

Καρφίτσα δεν έπεφτε στο Ομήρειο, μισή ώρα πριν τις 8, το βράδυ του Σαββάτου. Το αδιαχώρητο, στην κυριολεξία, για μια θεατρική παράσταση που σηματοδοτούσε γέλιο, που τόσο πολύ μας λείπει στις μέρες μας. Και λογικό είναι να θέλουμε να ξεφύγουμε από τη ζοφερή πραγματικότητα, έστω και αν η υπόθεση του έργου ήταν κόλαφος γενικά για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημά μας. Και μάλιστα με διαχρονική αξία, καθώς γράφτηκε 60 χρόνια πριν, από τον μετρ του είδους, Δημήτρη Ψαθά, που πάντα καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα.
«Φωνάζει ο κλέφτης», λοιπόν, με αλήστου μνήμης ατάκες, αυτή τη φορά από μια χιώτικη θεατρική ομάδα, τους «Θεατροποιούς», ψυχή της οποίας είναι ένας παθιασμένος Σταύρος Σπυράκης. Ένας Σπυράκης που κατάφερε να συνενώσει παλιό και νέο θεατρικό αίμα και να έχει στο ενεργητικό του μέχρι τώρα μια αξιόλογη πορεία.
Και ναι μεν μπορεί το συγκεκριμένο έργο να το έχουμε δει υπό μορφή κινηματογραφικής ταινίας αρκετές φορές και στην τηλεόραση, όμως ο Σπυράκης το προσέγγισε με τη δική του σκηνοθετική ματιά. Και κατάφερε να μας κάνει να μην έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας την ταινία, αλλά να βλέπουμε τη δική του εκδοχή ως προς τα τεκταινόμενα. Με πειστικότητα και προσοχή μας έδωσε και απολαύσαμε μια ωραία παράσταση, χωρίς μιμητισμούς, βάζοντας τη δική του υπογραφή. Και αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά στην πράξη ότι αν έχεις καλούς συνεργάτες το αποτέλεσμα πάντα είναι αντίστοιχο. Και ο Σπυράκης από όσες θεατρικές ομάδες πέρασε είχε αυτό το πλεονέκτημα.
Γνωστή η υπόθεση του έργου, στο οποίο συγκρούονται η εντιμότητα και η λαμογιά και η κομπίνα, ίδιον χαρακτηριστικό μεγάλης μερίδας της κοινωνίας μας ακόμα και σήμερα. Και η «μετάφραση» από το λαό είναι το γνωστό «φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης». Με τον Ψαθά να δίνει ρέστα τόσο με τους διαλόγους, όσο και τις καταστάσεις, που αφενός βγάζουν γέλιο από τη μια αλλά και προβληματισμό από την άλλη.
Όπως έγραψα και παραπάνω ο Σπυράκης είναι τυχερός να έχει στη διάθεσή του ερασιτέχνες που τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν από τους επαγγελματίες. Οι οποίοι κατάφεραν να ενσαρκώσουν τους ρόλους τους τόσο εμφανισιακά, όσο και υποκριτικά.
Την παράσταση έκλεψαν βέβαια, επειδή ήταν τέτοιος ο ρόλος τους, η Ρένα Φλατσούση και ο Σταμάτης Σάτρας που ερμήνευσαν τέλεια την αλλοπρόσαλλη καπάτσα γυναίκα του στρατηγού και τον έντιμο μέχρι βλακείας, Τιμολέοντα, χωρίς να υστερήσουν και οι υπόλοιποι. Η Γωγώ Μανίκα αυθόρμητη στο ρόλο της χαζοβιόλας συζύγου, ο Δημήτρης Νικολαΐδης άνετος στον αντίστοιχο του απατεώνα, ο μαχητής Γιάννης Τσουμπαριώτης ως στρατηγός που πέφτει από τα σύννεφα, η Σέβη Βίγκα δυναμική ως αστυνομική διοικήτρια, η Βασιλεία Επιτροπάκη απλή στο ρόλο της υπηρέτριας και οι Ανέστης Αραμπατζής και Σταύρος Σπυράκης στουρνάρια ως χωροφύλακες.
Συμπερασματικά ήταν μια ωραία παράσταση που σκόρπισε πολύ γέλιο και ικανοποίησε τους πολυπληθείς θεατές που την επικρότησαν με το ζεστό χειροκρότημά τους στο τέλος.
Του Δημήτρη Φρεζούλη