μας και λέ του Παναή εδεκεί κάτω από το τσαρδάκι: «Ε Παναή ,το και το , εγίνηκενε τα μεσάνυχτα κι επήγενε η ψυχή μου στην κούλουρη. Αντε Παναή μου και φέρε δυο παπάδες στις 4 το απόγεμα να μου κάμουν αγιασμό κι έλα κι εσύ με την Μαρού. Μην το ξεχάσεις γιατί οι διαβόλοι μπορεί να ξανάρτουνε…» Έτσι εγίνηκενε και τα απόγεμα επήγαμενε στον αγιασμό και βαστούσαμενε αναμμένο κερί αφου μας το επρόσφερενε η άμια Δεσποινιώ.
- Μπράβο κυρά Μαρού , ε σας επήρανε τα γέλια να της το πείτενε;
- Όχι, εδείξαμενε ψυχραιμία. Όμως σε δυο τρεις ημέρες τόμαθενε η άμια από μια γειτόνισσα που το ξεφουρνήσαμενε πια και νάτηνε στο σπίτι μας. « Βρε Παναή, ίντα τανε εφτό που μου κάμετενε; Κανονικά, ήπρεπενε τώρα να σας κόψω και την καλημέρα. Τέλος πάντως , αφού ήτανε αποκριές , μα για δείτενε να ξέρετε πως μου χρωστήτενε δυο φακελάκια με τα φράγμα που ‘δωκα των παπάδων για τον αγιασμό .»
- Κι εσείς τις δώκετενε τα φακελάκια;
- Ε όχι κυρά Αργεντού, γιατί ο Παναής της είπενε. « ‘Ε θειά, έτσι ναι οι κουδουνάτοι, εν τω ξέρεις ευτό ογδόντα χρονών γυναίκα; Να μας συμπαθάς και μόλις κάμει η Μαρού την ταραμοσαλάτα α σου φέρω σ’ ένα τσασκάκι καμπόση όπως κάθε χρόνο, να γευτείς κι εσύ…» Εδεκεί εμαλακωσένε η θειά , μας εσυγχώρεσενε , εφιληθήκαμενε στο σκαλί της αυλής , είπαμενε και του χρόνου κι ετελείωσενε το ζήτημα. Άντε τώρα, όμορφα τά ‘ παμενε ,αλλά να παένω πια γιατί α μείνομενε αλλιώτικα σήμερις αμαγείρευτοι.
- Στο καλό κυρά Μαρού , άντε και καλή Σαρακοστή κι άμα κάνεις ταραμοσαλάτα φέρε κι ένα κύπελλο του Νικολιού μου που την τρώει σαν λωλός.»
- Αργεντού και πρώτα ο Θεός το Νικολίο πρωί πρωί την Καθαρή Δευτέρα ας απάντεχει την ταραμοσαλάτα απόξω στο κατώφλι Εντάξει κυρά … Μόνο και μια μεγάλη λαγάνα να πάρει οπωσδήποτε γιατί ναι χρειαζούμενη…»
* ΙΑΚΩΒΟΣ Γ. ΜΠΡΙΛΗΣ
Συν/χος μαθηματικός.































