
Μυθοπλασία
(Με Χιώτικη ντοπιολαλιά)
-Καλησπέρα θειά Αργυρή . Πώς είστενε όλοι σας ;
- Καλά ΄μεστενε Αννιώ μου, δηλαδής ας τα λέμενε καλά γιατί εχτές επόβαλεν η κατσίκα κι ηχάσαμενε δυο ζουδάκια. Κι εν ειν΄που άρτει η Λαμπρή και ε θάχομενε το κρεατάκι μας …
- Ηγού-ηγού, τι κρίμα κι άδικο! Μα εν τω ξέρετενε πως συμβαίνουνε κι έδευτα τα ανάποδα . Άμα έχεις ζά όλα α τα περιμένεις…
- Ε Αννιώ, το ξέρομενε . Εσύ που ηβρέθηκες α κατηφορίζεις απέ το νεκροταφείο ;
-Εν τω πήρετενε χαμπάρι πως θα θάβουνταν σήμερις η κυρά Βγιερού του Λάμπρου που ήτανε και 92 χρονώ κι ημενενε στο διπλανό μας σπίτι; Επήαμενε καμμιά εικοσαριά χωριανοί και την αποβγάλαμενε. Μα έχω μιαν απορία. Πώς ευτή η χριστιανή ήτρωενε κάθε Τρίτη νερόβαστο κι επήαινενε χρόνια με το γάδαρό της κι εκκλησιάζουντανε στο παραδιπλανό χωριό. Άραγες είχενε καμιά παρεξήγηση με τον παπά Ανέστη και εν ήθελενε α τονε γλέπει; Γιατί πια άμα ήρτενε ο νέος παπάς , ο παπά- Βαγγέλης, ήγλεπά τηνε πως εξαναγύρισενε στη χωριοκκλησά μας.
-Έλα μέσα Αννιώ α σου κάμω κι ένα τσαγάκι και α σου τα πω για να σου φύει η απορία. Ευτό που α σου πω ήτανε το μυστικό της αχώριστης φιλενάδας μου της Βγιερούς που μόνο μαζί εν εκοιμούμεστενε στα νιάτα μας γιαδευτό το ξέρω απέ πρώτο χέρι. Με ξόρκισενε κιόλλας α μην το ξεστομίσω ως να πεθάνει. Τώρα πια που επέθενεν α σου το πω. Λοιπό, μια χρονιά ως πενηνταπέντε χρόνια πριν, στις 27 του Οκτώβρη ημέρα Τρίτη , δηλαδής την άλλη μέρα του Αγιού Δημητριού, επήαιν ο παπά-Ανέστης τ΄απόεμα στο ξωκκλήσι του Αγίου, μονάος του, για να κάμει μια παράκληση στην Παναγιά όπως τούχενε παραγγείλει μια άλλη θεοσεβούμενη χωριανή. Κοντά εδεκεί στον Άγιο Δημήτρη , ήτανε κι η στάνη του συγχωρεμένου του Βασίλη πούχενε γυναίκα του τη Βγιερού. Μόλις επέθανενε αξαφνικά ο Βασίλης , η Βγιερού που ήτανε ως 40 χρονώ εδετότες , επήρενε στην πλάτη της τη στάνη κι όλα τα ζα τως. Εδεκείνο το απόεμα , ήκαμεν ο παπά Ανέστης την παράκληση κι ήβγεν για να γυρίσει στο χωριό. Η Βγιερού επίσης ηκατηφόριζενε από τη στάνη της. Της λε ο παπάς: «Βγερού μην τρέχεις α πάμενε μαζί στο χωριό, παρέγια, για α πούμενε στο δρόμο και καμιά κουβέντα.» Μόλις εφτάσανε εδεκεί στου Λιά το λαγκάδι της λε ο παπάς: « Σήμερις που σε γλέπω θαρρώ πως επαραομόρφηνες.» Ήπλωσε και τα ξερά του και την χάιδεψε στο μάουλο κι ήκαμεν της και μια χειρονομία στα οπίσθια. Ευτή τα ΄χασενε, του δωκενε ένα μπάτσο και του λε: «Ε ντρέπεσαι α με φουκτώνεις και βαστάς και το πετραχήλι απάνω σου;» Κι εκείνος απαντά: «Εν πειράζει Βιερού άντρας 48 χρονώ μαι, χήρος κι εγώ από δεκαετίας. Για ‘ ντα με χαστούκισες; Εν εγίνηκενε και τίποτις πιο σοβαρό. Μα γλέπω πως ε θες και σταματώ. » Εκείνη λε του θυμωμένη : «Ξεδιάντροπε ,εδωνά χωρίζουν οι δρόμοι μας.» Ο παπάς της απαντά: «Ε άντε στην ευκή του Θεού και τσιμουδιά μη βγάλεις στο χωριό και γίνομενε βούκινο και ρεζίλι.» Εδεδέτσι εγίκηνενε. Εκρύψαντο κι οι δυο στον κόρφο τως.
