
Αυτή η αίσθηση ενσταλάζεται μέσα μου όταν ακούω τους επικεφαλής «ανεξάρτητων» συνδυασμών να ξαφνιάζονται υποκριτικά σε ερωτήσεις που αφορούν στο μνημόνιο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που αυτή η ερώτηση τους πιάσει απροετοίμαστους σε συνεντεύξεις με Μ.Μ.Ε. τα οποία δεν είναι προσυνεννοημένα.
Οι περισσότεροι από αυτούς θα επιχειρήσουν να απαντήσουν αλλάζοντας την ερώτηση, κάποιοι θα εγείρουν τον προβληματισμό αν το μνημόνιο έχει σχέση με την τοπική αυτοδιοίκηση, κάποιοι θα το συνδέσουν αόριστα με το «κοινό καλό» (sic) όπως το εννοούν οι ίδιοι, και τέλος, μερικοί – οι λιγότεροι συγχρονισμένοι με το επικαιροποιημένο newspeak των «ανεξάρτητων» συνδυασμών – θα κλωτσήσουν τη μπάλα στην εξέδρα και θα σου πουν ότι «το μνημόνιο δεν υπάρχει».
Αν επιχειρήσει κανείς να χαρτογραφήσει την πολιτική φύση και την τρέχουσα ορολογία αυτών των «ανεξάρτητων» συνδυασμών θα διαπιστώσει ότι, εκτός από την καίρια και στιβαρή επίσημη πολιτική και οργανωτική υποστήριξη που απολαμβάνουν από τον κατά τόπους κομματικό μηχανισμό της Ν.Δ., του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και αρκετές φορές και της ΔΗΜ.ΑΡ., εμφανίζουν χωρίς καμία εξαίρεση ένα κοινό στοιχείο. Μαζί με την ύπαρξη του μνημονίου αρνούνται και τη σχέση των μνημονιακών πολιτικών με τα αποτελέσματά τους στο κοινωνικό σώμα και τις ζωές της πλειοψηφίας των ανθρώπων αυτής της χώρας.
Να έχουμε πάντα στο νου μας ότι αρνητής δεν είναι μόνο όποιος αρνείται την ύπαρξη κάποια αλήθειας, αλλά κυρίως εκείνος που αρνείται τη σύνδεση της αλήθειας ως αιτίας με τα εξίσου χειροπιαστά αποτελέσματά της. Όταν αποσυνδέσεις δυο αλήθειες που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους με αιτιότητα, παράγεις εύκολα ένα αληθοφανές ψεύδος.
Στην πολιτική κωδικοποίηση των «ανεξάρτητων» συνδυασμών, οι κατά συρροή ανθρώπινες τραγωδίες που εκτυλίσσονται γύρω μας και μέσα στα σπίτια μας, η πάνδημη φτώχεια, η ασιτία, η πείνα, το ξεπάγιασμα, η ανεργία, οι αυτοκτονίες, η υπερφορολόγηση των φτωχών, των μικρομεσαίων και της μεσαίας τάξης, η εκποίηση των δημόσιων αγαθών, οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας, οι δολοφονίες και οι ξυλοδαρμοί από τους «προστάτες» του πολίτη, ο νεοναζισμός, η μαζική μετανάστευση των νέων και των παραγωγικών ηλικιών, η παρακμή της όποιας δημοκρατίας είχαμε και τόσα άλλα εμφανίζονται αποσυνδεδεμένα από τη βασική τους αιτία.
Οι παραδοσιακοί – μνημονιακοί πολιτικοί χώροι, που έχουν ακόμη σήμερα την εξουσία, που εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές με σιδηρά πυγμή και αποτελούνται από ανθρώπους οι οποίοι ωφελούνται τα μέγιστα ως μέλη της εκάστοτε τοπικής ολιγαρχίας από την κρίση των πολλών, έχουν ανάγκη από «ανεξάρτητους» συνδυασμούς οι οποίοι θα είναι αρνητές της σχέσης αιτίου και αιτιατού και, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, αρνητές του σύγχρονου και διαρκούς δικού μας κοινωνικού ολοκαυτώματος. Ακριβώς η εξειδικευμένη ανάγκη για μια πολιτική αφήγηση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συνέτεινε στο να εφευρεθεί και το αφηγηματικό υποκείμενο ή μάλλον το απολογητικό υποκείμενο το οποίο θα εκφωνήσει αυτόν τον πολιτικό λόγο που διαλύει την σχέση αιτίου και αιτιατού, τη σχέση μνημονίου και εξαθλίωσης. Παράλληλα κινητοποιήθηκε ένας διόλου ευκαταφρόνητος μηχανισμός μαζικής προπαγάνδας ώστε να αποκτήσει σταθερή παρουσία μέσα στο «δημόσιο» λόγο των Μ.Μ.Ε. αυτό το είδος απολογητών των μνημονιακών πολιτικών.
Τα εγχειρήματα γέννησης και δράσης αυτών των «ανεξάρτητων» εγχειρημάτων είναι σαρξ εκ της σαρκός της κοινωνικής δεξιάς, έχουν δηλαδή την ίδια κοινωνική και ταξική κοιτίδα με τα νεοφιλελεύθερα υποδείγματα που αρπάζουν, εμπορευματοποιούν και ρευστοποιούν τα δικαιώματα, τους βασικούς όρους ζωής και τα κεκτημένα ενός αιώνα εκατομμυρίων εργατών και εργαζομένων, προς όφελος μιας οικονομίας του κέρδους η οποία βρίσκεται σε ανισορροπία, είναι ανεξέλεγκτη, παραπαίουσα και για αυτό πιο επικίνδυνη.
