
Από τον καλό φίλο και παλιό συνάδελφο Αντώνη Μοσχούτη για τον αγώνα της επιβίωσης κάποιων άλλων εποχών… Και μία φωτό από το παλιό επιπλοποιείο των Λεμονιάδη-Τζιώτη στα Θυμιανά.
«"Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή αρκεί να είναι τίμια." 'Ελεγε και ξανάλεγε ο δάσκαλος και εμείς το είχαμε εμπεδώσει. Τότε αν και ζόρικα το κονόμι υπήρχε αρκεί να το κυνηγούσες, είτε μικρός ήσουν είτε μεγάλος. Ιδιαίτερα για εμάς τους πιτσιρικάδες η αγορά εργασίας ήταν σημαντικά διευρυμένη. Αυτά που χρειάζονταν ήταν να μην κωλώνεις στα ζόρικα, να μουντάρεις, να μην ντρέπεσαι και να έχεις ένα στόχο. Από εκεί και ύστερα όλα ήταν θέμα χρόνου.
Είχες μούσκουλα και πλάτες γινόσουν... ανθυποβοηθός μανάβη ή μαναβάκι, έσιαχνες το μαγαζί, μοστράριζες το εμπόρευμα, ντανιάριζες τα άδεια τελάρα και τις κόφες και μετά αφού ζαλωνόσουν το κοφάκι με τις παραγγελιές σκαρφάλωνες ένα σκασμό σκαλοπάτια για να κάνεις το ντελίβερι στις κυράδες. Τι και αν τα γόνατά σου λύγιζαν από το βάρος, τι και αν τα σχοινιά σου χαράκωναν τους ώμους, εσύ το μόνο που είχες στο μυαλό σου ήταν το δίφραγκο που θα έσφιγγες στην χούφτα σου ρεγάλο της κυράς.
Αν ήσουν σβέλτος και επιδέξιος οι ταβέρνες, οι καφενέδες, τα εστιατόρια είχαν μια θέση βοηθού σουρταφερτζή. Αν ήσουν καπάτσος, με μυαλό κοφτερό, και δεν σου βρομούσαν τα τυριά, τα παστά και τα σαλάμια μια θέση υποβοηθού μπακαλόγατου την είχες εξασφαλισμένη. Τίποτα δεν ήταν ικανό να σε καταβάλει όσες ώρες και αν δούλευες με όποιες συνθήκες και να δούλευες γιατί στο μυαλό σου είχες ένα στόχο όποιος και να ήταν αυτός. Από το να μαζέψεις παράδες για ένα ζευγάρι παπούτσια λουστρίνια μέχρι να έχεις την πολυτέλεια να απολαύσεις μια τυρόπιτα ή μια σοκολατίνα.
Αν μια τέχνη διάλεγες να μάθεις είτε αυτή ήταν του ηλεκτρολόγου, είτε του μαραγκού, του υδραυλικού, του μηχανικού, οι μάστορες την πόρτα τους δεν την έκλειναν μπρος στη μικρή σου ηλικία, ούτε της τέχνης τους μυστικά φύλαγαν. Τα πουλούσαν βέβαια ακριβά με ώρες εργασίας ατέλειωτες από τη ζωή σου και εσύ δεν βαρυγκομούσες γιατί είχες ένα σκοπό, ένα στόχο, να πας μπροστά, να κάνεις πράγματα, να δημιουργήσεις. Άντεχες τα πάντα για να επιβιώσεις και να κερδίσεις μια καλύτερη ζωή. Ήξερες πως αυτό ήταν εφικτό και αυτό σου έδινε κουράγιο να αγωνίζεσαι.
Οι καιροί άλλαξαν. Τα μηχανουργία έκλεισαν, τα ηλεκτρολογεία το ίδιο, στα μαραγκούδικα οι κορδέλες σίγησαν, τα καταστήματα όχι μόνο δεν παίρνουν πιτσιρικάδες, άλλωστε το απαγορεύει και η νομοθεσία, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να δώσουν δουλειά στους γονείς των μικρών αφού οι ίδιοι αγωνίζονται να αποφύγουν τα λουκέτα που ήδη έχουν αγοράσει.
Για δυο θέσεις εργασίας σε σούπερ μάρκετ υποβλήθηκαν 2.500 αιτήσεις.
Δεν μπορεί να μην φταίει κανείς για όλα αυτά που συμβαίνουν. Πώς γίνεται να έχει τη δύναμη και το κουράγιο να αγωνιστεί κανείς, για ποιο σκοπό για ποιο μέλλον;
"Με σκοτώνεις, γιατί αυτό κάνεις στερώντας μου τα μέσα για να ζήσω", είπε ο Αντόνιο στον Εβραίο Σάιλοκ στο περίφημο έργο του Σαίξπηρ «Ο έμπορος της Βενετίας». Μας σκοτώνουν, αυτό κάνουν οι σύγχρονοι Σάιλοκ και εμείς τους επιτρέπουμε να συνεχίσουν να μας αφαιρούν τα μέσα για να ζήσουμε και διάολε δεν μας είναι μπορετό να ζήσουμε... ολιστικά. Για πόσο ακόμη;»
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































