
Τελικά όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο πολύ απομονωνόμαστε. Εντάξει, έχουμε τις παρέες μας, αλλά οι συναντήσεις μας δεν έχουν τη γλύκα αλλοτινών χρόνων. Μάλλον όσο μεγαλώνουμε στην ηλικία, γινόμαστε ολοένα και πιο δύσκολοι. Και οι φάσεις για τις οποίες πετούσαμε τη σκούφια μας έχουν λιγοστέψει, για να μην πω ότι εξαφανίστηκαν. Διαπιστώνουμε, και διορθώστε με αν δεν είναι έτσι, ότι υπάρχει μια απόσταση μεταξύ μας. Και περιοριζόμαστε σε μια κουβέντα στο τηλέφωνο ή για τους πιο προχωρημένους στο διαδίκτυο. Το οποίο μάλιστα σου δίνει τη δυνατότητα, όχι μόνο να μιλάς με τον άλλον αλλά και να τον βλέπεις κιόλας. Και κάποια από τα, λεγόμενα, έξυπνα κινητά, που αιχμαλωτίζουν σε μια μικρή οθόνη τον φίλο, τον γνωστό, τον συγγενή, που μπορεί να βρίσκεται και στην άλλη άκρη του κόσμου. Τα θαύματα της τεχνολογίας… Άλλο όμως το ζωντανό κι άλλο το τεχνητό.
Άλλο ξεκίνησα όμως να γράψω σήμερα… Θέλω να σταθώ σε μια έκφραση που όλοι χρησιμοποιούμε, ανεξάρτητα σε ποια εποχή ζούμε, και είναι η πιο συνηθισμένη στην καθημερινότητά μας. Και αυτή είναι το «τι κάνουμε;»… Δυο λέξεις που εκφράζουν μια ερώτηση που έχει άμεση σχέση με την υγεία μας, κυρίως, αφού δεν είναι δυνατόν να ρωτάμε τον άλλον για ο,τιδήποτε άλλο κάνει στη ζωή του…
Έτσι το «τι κάνουμε» έχει μπει χρόνια στη ζωή μας, αλλά μια αλήθεια είναι πως, όταν το λέμε και το απευθύνουμε στον διπλανό ή σε αυτόν που συναντάμε στο δρόμο, δεν το εννοούμε, κιόλας, με την κυριολεκτική του έννοια. Όταν συναντάς οποιονδήποτε, κάτι πρέπει να πεις εκτός από το καθιερωμένο καλημέρα και καλησπέρα και έτσι κολλάς και ένα «τι κάνουμε», για να γλυκαίνει ο χαιρετισμός…
Και βέβαια τις περισσότερες φορές, επειδή το ερώτημα είναι ρητορικό, απλή και ρητορική είναι και η απάντηση με ένα «καλά» ή «ας τα λέμε καλά»… Ελάχιστες φορές θα «ανοιχτούμε» και θα πούμε στον άλλον, εκτός πια κι αν είναι πολύ στενός συγγενής ή φίλος, πώς αισθανόμαστε και τι πραγματικά κάνουμε.
Τι τα θέλετε, τι τα γυρεύετε… Αλλάξαμε πολύ που να πάρει και να σηκώσει. Και όλα όσα ξέραμε τα ξεχάσαμε. Και πιο πολύ απ' όλα ό,τι μας έκανε πιο ανθρώπινους, πιο ζεστούς, πιο αγαπημένους. Και ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα οι εκκλησίες όπου συναντιόμαστε και οι καφέδες στα μνημόσυνα και λέμε δυο λόγια. Από το ολότελα, θα έλεγα… Αυτά.
Ιστορία γράφει η δική μας παρέα της Πέμπτης και πολύ το χαίρομαι που συναντιόμαστε και τα πίνουμε και περνάμε καλά. Αναζητείστε τέτοια «διαλείμματα». Αξίζουν!
Του Δημήτρη Φρεζούλη