Πρόκειται για δύο παράλληλες πολιτικές προτάσεις, που παρακολουθούν η μία την άλλη και συγκλίνουν αναπόφευκτα στο ίδιο σημείο: την υποταγμένη κοινωνία της παρακμής και τη φυσικοποίηση της αδικίας.
Βασικός στόχος είναι να διαπαιδαγωγηθούμε ώστε από εδώ και πέρα να θεωρούμε όσα μας συμβαίνουν «φυσιολογικά», «κανονικά» και τελικά «αποδεκτά» χωρίς να εγείρουμε ερωτήματα για τη φύση αυτού που εκφωνεί το λόγο από τη στιγμή που ο ίδιος αυτοσυστήνεται σαν «ανεξάρτητος». Κάθε κοινωνικός αγώνας, είτε δίνεται από τις λαϊκές τάξεις ή από την αντιδραστική ολιγαρχία, κερδίζεται ή χάνεται πρώτα απ’ όλα στο πεδίο του τι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό. Όποιος ηγεμονεύσει, είναι σχεδόν νικητής.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Και στο Ηράκλειο Κρήτης με το συνδυασμό του κ. Λαμπρινού, και στη Χίο με την «Πρωτοβουλία» του κ. Βουρνού. Πρόσφατο παράδειγμα στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι το «Ποτάμι». Υπάρχουν και αρκετοί ακόμη αυτοαποκαλούμενοι «ανεξάρτητοι» συνδυασμοί ανά την Ελλάδα οι οποίοι τσαλαβουτούν στην ίδια πάνω κάτω πολιτική γλώσσα.
Αν θυμόμαστε καλά, η τελευταία φορά που θεωρήσαμε κάτι παρόμοιο με αυτά που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια σαν «φυσιολογικό» και «αποδεκτό» προϋποθέτει άλματα στο χρόνο και μεγάλες αποκλίσεις στο χώρο. Δεν ήταν πάντως σε μια χώρα της Ευρώπης και δεν συνέβη κατά τη μεταπολεμική εποχή. Ακόμη και όταν υπήρχε φτώχεια ή εξαθλίωση, αυτή δεν θεωρούνταν ή δεν επιχειρούνταν καν να αντιμετωπιστεί ως κάτι «φυσικό» ή «κανονικό». Η φτώχεια τότε είχε την τάση να θεωρείται περισσότερο απονομιμοποιημένη, ενώ σήμερα γίνεται προσπάθεια να επικρατήσει ακριβώς η αντίστροφη κοινωνική συνείδηση.
Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με το σήμερα σε σχέση με τις διαθέσεις της ολιγαρχίας που πρωταγωνιστεί μέσα στον σχηματισμό της κοινωνικής δεξιάς, δηλαδή των εχόντων και των εργοδοτών, και των πολιτικών χώρων που τους εκπροσωπούν. Έχουν καταρρεύσει όλα τα μεταπολεμικά «συμβόλαια» μεταξύ εργοδοτών – εργαζόμενων, εχόντων και μη εχόντων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων. Και αλλάζει σήμερα αυτή η «ισορροπία» με προφανή στόχο να διαμορφωθεί σε σημείο δυσμενέστερο για τους δεύτερους.
Όσοι στρατεύονται σ’ αυτές τις δύο σύγχρονες πολιτικές εκφάνσεις της κοινωνικής δεξιάς γνωρίζουν ότι η απόλυτη αντινομία της υποστηριζόμενης από αυτούς σύγχρονης οικονομίας του κέρδους με τις πρόνοιες για την ανθρώπινη ζωή, την κοινωνία και την ατομική αξιοπρέπεια, γεννάει και θα συνεχίσει να υποδαυλίζει το κοινωνικό μας ολοκαύτωμα. Δεν έχουν όμως περιθώρια ταξικά, «δεν τους παίρνει», δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ο καπιταλισμός τους «χωράει» πλέον πολύ λίγους. Ή θα ηττηθούν στρατηγικά ή θα θριαμβεύσουν πάνω στα ερείπια των δικών μας ζωών. Το «ή αυτοί ή εμείς» προέρχεται πρώτα και κύρια από το χώρο της κοινωνικής δεξιάς.
Ζούμε το ανταγωνισμό των κοινωνικών τάξεων σε ένα βαθμό αδυσώπητο και τα «ανεξάρτητα» ψηφοδέλτια δεν καταφέρνουν επαρκώς να τον εξαφανίσουν πίσω από την τεχνοκρατική χρήση του πολιτικού λόγου, τις ουδέτερες και υπερταξικές διατυπώσεις, την μεροληπτική «αμεροληψία» τους για καίρια θέματα, την απουσία κριτικής στην κεντρική μνημονιακή εξουσία και την οικοδόμηση απολίτικων προσωπικών αντιπαραθέσεων με φθαρμένους πολιτικούς.
Γιώργος Σπυριδάκης
Κρητικός με ρίζες στη Χίο
Υποψήφιος δημοτικός Σύμβουλος με τη Δημοτική Παράταξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
«Ηράκλειο Ενεργοί Πολίτες» και τον Ηλία Λυγερό
