- Συντόμευε θειά Αργυρή και λέε παρακάτω . Έχομενε και δουλειές.
-Ε άκου και παρακάτω. Όλα κυλούσανε στη σιωπή μα ήρτενε μια μέρα εδώ ο παπά Νικόλας αφ΄το παραδιπλανό χωριό με εντολή του Δεσπότη, για να ξομολογά τους χωριανούς. Επήεν κι η Βγιερού κι είπεν τα δικά της. Τελείωνοντας της λε ο παπά Νικόλας: « Κάτι μου ΄κρυψες Βγιερού κι εν μπορείς α λάβεις συγχώρηση για να κοινωνήσεις». Εκείνη αποσβολόθηκενε και λε του: «‘Ίντα θες α πεις παπά Νικόλα;» Εκείνος της απαντά: « Ίντα γίνηκενε στο λαγκάδι του Λιά ανάμεσα σε σένα και τον παπά Ανέστη; Ευτά πώς ε μου τα ξομολοήθηκες ;» Έδεκει του λε η Βιερού, το και το . «Μα εσύ που τα ξέρεις εδευτά;» κι ο παπά νικόλας: « Ε να ξομογόησα χτες και τον παπά-Ανέστη πουναι νεότερός μου και μούπενε πως ηκολάστηκενε σαν άντρας για πάρτι σου.» Εκείνη σαστισμένη κι αμήχανη λε του. « Ε τον αθεόφοβο . Αφού μούπενε ευτό το μυστικό α μην το πω πουθενά σ΄όλη μουτη ζωή.» Κι ο παπά Νικόλας της λε « Εκόλασες παπά, θα πει εκάηκες . Για έδευτο α νηστεύεις για πάντα και το λάδι κάθε Τρίτη εκτός από Τετάρτη και Παρασκευή που α τρως λαδερά. Είπα και του παπά -Ανέστη να διαβάζει κάθε βράδυ κάποιες συγχωρητικές ευχές , α κάμνει και εκατό μετάνοιες και άμα σε συναντά α γλέπει μόνο στη γη και α σου λε μια ξερή καλημέρα και τίποτις άλλο. Ματιά απάνω σου α μη ρίχτει.» Αυτό ήταν Αννιώ μας , ηκατάλαβές το τώρα; Κι εγώ κόρη πρώτη ώρα που το ξεστόμισα.
- Ααα που α τα ξέρω εδευτά θειά Αργυρή. Γιάδευτο ενήστευγε νερόβραστο κάθε Τρίτη κι επήενε με το γάδαρο στο παραδιπλανό χωρό για κκλησιασμό όσο ήτανε εδώ ο παπά-Ανέστης.
-Άντε τώρα Αννιώ α πααίνεις κι εσύ στις δουλειές σου, ας πούμενε ο Θεός συγχωρέσει της Βγιερούς και του παπά Ανέστη που συγχωρέθηκε πρόπερσυ. Μόνο ένα α θυμάσαι : « Αν πας να ξομολοηθείς , κανόνισε νάχεις σ΄ένα χαρτάκι γραμμένες με λεφτομέρεια τις αμαρτίες σου … μην την πάθεις και συ σαν την Βιερού , κρύβοντας αφ΄τον παπά , κάτι τις! Αν ειν΄να κρύβεις και να πεις ψώματα καλύτερα α μην πας. »
Υ.Γ. Αυτά σας τα γράφω , για λίγες στιγμές χαλάρωσης…
*Ιάκωβος Γ. Μπριλής
Συν/χος μαθηματικός