Ξέρετε ποιους σκέφτομαι, από τότε που ξεκίνησαν τα περιοριστικά μέτρα και μπήκε λουκέτο σε πολλά μαγαζιά και κυρίως σε καφετέριες, εστιατόρια και ταβέρνες; Όλους εκείνους που περνούσαν σε αυτά τις περισσότερες ώρες τους… Κυρίως τους συνταξιούχους που είχαν συνηθίσει σε ένα τρόπο ζωής και σε μια έξοδο που κόπηκε με το μαχαίρι…
Όποτε κατέβαινα στη Χώρα, χειμώνα ή καλοκαίρι, οι καφετέριες, τις πρωινές και μεσημεριανές ώρες, ήταν γεμάτες από άσπρα κεφάλια… Το χειμώνα περιχαρακωμένα μέσα στις τέντες και το καλοκαίρι απλωμένα στην πλατεία. Μάλιστα, αρκετά χρόνια τώρα, έβλεπα παρέες - παρέες τους ίδιους ανθρώπους. Προφανώς κάποια στιγμή συναντήθηκαν στην πλατεία ή μέσα από τις τέντες, αντάλλαξαν μια καλημέρα, ξαναβρέθηκαν και την άλλη και τη μεθεπόμενη ημέρα και δεν ήθελε πολύ να ταιριάξουν και να αρχίσουν να κάνουν παρέα. Και να κόβει ο ένας και να ράβει ο άλλος, αφενός για να περάσει η ώρα τους πιο ευχάριστα και αφετέρου να πουν και τη γνώμη τους βρε αδελφέ. Και ήταν όμορφες αυτές οι παρέες και σίγουρα θα τους λείπουν τώρα που είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και δεν έχουν τη δυνατότητα να συναντούν τους αγαπητούς φίλους τους. Και βέβαια δεν θα βλέπουν την ώρα να ανοίξουν ξανά τα μαγαζιά ώστε να ξεδώσουν ξανά. Αμήν και πότε, ε;
Όμως η πλατεία -άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο- γέμιζε όχι μόνο με μόνιμους αλλά και με περιστασιακούς θαμώνες, αφού ήταν και θα εξακολουθήσει να είναι το σημείο συνάντησης των περισσότερων. Τα πιο πολλά ραντεβού στην πλατεία κλείνονται και κάποιες φορές μετατρέπεται και σε… Χάιντ Παρκ του Λονδίνου, αφού δε λείπουν και οι συζητήσεις για την πολιτική επικαιρότητα. Όμως όμορφα περνάνε και οι μοναχικοί θαμώνες, καθώς κόσμος πηγαινοέρχεται και η «παρέλαση» είναι συνεχόμενη…
Η πλατεία, που ήταν γεμάτη με το νόημα που είχε κάτι από τις φωτιές, που τραγουδούσε ο Σαββόπουλος, τώρα άδεια χάσκει και είναι εν αναμονή…
Του Δημήτρη Φρεζούλη